Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Δημήτριος Αργυρόπουλος

Δημήτριος Αργυρόπουλος

998
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Δημήτρης Αργυρόπουλος
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Δημήτρης Αργυρόπουλος

Γεννήθηκε το 1889 στο χωριό Χρυσό κοντά στα Σάλωνα, από τον Ευθύμιο και την Ευσταθία. Σε μικρή ηλικία ωρφάνεψε από πατέρα. Με την μητέρα του Ευσταθία, την αδελφή του Παρασκευή και τον αδελφό του Γιάννη εγκαταστάθηκαν στην Κόρινθο και από μικρός εργαζόταν ως υπάλληλος σε παντοπωλείο. Αργότερα έκανε δικό του μικρό μαγαζί που πωλούσε τρόφιμα. Η δικαιοσύνη του στο ζύγι ήταν παροιμιώδης. Έβαζε λίγο παραπάνω για να μην ζημιώνη τον πελάτη.

Ο αδελφός του σκοτώθηκε το 1918 και η μητέρα του από την στενοχώρια της έπαθε στο μυαλό. Επίσης η αδελφή του αρρώστησε, γιατί την χτύπησε άγρια η θεία της. Όλη την ημέρα γύριζε στους δρόμους με ένα καλάμι και το βράδυ ερχόταν στο σπίτι για ύπνο.

Ο Μήτσος υπέμεινε τις βρισιές και τις φωνές της μητέρας του ήρεμα και χαμογελαστός. Του πετούσε στο πρόσωπο ότι εύρισκε μπροστά της. Αυτός πήγαινε, πλενόταν και ύστερα χαμογελαστός ρωτούσε την μητέρα του αν θέλη κάτι. Τον έβριζε με τα χειρότερα λόγια λέγοντάς του: «Τούρκε, βάρβαρε, λυκε», και αυτός δεν έλεγε τίποτε. Του έβαζε το μαχαίρι στο λαιμό, και αυτός χαμογελαστός δεν αντιδρούσε. Οι γείτονές του άκουγαν μέχρι αργά τη νύχτα τις φωνές τις μάννας του. Λόγω του ότι δεν κοιμόταν καλά ο Μήτσος, κατά την διάρκεια της ημέρας λιποθυμούσε και έπεφτε κάτω. Κάποια φορά από το πέσιμο έπαθε διάσειση και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο. Ζούσε αγόγγυστα μία μαρτυρική ζωή. Πάντα χαμογελαστός υπηρετούσε μάννα και αδελφή με υπομονή και αγάπη, μέχρι που εκοιμήθη η μητέρα του σε ηλικία 105 ετών.

Ο ίδιος ζούσε ασκητική ζωή. Κοιμόταν σε ένα κρεββάτι αποτελούμενο από δύο σανίδες που εστηρίζοντο πάνω σε δυο κασόνια. Ρούχα είχε μόνο μία αλλαξιά καλοκαιρινή και μία χειμωνιάτικη. Είχε μόνο τα απαραίτητα και αυτά απλά και φτωχικά. Το φαγητό του ήταν επίσης λιτό και ασκητικό. Δεκατρία μακαρόνια έβραζε ή μία κούπα όσπρια ή λίγες πατάτες και περνούσε όλη την ημέρα. Έκανε κάθε μέρα ενάτη, έτρωγε πάντα μόνο μία φορά την ημέρα και κάποιες μέρες δεν έτρωγε τίποτε. Δεν εδέχετο από τους άλλους δώρα και περιποιήσεις.

Ήταν σιωπηλός, έλεγε λίγα λόγια τα απαραίτητα και δεν κατέκρινε κανέναν. Είχε γράψει σε ένα χαρτόνι το ρητό: «Ο τηρών το εαυτού στόμα, τηρεί την εαυτού ψυχήν» (Παροιμ. 13, 3), και το είχε τοιχοκολλημένο. Δεν ξέφευγε περιττός και αργός λόγος από το στόμα του.

Και όπως λέγει ο Απ. Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, «εις τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακ. 3, 2).

Τέτοιος τέλειος ανήρ ήταν και ο ταπεινός και ολιγόλογος Μήτσος. Όταν τον ρωτούσαν κάτι πνευματικό, απαντούσε και συμβούλευε με λεπτότητα και αγάπη. Αγαπούσε την προσευχή και δεν σταματούσε να προσεύχεται μέρα-νύχτα. Είχε συνηθίσει να αγρυπνή, διότι δεν τον άφηναν οι φωνές της μητέρας του να κοιμηθή, και έτσι το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας προσηύχετο.

Ήξερε λίγα γράμματα, ήταν της Πέμπτης Δημοτικού, μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και αποστήθιζε προσευχές. Κάθε πήγαινε σε γνωστά του γειτονικά σπίτια και τους διάβαζε βιβλία πνευματικά. Ήταν πολύ ταπεινός και αφοσιωμένος στην προσευχή, γι’ αυτόν τον επεσκέπτοντο πολλοί για να τον συμβουλευθούν Κάποια νέα έδωσε εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και, ενώ ήταν άριστη μαθήτρια, δεν πέρασε. Ήταν πολύ στενοχωρημένη και πήγε μαζί με την μητέρα της στον Μήτσο να την παρηγορήση. Έκαναν όλοι μαζί Παράκληση και ύστερα είπε στη νέα: «Παιδί μου, μη στενοχωρήσαι, διότι ο Θεός για σένα άλλες πόρτες ετοιμάζει». Πράγματι, την επομένη χρονιά την πήραν χωρίς εξετάσεις, ως αριστούχο, στην Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιώς. Σε ένα χρόνο την ζήτησε σε γάμο κάποιος νέος με την προϋπόθεση να μη συνεχίση την φοίτησή της ούτε να εργασθή. Παντρεύτηκε, απέκτησε τέσσερα παιδιά και θυμήθηκε τα λόγια του Μήτσου. Θεώρησε ότι η μία πόρτα ήταν η σχολή και η άλλη ο γάμος.

Μετά τον μεγάλο σεισμό του 1981 στην Κόρινθο συζητήθηκε από μερικούς πιστούς ότι: «Να, κάτι τέτοιοι άνθρωποι σαν τον κυρ-Μήτσο προσεύχοντο και δεν έγιναν μεγάλες ζημιές στην Κόρινθο». (Δηλαδή δεν σκοτώθηκαν άνθρωποι, παρ’ όλο που ο σεισμός έγινε νύχτα).

Στην Εκκλησία πρώτος πήγαινε να λειτουργηθή και ήταν πάντα σκυφτός και προσεκτικός. Όταν ήταν να κοινωνήση όλοι παραμέριζαν για να περάση. Του έδιναν προτεραιότητα να κοινωνά πρώτος. Έπαιρνε το αντίδωρο στο τέλος και έφευγε. Όταν τον χαιρετούσαν, δεν σήκωνε το κεφάλι του να τους δη, αλλά σκυφτός αντιχαιρετούσε με ένα αχνό, γαλήνιο, πονεμένο μειδίαμα.

Μετά την συνταξιοδότηση του αφιερώθηκε περισσότερο στην προσευχή και στην Λατρεία. Παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις Λειτουργίες, σχεδόν κάθε μέρα αν εύρισκε, και κοινωνούσε συχνά. Όταν δεν υπήρχε ψάλτης, έψαλλε ο ίδιος.

Η χάρις του Θεού ήταν εμφανής στο ασκητικό του πρόσωπο. Ένα παιδάκι βλέποντας μια μέρα τον κυρ-Μήτσο που επέστρεφε από την Εκκλησία, είπε στον πατέρα του ότι κυρ-Μήτσος έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι του.

Κάποτε, όταν πήγε να κοινωνήση ένα παιδάκι είπε στην μητέρα του: «Μαμά, κοίτα, ο κυρ-Μήτσος πετάει φωτιές».

Συνέβη κάποτε ένα επεισόδιο έξω από το κατάστημα του και τον κάλεσαν ως μάρτυρα στη δίκη. Στενοχωριόταν και αγωνιούσε, γιατί δεν ήθελε να ορκιστή. Όταν κλήθηκε να καταθέση, του είπε ο Πρόεδρος: «Κύριε Αργυρόπουλε, από σας δεν έχομεν απαίτηση να ορκιστήτε, διότι είμαστε σίγουροι ότι θα μας πείτε την αλήθεια».

Η ηρεμία του και η ανεξικακία του ήταν παροιμιώδεις. Κάποιος τον χτύπησε με το ποδήλατό του, τον έρριξε κάτω και τον έβρισε κιόλας. Ο κυρ-Μήτσος σηκώθηκε, ξεσκονίστηκε και χαμογέλασε, χωρίς να πη τίποτε.

Έκανε κρυφά πολλές ελεημοσύνες. Τα δανεικά που του ζητούσαν, όταν τα επέστρεφαν δεν τα έπαιρνε. Εφάρμοζε το «μακάριον έστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. 20, 35). Βοηθούσε αρρώστους, φτωχούς και ορφανά. Πήγαινε τη νύχτα σε φτωχές οικογένειες με ένα καλάθι γεμάτο τρόφιμα, τα άφηνε στην πόρτα και έφευγε, χωρίς να τον ιδούν. Με άλλους αδελφούς ίδρυσαν το 1924 τον Ορθόδοξο Χριστιανικό Σύλλογο «Ο Απόστολος Παύλος». Ο φτωχός Μήτσος δώρισε το οίκημα, όπου κτίσθηκε αίθουσα του θείου κηρύγματος.

Συμβούλευε: «Όλους να αγαπάς και από όλους να απέχης», «Να αγαπάτε τους εχθρούς που σας έκαναν κακά», «Η προσευχή να μη σας λείπη. Πρώτα να προσεύχεσθε για τους ξένους και τους εχθρούς σας», «Προσπαθήστε να κάνετε πάντοτε το καλό και ποτέ το κακό», «Να κάνωμε προσευχή για όσους μας κατηγορούν», «Ο Θεός δίνει πολλές δοκιμασίες και πρέπει να κάνωμε υπομονή».

Χειρουργήθηκε τρεις φορές από βουβωνοκήλη. Στο Νοσοκομείο την Μεγάλη Εβδομάδα, κάνοντας υπακοή στους γιατρούς, έφαγε κρέας. Έφθασε μέχρι το θάνατο και ύστερα συνήλθε.

Είχε στο προσκέφαλο του ένα μπαουλάκι με μία αλλαξιά ρούχα για το αιώνιο ταξίδι. Το βιβλιάριό του με τις λίγες οικονομίες του το χάρισε σε ένα ανάπηρο παιδί. Τα δύο τελευταία χρόνια δεν επικοινωνούσε και εκοιμήθη σε ηλικία 97 ετών στις 21 Ιουνίου 1986, παραμονή της Πεντηκοστής, και ανήμερα της Πεντηκοστής έγινε η κηδεία του. Στον επικήδειο λόγο ο μακαριστός γυμνασιάρχης και πρώην Δήμαρχος Κορίνθου κ. Σήφης Κόλλιας άρχισε ως εξής: «Σήμερα η Κόρινθος κηδεύει τον άγιό της…».

Πράγματι, όλοι ανεγνώριζαν την αρετή του και τον εσέβοντο. Ήταν πρότυπο χριστιανού που ενέπνεε πολλούς. Πάντα χαμογελαστός, ήρεμος, ταπεινός, καρτερικός και σιωπηλός.

Πάνω στην πλάκα του τάφου του έγραψαν οι γνωστοί του: «Δημήτριος Αργυρόπουλος, ο ελεήμων».

Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.

«Ασκητές μέσα στον κόσμο – Β΄», Άγιον Όρος, 2012