19 ΜΑΡΤΙΟΥ

19 Μαρτίου
  • Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Δαρεία
  • Οἱ Ἅγιοι Κλαύδιος ὁ Τριβοῦνος, Ἰλαρία ἡ σύζυγός του, τὰ παιδιά τους Ἰάσων καὶ Μαῦρος καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς θανατωθέντες στρατιῶται
  • Ὁ Ἅγιος Παγχάριος
  • Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος ὁ πρεσβύτερος καὶ Μαριανός ὁ διάκονος
  • Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Τορναρᾶς
  • Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καραµάνος ἢ Κασσέτης
  • Ὁ Ἅγιος Ἀνεκτός
 

Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Δαρεία

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νουµεριανοῦ (284). Ὁ Χρύσανθος, γιὸς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας (τοῦ Πολέµωνος), κατηχήθηκε στὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕνα χριστιανὸ ἐπίσκοπο. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἐξόργισε πολὺ τὸν πατέρα του, ποὺ προσπάθησε µὲ πολλοὺς τρόπους νὰ τὸν µεταπείσει. Μάταια ὅµως. Τότε, µὲ τὴν βία τοῦ δίνει γιὰ σύζυγο µία Ἑλληνίδα εἰδωλολάτρισσα κόρη, τὴν Δαρεία, µὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπηρεάσει καὶ θὰ ἐπαναφέρει τὸν γιό του στὴν εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ ὁ Χρύσανθος εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ σχέδιό του. Στὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε µὲ τὴν σύζυγό του, κατάφερε τελικὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὴν χριστιανικὴ πίστη, ἐπαληθεύοντας τὰ λόγια του Κυρίου µας, ποὺ εἶπε: «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἑµαυτόν», δηλαδή, ἂν ἐγὼ ὑψωθῶ διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἀναληφθῶ στοὺς οὐρανούς, θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν ἑαυτό µου ὅλους, ὄχι µόνο τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ποὺ θὰ πιστέψουν σ᾿ ἐµένα. Πράγµατι, ἡ Ἑλληνίδα εἰδωλολάτρισσα, Δαρεία, ἑλκυσθεῖσα ἀπὸ τὸ ἠθικὸ ἄρωµα τῆς χριστιανοσύνης, ποὺ τόσο στόλιζε τὸν σύζυγό της, µόνη της παρακάλεσε καὶ τὴν βάπτισαν χριστιανή. Συµφώνησαν τότε νὰ µείνουν καὶ οἱ δυὸ παρθένοι καὶ ἐπιδόθηκαν στὴν χριστιανικὴ Ἱεραποστολή. Στὸ τέλος, µάλιστα, ὑπέστησαν µαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸ ἅγιο ἔργο τους.

Οἱ Ἅγιοι Κλαύδιος ὁ Τριβοῦνος, Ἰλαρία ἡ σύζυγός του, τὰ παιδιά τους Ἰάσων καὶ Μαῦρος καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς θανατωθέντες στρατιῶται

Ὁ Κλαύδιος ἦταν Τριβοῦνος στὸ ἀξίωµα στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουµεριανοῦ (283-84). Σ᾿ αὐτὸν παρέδωσε ὁ ἔπαρχος Κελαρῖνος τοὺς Ἁγίους Χρύσανθο καὶ Δαρεία, γιὰ νὰ τοὺς τιµωρήσει. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε ὅτι τὸ Ἅγιο ζευγάρι ἔµενε ἀβλαβὲς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε µαζὶ µὲ τὴν σύζυγό του Ἰλαρία καὶ τὰ παιδιά του Ἰάσονα καὶ Μαῦρο. Ἐπίσης, τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του. Τότε, τὸν µὲν Κλαύδιο, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν ἕνα ὀγκόλιθο στὸ σῶµα τὸν ἔριξαν στὴν θάλασσα καὶ ἔτσι βρῆκε ἔνδοξο µαρτυρικὸ τέλος. Τοὺς δὲ γιούς του, µαζὶ µὲ τοὺς στρατιῶτες, τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἡ µητέρα τους, Ἰλαρία, παρέλαβε τὰ λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψε. Σὲ µία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις της στὸν τάφο τους, τὴν συνέλαβαν οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπάρχου καὶ τὴν ἔσυραν γιὰ νὰ τὴν θανατώσουν. Ἡ Ἰλαρία τους παρακάλεσε νὰ τὴν ἀφήσουν πρῶτα νὰ προσευχηθεῖ, καὶ ἔτσι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἐξέπνευσε. Οἱ ὑπηρέτριές της παρέλαβαν τὸ σῶµα της καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τάφο τῶν γιῶν της. Σύµφωνα µὲ ἄλλη παράδοση πέθανε µὲ ἀποκεφαλισµό.

Ὁ Ἅγιος Παγχάριος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν θυσάνων καὶ συγκεκριµένα ἀπὸ τὴν πόλη Βιλλασάτη (ἢ κατ᾿ ἄλλους Βιθλαπάτη ἢ Βιλλαπάτη). Οἱ γονεῖς του τὸν εἶχαν ἀναθρέψει στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ διακρινόταν γιὰ τὸ ἀνδρικὸ παράστηµα καὶ τὴν ὡραιότητά του. Ὅταν ἦλθε στὴν Ῥώµη, κίνησε τὴν προσοχὴ τῶν ἀνακτορικῶν γιὰ τὸ ἔξοχο παρουσιαστικό του καὶ τὸ σπινθηροβόλο πνεῦµα του. Αὐτὸ δὲ ἔφθασε µέχρι τὸν Διοκλητιανό, ποὺ τὸν προσέλαβε κοντά του καὶ τὸν ἔκανε συγκλητικό. Οἱ τιµὲς ὅµως καὶ ἡ βασιλικὴ εὔνοια, ἔκαναν τὸν Παγχάριο ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὅταν τὸ ἔµαθαν αὐτὸ ἡ µητέρα του καὶ ἡ ἀδελφή του, λυπήθηκαν πολύ. Τοῦ ἔγραψαν τότε µία συγκινητικότατη ἐπιστολή, ποὺ τὸν ἱκέτευαν νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καὶ µὲ θυσία τῆς ζωῆς του. Εὐτυχῶς ἡ ἐπιστολὴ ἐπανέφερε τὸ νεαρὸ Παγχάριο στὸν ἑαυτό του. Κατάλαβε τὸ ὀλίσθηµα στὸ ὁποῖο ἔπεσε, καὶ τὸ ῥεῦµα τῆς µετανοίας κατέκλυσε τὴν ψυχή του. Τότε χωρὶς καθυστέρηση, ὁµολόγησε µπροστὰ στοὺς ἀνακτορικοὺς τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ Διοκλητιανός, ὑπόθεσε στὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ Παγχάριος ὑπέστη κάποια διανοητικὴ τρέλα. Ἀλλ᾿ ὅταν πείστηκε γιὰ τὴν σοβαρότητα τοῦ πράγµατος, ἐξοργισµένος, διέταξε καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν Παγχάριο.

Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος ὁ πρεσβύτερος καὶ Μαριανός ὁ διάκονος

Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔκλεισαν ἑρµητικὰ µέσα σὲ µία σπηλιά.

Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Τορναρᾶς

Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς συναναστρεφόταν πολὺ µὲ Τούρκους καὶ ἤλεγχε τὴν πίστη τους. Κάποια µέρα ὅµως, οἱ Τοῦρκοι, µὲ φθονερὰ κίνητρα τὸν πίεσαν νὰ γίνει Τοῦρκος. Ἐπειδὴ ὁ Δηµήτριος δὲν θέλησε, τὸν ἔφεραν στὸν κριτὴ καὶ ψευδοµαρτύρησαν ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὴν πίστη τους. Ὁ δὲ κριτὴς διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀνελέητα, µέχρι νὰ γίνει Τοῦρκος. Οἱ Τοῦρκοι τότε τὸν βασάνισαν µὲ µεγάλη σκληρότητα, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ἀµετάθετη γνώµη τοῦ Δηµητρίου, καὶ µὲ ἀπόφαση τοῦ κριτῆ, τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1564 καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καραµάνος ἢ Κασσέτης

Ὁ νεοµάρτυρας Νικόλαος Καραµάνος ἦταν ἔγγαµος καὶ ζοῦσε στὴν Σµύρνη. Ὅταν κάποτε βρέθηκε σὲ κατάσταση θυµοῦ, εἶπε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μόλις ἄκουσαν αὐτὸ οἱ ἐκεῖ παρευρισκόµενοι Τοῦρκοι τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ἀνακρινόµενος ὁ Νικόλαος, ἀρνήθηκε νὰ γίνει Τοῦρκος, παρὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν καὶ παρὰ τὶς πιέσεις τῆς µητέρας του καὶ τῆς συζύγου του. Τότε ὁ κριτὴς διέταξε καὶ τοῦ ἔκαναν περιτοµὴ µὲ τὴν βία, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος συνεχῶς διεκήρυττε ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἀκολούθησαν γιὰ 36 συνεχεῖς ὁλόκληρες ἡµέρες φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ κατέπληξαν καὶ αὐτοὺς ἀκόµα τοὺς ξένους στὴ Σµύρνη. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Ἰησουΐτη Νabois, ποὺ ἔγραψε καὶ τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Τελικά, ἀφοῦ ὁ Νικόλαος ἔµεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, ἀπαγχονίστηκε στὶς 19 Μαρτίου 1657, στὴν Σµύρνη, Μ. Πέµπτη καὶ ὥρα 9 τὸ πρωΐ, σὲ ἡλικία 34 χρονῶν. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ τὸ ἔδεσαν µὲ ἕνα ὀγκόλιθο, τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἀλλὰ κάποιος Λατῖνος, ποὺ βρισκόταν στὴν Σµύρνη, τὸ ἔβγαλε καὶ τὸ πῆγε στὴν Εὐρώπη. Στοὺς Συναξαριστὲς ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται τὴν 6η Δεκεµβρίου.

Ὁ Ἅγιος Ἀνεκτός

Λανθασµένα ἀναφέρουν τὴν µνήµη του αὐτὴ τὴν µέρα, ὁρισµένοι Συναξαριστές. Ἡ κυρίως µνήµη τοῦ συγκεκριµένου Ἁγίου Ἀνεκτοῦ εἶναι στὶς 10 Μαρτίου, µαζὶ µ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Κοδράτου καὶ τῶν λοιπῶν µαζὶ µ᾿ αὐτὸν µαρτυρησάντων Ἁγίων.

 

Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη