Home ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

1870
Συναξάρι Δεκεμβρίου
13 Δεκεμβρίου
  • Οἱ Ἅγιοι Εὐστράτιος, Αὐξέντιος, Εὐγένιος, Μαρδάριος καὶ Ὀρέστης
  • Ἡ Ἁγία Λουκία ἡ παρθένος
  • Ὁ Ὅσιος Ἄρης
  • Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ Λάτριο ὄρος
  • Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, ἱεροµάρτυρας, ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου Σερβίας
  • Οἱ Ἅγιοι Ἰουβενάλιος καὶ Πέτρος ὁ Ἀλεούτιος καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι οἱ ἐν Ἀλάσκᾳ
 

Οἱ Ἅγιοι Εὐστράτιος, Αὐξέντιος, Εὐγένιος, Μαρδάριος καὶ Ὀρέστης

Μαρτύρησαν κατὰ τὸν σκληρὸ διωγµὸ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Εὐστράτιος, ποὺ ἦταν ἀνώτερος ἀξιωµατικός, συνελήφθη ἀπὸ τὸν δούκα Λυσία. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν βασάνισε µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἔπειτα τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα. Φηµισµένος αὐτὸς γιὰ τὴν ὠµότητά του ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς, ἔβαλε τὸν Εὐστράτιο νὰ βαδίσει µὲ σιδερένια παπούτσια, ποὺ εἶχαν µέσα µυτερὰ καρφιά. Κατόπιν τὸν ἀποτελείωσε, ἀφοῦ τὸν ἔριξε µέσα στὴν φωτιά. Τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἦταν ἱερέας καὶ συµπολίτης τοῦ Εὐστρατίου, ὁ ἡγεµόνας τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει µὲ πολλὲς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄξιος λειτουργός τοῦ Χριστοῦ, ἀπάντησε: «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέω πολλὰ λόγια, Λυσία. Στὴν ζωὴ αὐτὴν εἶµαι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶµαι δικός Του µέχρι θανάτου. Καὶ ἂν ἀναρίθµητους δαρµοὺς καὶ πληγές µου δώσεις, καὶ ἂν µὲ φωτιὰ καὶ σίδερο µὲ λιώσεις, ὁ Χριστός µου εἶναι παντοδύναµος καὶ ὁ Σταυρός Του ἀκαταµάχητος. Αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτὸν ὁ Αὐξέντιος εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ τοῦ χριστιανοῦ Αὐξεντίου τὸ φρόνηµα δὲν θὰ κάµψεις ποτέ». Ἐξαγριωµένος ὁ ἡγεµόνας ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀµέσως τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸν Μαρδάριο, ἀφοῦ τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του, τὸν κρέµασαν µὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸν ἔκαψαν. Ὁ ἀξιωµατικὸς Εὐγένιος ἐξέπνευσε, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χέρια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ πόδια. Τὸν δὲ στρατιώτη Ὀρέστη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τὸν ξάπλωσαν σὲ πυρακτωµένο κρεβάτι.

Ἡ Ἁγία Λουκία ἡ παρθένος

Ἡ µεγάλη της πίστη ἔκανε θαύµατα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια βραβεύτηκε ἀνάλογα. Ἡ Λουκία ἔζησε στὰ µέσα τοῦ 3ου µ.Χ. αἰῶνα καὶ γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας. Ἦταν µοναχοκόρη ποὺ εἶχε χάσει νωρὶς τὸν πατέρα της καὶ ἡ εὐσεβὴς µητέρα της ἔπασχε ἀπὸ αἱµόρροια. Ἡ βοήθεια τῶν γιατρῶν δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὴν γιατρέψει, γι᾿ αὐτὸ καὶ περίµενε τὴν γιατρειά της µόνο ἀπὸ τὴν θεία βοήθεια. Στὴν Κατάνη βρισκόταν τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Ἀγαθῆς καὶ ἔτσι, µητέρα µαζὶ µὲ τὴν κόρη, πῆγαν νὰ τὸ προσκυνήσουν. Τὴν νύχτα ποὺ ἔφτασαν, ἡ Λουκία προσευχήθηκε µὲ ὅλη της τὴν δύναµη, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν µεγάλη πίστη ποὺ φώλευε στὴν καρδιά της, γιὰ τὴν θεραπεία τῆς µητέρας της. Κατόπιν κοιµήθηκε καὶ στὸν ὕπνο της εἶδε τὴν Ἁγία Ἀγαθή, ποὺ τῆς εἶπε ὅτι ἡ µητέρα της θὰ θεραπευόταν καὶ ὅτι ἡ ἴδια θὰ πέθαινε µαρτυρικὰ γιὰ τὸν Χριστό. Τὴν ἑποµένη µέρα, πράγµατι, ἡ µητέρα της θεραπεύτηκε καὶ οἱ δυὸ µαζὶ τότε εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἁγία. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὶς Συρακοῦσες, ἡ Λουκία ἔπεισε τὴν µητέρα της καὶ διαµοίρασαν ὅλη τους τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ Λουκία κατέβαλλε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ µεταδίδει τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ σ᾿ ἄλλες κοπέλες, ποὺ βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης. Καταγγέλθηκε ὅµως γι᾿ αὐτό, ἐπὶ τοῦ διώκτου βασιλιᾶ Δεκίου, καὶ δικάστηκε. Ἀφοῦ ἀπέρριψε µὲ γενναιότητα ὅλες τὶς προτροπὲς γιὰ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἔτσι, ἡ νεαρὴ ἀλλὰ γενναία παρθένος ἀποκεφαλίστηκε γιὰ τὴν πίστη της.

Ὁ Ὅσιος Ἄρης

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁσίους καὶ σοφοὺς ἀσκητὲς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήµου, τοῦ ὁποίου ἀποφθέγµατα ὑπάρχουν στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ Λάτριο ὄρος

Πότε ἀκριβῶς ἔζησε δὲν µᾶς εἶναι γνωστό. Πάντως ἀπὸ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα συµπεραίνουµε ὅτι ἦταν µεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσηµη οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος ἦταν πατρίκιος καὶ στρατηγὸς τῶν Κιβυρραιωτῶν καὶ ἔπειτα στὸν Βυζαντινὸ στόλο. Κάποτε ὅµως, σὲ µία φοβερὴ τρικυµία, ὁ στόλος καταποντίσθηκε καὶ διασώθηκε µόνο αὐτός. Τότε ἀφιέρωσε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στὸν Θεό, ἀφοῦ ἔγινε µοναχὸς καὶ ζοῦσε µὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ποῦ µόνασε πρῶτα, δὲν τὸ γνωρίζουµε. Ἀργότερα κατέφυγε σὲ τόπο ἀποµονωµένο, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τοποθεσία Ἱερὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Λάτριο ὄρος, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κλήθηκε νὰ διοικήσει τὴν Μονὴ Κελλιβάρων, ἀλλ᾿ ἐνοχλούµενος καὶ ἐπιζητῶντας τὴν ἡσυχία, ἀναχώρησε καὶ κλείστηκε µέσα σὲ µία τρῦπα ταλαιπωρῶντας τὸ σῶµα του. Ἀλλ᾿ οἱ µοναχοί της Μονῆς τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν Μονή, ὅπου ζοῦσε σ᾿ ἕνα κελὶ καὶ µόνο µία φορὰ τὴν ἑβδοµάδα, τὴν Κυριακή, ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνέτρωγε µ᾿ αὐτούς. Προαισθάνθηκε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς µοναχοὺς τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε κατάλληλες πνευµατικὲς συµβουλές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ, ἱεροµάρτυρας, ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου Σερβίας

Ὁ Γαβριὴλ ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας. Μὲ ἄδεια τῶν Τούρκων, εἶχε πάει σὲ Βλαχία καὶ Ῥωσία γιὰ νὰ µαζέψει χρήµατα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τότε κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίτροπό του στὴν Ἀρχιεπισκοπή, Βούλγαρο Μάξιµο, ὅτι ἐπιβουλεύεται τὴν Τουρκικὴ ἐξουσία. Ἔτσι, ὅταν ὁ Γαβριὴλ ἐπέστρεψε ἀπ᾿ τὴν Ῥωσία, βρῆκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάξιµο. Ἀµέσως τότε ὁ Γαβριὴλ προέβη σὲ ἐνέργειες γιὰ τὴν ἔξωσή του. Ὁ Μάξιµος ὅµως πῆγε στὴν Προῦσα, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος καὶ ὁ Βεζίρης καὶ ἐπανέλαβε τὶς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ Γαβριήλ. Τότε ὁ Βεζίρης κάλεσε τὸν Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Σερβία στὴν Προῦσα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε, πείστηκε µὲν ὅτι πρόκειται γιὰ συκοφαντία, ἀλλ᾿ ἀξίωσε ἀπὸ τὸν µάρτυρα ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἔχει τιµὲς καὶ ἀξιώµατα. Ὁ ἱεράρχης ἀπέκρουσε τὶς προτάσεις καὶ παρέµεινε ἀκλόνητος στὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισαν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου µὲ ἀπαγχονισµὸ στὶς 13 Δεκεµβρίου 1659. Ὁ Otto Meinardus τοποθετεῖ τὸ µαρτύριο τοῦ νέου ἱεροµάρτυρα αὐτοῦ, στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1681.

Οἱ Ἅγιοι Ἰουβενάλιος καὶ Πέτρος ὁ Ἀλεούτιος καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι οἱ ἐν Ἀλάσκᾳ

 

Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη