Home ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

1858
Συναξάρι Σεπτεμβρίου
12 Σεπτεμβρίου
  • Ὁ Ἅγιος Αὐτόνοµος, Ἱεροµάρτυρας
  • Ὁ Ἅγιος Κουρνοῦτο,ς Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἰκονίου
  • Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
  • Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός, πρεσβύτερος Ἀγκύρας, ἀπὸ τὴν Γαλατία
  • Οἱ Ἅγιοι Μακεδόνιος, Θεόδουλος καὶ Τατιανός
  • Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Θάσιος
  • Ὁ Ἅγιος Ὠκεανός
  • Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος «ὁ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ»
  • Μνήµη ἀφωνίας καὶ ὅρασης τοῦ Ζαχαρία
  • Οἱ Ἅγιοι Ἐθνοϊεροµάρτυρες Χρυσόστοµος Σµύρνης, Ἀµβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων (1922), Προκόπιος Λαζαρίδης Μητροπολίτης Ἰκονίου (1911-1923),    Γρηγόριος Μητροπολίτης Κυδωνιῶν (22 Ἰουλίου 1908 – 3 Ὀκτωβρίου 1922), Εὐθύµιος Μητροπολίτης Ζήλων
Ὁ Ἅγιος Αὐτόνοµος, Ἱεροµάρτυρας

Ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέει: «Ὡς καιρὸν ἔχοµεν, ἐργαζώµεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας». Ἕως ὅτου, δηλαδή, βρισκόµαστε στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ µᾶς δίνεται καιρὸς γιὰ ἀγαθοεργία, ἂς ἐργαζόµαστε τὸ ἀγαθὸ πρὸς ὅλους. Τέτοια ἐργατικότητα διέκρινε καὶ τὸν ἀκούραστο ἐργάτη τοῦ ἀµπελῶνος τοῦ Κυρίου, τὸν Ἅγιο Αὐτόνοµο. Ἦταν ἐπίσκοπος στὴν Ἰταλία καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ φύγει, διότι τὸν κατηγόρησαν ὅτι προσείλκυε πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Ἔφθασε στοὺς Σωρεοὺς τῆς Βιθυνίας, φιλοξενούµενος ἀπὸ ἕναν εὐσεβῆ χριστιανό, τὸν Κορνήλιο, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ κατάρτισε µὲ τὴν διδασκαλία του, χειροτόνησε διάκονο. Συγχρόνως ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιµὴν τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ἔπειτα, πῆγε στὴ Λυκαονία καὶ Ἰσαυρία, ὅπου κήρυξε τὸ θεῖο λόγο, καὶ ὅταν ἐπέστρεψε στοὺς Σωρεούς, χειροτόνησε τὸν Κορνήλιο ἱερέα. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἄσκησε πίεση στοὺς χριστιανοὺς τῆς Βιθυνίας, ὁ Αὐτόνοµος ἔφυγε καὶ πῆγε νὰ κηρύξει τὸν θεῖο λόγο στὶς πόλεις τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Κατόπιν, ἀφοῦ περιόδευσε σὲ πολλὲς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας κηρύττοντας τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, πῆγε σὲ µία πόλη δίπλα στοὺς Σωρεούς, τὶς Λίµνες. Ἐκεῖ οἱ εἰδωλολάτρες πίεζαν τοὺς χριστιανοὺς νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Αὐτοί, ὅµως, ἀντίθετα, τὰ συνέτριψαν. Οἱ εἰδωλολάτρες, τότε, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας εἰσέβαλαν στὸν ναὸ καὶ σκότωσαν τὸν ἀνυπεράσπιστο Αὐτόνοµο, ποὺ τὸν θεωροῦσαν ὑπεύθυνο. Τὸ λείψανό του τάφηκε µὲ τὴν ἁρµόζουσα τιµή.

Ὁ Ἅγιος Κουρνοῦτος, Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἰκονίου

Ἦταν γέννηµα καὶ θρέµµα τῆς πόλης τοῦ Ἰκονίου, τῆς ὁποίας κατόπιν ἔγινε Ἀρχιερέας. Βρισκόταν κάποτε σ᾿ ἕνα χωριό, Σούρσαλο ὀνοµαζόµενο, καὶ δίδασκε τὸν λόγο τῆς πίστης στοὺς ἀπίστους. Οἱ ἐκεῖ ὅµως διῶκτες τοῦ χριστιανισµοῦ, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεµόνα Περίνιο. Αὐτός, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισε, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι ἔνδοξα ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. (Οἱ Κυπριανὸς καὶ Μαχαιρᾶς τὸν ἀναφέρουν σὰν Ἅγιο τῆς Κύπρου, βλέπε 300 Ἀλαµανοὶ Α.Χ.Ε.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Ἀλεξανδρείας, ἐπειδὴ µὲ ἰδιαίτερο θάρρος κήρυττε τὸν Χριστό, καὶ ἀφοῦ τὸν στεφάνωσαν µὲ ἀκάνθινο στεφάνι, τὸν χτυποῦσαν στὸ πρόσωπο καὶ τὸν τριγύριζαν ἁλυσοδεµένο στοὺς δρόµους τῆς πόλης. Ὑπέστη καὶ ἄλλα βασανιστήρια καὶ τελικά, µὲ διαταγὴ τοῦ ἄρχοντα, ἀποκεφαλίστηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας. (Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει, ὅτι ἐσφαλµένα ὁ ἅγιος αὐτὸς φέρεται σὰν ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καὶ ὅτι ἦταν ἕνας ἁπλὸς θεοσεβὴς χριστιανός).

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανός, πρεσβύτερος Ἀγκύρας, ἀπὸ τὴν Γαλατία

Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κριντεούς, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας, καὶ ἦταν ἱερέας ἄξιος µεγάλου σεβασµοῦ. Ὅταν ὁ Λικίνιος κήρυξε διωγµὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν (307-323), ὁ Ἰουλιανὸς µαζὶ µὲ ἄλλους 42 χριστιανοὺς συµπολῖτες του, κατέφυγε στὰ βουνὰ καὶ κρυβόταν. Κάποτε ὅµως, κατέβηκε ἀπὸ τὰ βουνὰ νὰ φέρει νερό, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν δοῦν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ πρόσφεραν θυσία στὸν ἐκεῖ ναὸ τῆς Ἑκάτης. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀγκύρας. Αὐτὸς τὸν ῥώτησε ποὺ κρύβονταν οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοὶ συµπολῖτες του, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀρνήθηκε νὰ τοὺς καταδώσει καὶ βασανίστηκε φρικτά. Ἀφοῦ τοῦ ἔβαλαν πυρακτωµένη καλύπτρα στὸ κεφάλι, στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν προσευχόµενο. (Ἄλλοι Συναξαριστὲς ἔχουν κάπως διαφοροποιηµένη τὴν βιογραφία του).

Οἱ Ἅγιοι Μακεδόνιος, Θεόδουλος καὶ Τατιανός

Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη (360-363) καὶ µαρτύρησαν στὴν Μυρόπολη τῆς Φρυγίας. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς Φρυγίας Ἀµάχιος διέταξε νὰ καθαρίσουν τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Μυροπόλεως καὶ νὰ ἐπιµεληθοῦν τὰ ἀγάλµατα µέσα σ᾿ αὐτόν, οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἅγιοι µπῆκαν κρυφὰ τὴν νύχτα στὸν ναὸ καὶ συνέτριψαν τὰ ἀγάλµατα. Γιὰ νὰ µὴ κακοποιηθοῦν ὅµως ἄλλοι ἀθῷοι χριστιανοί, φανερώθηκαν στὸν ἄρχοντα καὶ εἶπαν ὅτι αὐτοὶ συνέτριψαν τὰ ἀγάλµατα. Ὁ σκληρὸς Ἀµάχιος στὴν συνέχεια, ἐπειδὴ δὲν κατάφερε νὰ τοὺς πείσει νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς ἔψησε ζωντανοὺς πάνω σὲ πυρακτωµένη σχάρα.

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Θάσιος

Εὐσεβὴς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀµέσως ἀπὸ τὴν νεότητά του ἔγινε πρόθυµος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, πρόµαχος καὶ συνήγορος τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Δανιήλ, ἔζησε τὸν 9ο µ.Χ. αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Ἀρµένιος ὁ εἰκονοµάχος. Ὅταν πλέον ἔγινε ἄντρας ὁ Δανιήλ, ἵδρυσε µοναστήρι στὸ νησίδιο Κραµβοῦσα, ποὺ βρίσκεται δίπλα στὴ νῆσο Θάσο. Ἡ φήµη τῆς µεγάλης ἀρετῆς τοῦ ἱδρυτῆ ἔφερε ἐκεῖ πολλοὺς µοναχοὺς ἀπὸ τὴν Θάσο καὶ ἀπ᾿ ἀλλοῦ. Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἀγαποῦσε τόσο τὴν πνευµατικὴ ζωὴ καὶ ἦταν τόσο πολὺ ταπεινόφρων, ὥστε ὅταν στὴ Θάσο ἦλθε ὁ µέγας Ἰωαννίκιος, ὁ Δανιὴλ ἐγκατέλειψε τὴν ἡγουµενική του θέση καὶ ἔτρεξε κοντὰ στὸν φηµισµένο ἐκεῖνον ὅσιο ἄντρα, γιὰ νὰ πάρει διδάγµατα ἀπὸ τὴν τόσο προσεκτικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του. Ὁ Ἰωαννίκιος προσπάθησε νὰ τὸν ἐµποδίσει λέγοντάς του, ὅτι µποροῦσε καὶ µόνος του νὰ τελειοποιεῖ τὸν ἑαυτό του µὲ τὴν προσευχή, τὴν µελέτη καὶ τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ Δανιὴλ ὅµως ἐπέµενε καὶ ὁ Ἰωαννίκιος ὑποχώρησε. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Ἰωαννίκιος ὑποχρέωσε τὸν Δανιὴλ νὰ ἐπιστρέψει στὴν µονή του, διότι οἱ µοναχοί της τὸν ζητοῦσαν ἐπίµονα, ἐπειδὴ δὲν ἔβρισκαν ἄξιο ἀντικαταστάτη του. Ὁ Δανιὴλ ὑπέκυψε καὶ ἐπανῆλθε στὴν µονή του. Σὲ βαθιὰ γεράµατα ἀποδήµησε στὸν Κύριο καὶ τάφηκε, κατὰ τὴν ἐπιθυµία του, στὸ νησίδιό του κοντὰ στὰ κύµατα, δίπλα στὰ ὁποῖα πρωὶ καὶ βράδυ πολλὲς φορὲς ἔστελνε τὴν προσευχή του καὶ ὕµνους στὸ Θεό.

Ὁ Ἅγιος Ὠκεανός

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Κατ᾿ ἄλλους µαρτύρησε διὰ πυρός).

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος «ὁ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ»

Ἀναφέρεται στὸν συναξαριστὴ Delehaye µὲ ὑπόµνηµα παρόµοιο µ᾿ αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου «ἐν τῇ Ἀτρώᾳ» (βλέπε 13 Σεπτεµβρίου). Ὁ Ἀνδρόνικος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας τοῦ Νικηφόρου καὶ Σταυρακίου, καὶ Πατριάρχου Ταρασίου. Ἦταν γιὸς τοῦ Κοσµᾶ καὶ τῆς Ἄννας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔλαια τῆς Ἀσίας. Ἔζησε µὲ αὐστηρὴ ἄσκηση στὴν Ἀτρώα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Μνήµη ἀφωνίας καὶ ὅρασης τοῦ Ζαχαρία

Ἡ µνήµη αὐτὴ βρίσκεται στὸ Ἱεροσολυµιτικὸ Κανονάριο σελ. 112.

Οἱ Ἅγιοι Ἐθνοϊεροµάρτυρες Χρυσόστοµος, Μητροπολίτης Σµύρνης, Ἀµβρόσιος, Μητροπολίτης Μοσχονησίων, Γρηγόριος, Μητροπολίτης Κυδωνιῶν, Προκόπιος Μητροπολίτης Ἰκονίου, Εὐθύµιος Μητροπολίτης Ζήλων, καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς ἀναιρεθέντες κατὰ τὴν Μικρασιατικὴν καταστροφὴν (+ 1922)
 [Συµφώνως µὲ τὴν ὑπ᾿ ἀριθµ. 2556/5-7-1993 ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ ἑορτὴ αὐτῶν τῶν Ἁγίων θὰ τιµᾶται κάθε ἔτος τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιµίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ].

Χρυσόστοµος Σµύρνης

Ὁ ἐθνοµάρτυρας Χρυσόστοµος Καλαφάτης, γεννήθηκε στὴν Τρίγλια τῆς Προποντίδας τὸ 1867. Ὑπῆρξε µητροπολίτης Σµύρνης ἀπὸ τὸ 1910 ἕως τὸ 1922. Σπούδασε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης (1884-1891) καὶ ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος τοῦ µητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης ὡς Κωνσταντῖνος Ε´ (1897). Χρηµάτισε πρωτοσύγκελος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τὸ 1902 χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωακεὶµ Γ´ µητροπολίτης Δράµας (1902-1910). Οἱ ἀγῶνες του ἐναντίον τῆς βουλγαρικῆς προπαγάνδας καὶ γιὰ τὴν τόνωση τοῦ ἐθνικοῦ φρονήµατος ἐνόχλησαν τὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ἡ ὁποία ἀξίωσε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἄµεση ἀνάκλησή του (1907). Ἀποχωρίστηκε µὲ πικρία τὸ ποίµνιό του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν Τρίγλια µὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς στὴν µητρόπολη Δράµας, ἡ ὁποία κατέστη δυνατὴ τὸ 1908 µὲ τὴν ψήφιση τοῦ νέου τουρκικοῦ συντάγµατος. Ἡ ἐνθουσιώδης ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ λαὸς τῆς Δράµας συνδέθηκε µὲ τὴν ἔξαρση τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνα, γι᾿ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν δηµόσια τάξη. Ἀνακλήθηκε ἐκ νέου ἀπὸ τὴν µητρόπολη Δράµας (20 Ἰανουαρίου 1909) καὶ ἀποσύρθηκε πάλι στὴν Τρίγλια µέχρι τὴν µετάθεσή του στὴν µητρόπολη Σµύρνης (11 Μαρτίου 1910). Στὴν Μητρόπολη Σµύρνης συνέχισε τοὺς ἐθνικούς του ἀγῶνες, ὀργάνωσε δὲ πάνδηµο συλλαλητήριο γιὰ νὰ καταγγείλει τὶς βιαιότητες τῶν Βουλγάρων στὴν Μακεδονία ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τὴν ὑποστήριξη τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν πρὸς τὴν βουλγαρικὴ προπαγάνδα καὶ τὶς γενικότερες καταπιέσεις τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ἐναντίον τοῦ Ἑλληνισµοῦ τοῦ Ὀθωµανικοῦ κράτους. Οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς τῆς περιοχῆς θορυβήθηκαν καὶ πέτυχαν τὴν ἀποµάκρυνσή του ἀπὸ τὴ µητρόπολη Σµύρνης (1914), στὴν ὁποία ἐπέστρεψε µετὰ τὴν ἀνακωχὴ τοῦ Μούνδρου (1918). Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης τῆς Σµύρνης (1919-1922), λειτουργοῦσε ὡς ἀναµφισβήτητος ἐθνάρχης τοῦ µικρασιατικοῦ Ἑλληνισµοῦ καὶ ὡς ὁ ἐµπνευσµένος ἡγέτης τῆς «Μικρασιατικῆς Ἄµυνας» γιὰ τὴν δηµιουργία αὐτόνοµου κράτους σὲ περίπτωση ἥττας τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἡ κατάρρευση ὅµως τοῦ µικρασιάτικου µετώπου (Αὔγουστος 1922) ἀπογοήτευσε τὸν µεγαλόπνοο µητροπολίτη, ὁ ὁποῖος ἀποδοκίµασε τὰ σχέδια τῶν Μεγάλων Δυνάµεων γιὰ τὴν ἀποµάκρυνση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Ἡ εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴν Σµύρνη ὑπῆρξε ἡ δοκιµασία τῶν ἐθνικῶν του ὁραµάτων. Ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν λαό του, παρὰ τὴν πίεση τῶν προξένων τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας. Στὶς 27 Αὐγούστου 1922 συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο φρούραρχο τῆς πόλης Νουρεντὶν πασᾶ, µετὰ τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ παραδόθηκε στὸν ἐξαγριωµένο τουρκικὸ ὄχλο. Ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια βρῆκε µαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ ἐκφραστὴς τῶν ἐθνικῶν πόθων κατέστη πλέον τὸ σύµβολο τῶν τραγικῶν πεπραγµένων τοῦ Γένους. Τὸ δίτοµο ἔργο τοῦ Περὶ Ἐκκλησίας, τὰ ἄρθρα του στὰ περιοδικὰ Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια καὶ Ἱερὸς Πολύκαρπος καὶ ἡ ὅλη κηρυκτική του δράση ἀναδεικνύουν τὴν ὑπέροχη πνευµατικὴ µορφὴ τοῦ ἐθνοµάρτυρα Ἱεράρχη.

Ἀµβρόσιος Μητροπολίτης Μοσχονησίων (1922)

Σπούδασε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιµίου Σταυροῦ Ἱεροσολύµων καὶ στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδηµία τοῦ Κιέβου. Ὑπῆρξε δὲ ἐφηµέριος σὲ πολλὲς ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς Κριµαίας (Θεοδοσίας, Συµφεροπόλεως, Σεβαστουπόλεως). Τὸ 1913 χειροτονήθηκε βοηθὸς ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Σµύρνης µὲ τὸν τίτλο Ξανθουπόλεως, ἀναπλήρωσε δὲ τὸν ἐξόριστο µητροπολίτη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Α´ παγκοσµίου πολέµου. Τὸ 1919 χρησιµοποιήθηκε ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος στὰ Μοσχονήσια, τὸ δὲ 1922 ἔγινε Μητροπολίτης Μοσχονησίων. Κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τάφηκε ζωντανός, ἀπὸ τοὺς Τούρκους, µαζὶ µὲ ἄλλους ἐννέα (9) ἱερεῖς σὲ λάκκο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Κυδωνιῶν (15 Σεπτεµβρίου 1922).

Προκόπιος Λαζαρίδης, Μητροπολίτης Ἰκονίου (1911-1923)

Προηγουµένως ἐπίσκοπος Ἀµφιπόλεως (1894-1899) καὶ Μητροπολίτης Δυρραχίου (1899- 1906) καὶ Φιλαδέλφειας (1906-1911). Ἦταν καὶ αὐτὸς µεταξὺ τῶν ἐθνοϊεροµαρτύρων ἐκείνων τῶν χρόνων.

Γρηγόριος, Μητροπολίτης Κυδωνιῶν (22 Ἰουλίου 1908 – 3 Ὀκτωβρίου 1922)

Προηγουµένως διετέλεσε καὶ µητροπολίτης Τιβεριουπόλεως καὶ Στρωµνίτσης (12 Ὀκτωβρίου 1902 – 22 Ἰουλίου 1908). Τὸ κοσµικό του ὄνοµα ἦταν Ἀναστάσιος Ἀντωνιάδης ἢ Σαατσόγλου καί, κατὰ µεταγλώττιση δική του, Ὡρολογᾶς. Γεννήθηκε στὴν Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 1864. Ὡς ἱεροκήρυκας ἀνήκει στοὺς πρώτους ποὺ στὸ κήρυγµα χρησιµοποίησαν τὴν δηµοτικὴ γλῶσσα. Καὶ στὶς τρεῖς µητροπόλεις ποὺ ὑπηρέτησε ἐργάστηκε µὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία γιὰ τὴν προάσπιση τῶν ἐθνικῶν ἑλληνικῶν δικαίων καὶ ἰδιαίτερα συνεργάστηκε γι᾿ αὐτὰ µὲ τὸν µητροπολίτη Δράµας Χρυσόστοµο Καλαφάτη (1902-1910), τὸν κατόπιν ἐθνοµάρτυρα µητροπολίτη Σµύρνης (1910-1922). Στὶς 12 Ὀκτωβρίου 1902 χειροτονήθηκε µητροπολίτης στὴ σπουδαία ἀπὸ ἐθνικῆς ἀπόψεως ἐπαρχία Τιβεριουπόλεως καὶ Στρωµνίτσης, στὴν ὁποία ἀγωνίστηκε ὄχι µόνο κατὰ τῶν τούρκων, ἀλλὰ ἰδιαίτερα ἐναντίον τοῦ βουλγαρικοῦ κοµιτάτου, µέλη τοῦ ὁποίου προσπάθησαν, πολλὲς φορές, νὰ τὸν δολοφονήσουν (1905). Ἡ τουρκικὴ κυβέρνηση, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐθνικὴ δράση τοῦ Γρηγορίου, ἀνάγκασε τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀποµακρύνει τὸν Γρηγόριο, µεταθέτοντάς τον στὴν νεοσύστατη µητρόπολη Κυδωνιῶν, στὶς 22 Ἰουνίου 1908, ὅπου ὁ Γρηγόριος συνέχισε τὴν ἐθνική του δράση. Τὸ 1918 κατηγορήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους γιὰ ἐσχάτη προδοσία, δικάστηκε δυὸ φορὲς στὸ Στρατοδικεῖο τῆς Σµύρνης, καταδικάστηκε καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του (16 Ὀκτωβρίου 1918) καὶ τὴν κατάληψη τῶν Κυδωνιῶν ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ στρατὸ (19 Μαΐου 1919), ὁ Γρηγόριος δὲν ἀποµακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του, γιὰ ὑποθέσεις τῆς ὁποίας πολλὲς φορὲς ἦλθε σὲ ἀντίθεση µὲ τὸν ὕπατο ἁρµοστῆ στὴν Σµύρνη Ἀριστείδη Στεργιάδη. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν ἀρχῶν ἀπὸ τὶς Κυδωνιές, ὁ Γρηγόριος, σὲ σύσκεψη µὲ τὴν δηµογεροντία, εἰσηγήθηκε τὴν ἀναχώρηση τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν καὶ τὴν µεταφορά τους στὴν Μυτιλήνη, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν σφαγὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ὑποδείξεις του δὲν ἔγιναν ἀποδεκτές. Ἔτσι τὸ δρᾶµα τῶν κατοίκων τῶν Κυδωνιῶν ἄρχισε στὶς 22 Αὐγούστου 1922, ὅταν ἄτακτος τουρκικὸς στρατὸς κατέσφαξε κοντὰ στὴν κωµόπολη Φράνελι τοῦ Ἀδραµυττηνοῦ Κόλπου 4.000 Ἕλληνες κατοίκους τῶν Κυδωνιῶν. Ὁ µητροπολίτης Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἐξευτελισµοὺς ποὺ ὑφίστατο ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, τὶς ἐπισκεπτόταν καὶ ἀγωνιζόταν νὰ σώσει καὶ νὰ θρέψει τὸ ποίµνιό του. Ὅταν δὲ στὶς 15 Σεπτεµβρίου πληροφορήθηκε τὴν σφαγὴ τοῦ µητροπολίτη Μοσχονησίων Ἀµβροσίου καὶ τῶν 6.000 κατοίκων τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ Γρηγόριος ἀγωνίστηκε ὑπεράνθρωπα καὶ κατόρθωσε νὰ συγκατατεθοῦν oι Τοῦρκοι νὰ ἔλθουν ἑλληνικὰ πλοῖα ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη µὲ ἀµερικανικὴ σηµαία καὶ µὲ τὴν ἐγγύηση τοῦ Ἀµερικανικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ καὶ νὰ παραλάβουν 20.000 Ἕλληνες ἀπὸ τὶς 35.000 ποὺ κατοικοῦσαν τὶς Κυδωνιές. Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε νὰ ἀναχωρήσει καὶ στὶς 30 Σεπτεµβρίου οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν φυλάκισαν. Στὴ φυλακὴ βασανίστηκε φρικτὰ καὶ στὶς 3 Ὀκτωβρίου, µαζὶ µὲ ἄλλους Ἱερεῖς καὶ προκρίτους τῶν Κυδωνιῶν ποὺ εἶχαν ἐπίσης συλληφθεῖ θανατώθηκε.

Εὐθύµιος, Μητροπολίτης Ζήλων

Ὁ Εὐθύµιος Ἀγριτέλης, ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Ζήλων ἀπὸ τὸ 1912 ἕως τὸ 1921. Μοναχός της Ἱερᾶς Μονῆς Λειµῶνας, σπούδασε στὴν Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ κατόπιν ἔκανε διδάσκαλος καὶ ἱεροκήρυκας στὴν Λέσβο καὶ πρωτοσύγκελος στὴν µητρόπολη Μηθύµνης. Στὶς 12 Ἰουνίου 1912 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ζήλων. Ὡς ἐπίσκοπος ἀνέπτυξε µεγάλη θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση. Ὅταν ἡ δράση του ἔγινε γνωστὴ στοὺς Κεµαλιστὲς Τούρκους, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε µαζὶ µὲ ἄλλους πρόκριτους τῆς ἐπαρχίας Ἀµασείας στὶς 21 Ἰανουαρίου 1921. Μὲ αἴτησή του, ζήτησε ἀπὸ τὴν κεµαλικὴ κυβέρνηση τῆς Ἄγκυρας νὰ θεωρηθεῖ µόνο αὐτὸς ἔνοχος καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ὑπόλοιποι συλληφθέντες. Μάλιστα δὲ µπροστὰ στὸ δικαστήριο ἀπολογήθηκε µὲ θαυµάσια ἀγόρευση. Στὴν φυλακὴ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ πέθανε στὶς 29 Μαΐου 1921. Μετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἦλθε καὶ ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ τούρκικου δικαστηρίου. 

Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη