Home ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ

17 ΙΟΥΝΙΟΥ

1955
Συναξάρι Ιουνίου
17 Ἰουνίου
  • Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσµαήλ
  • Ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Βασίλειος, Ἰννοκέντιος, Ἑρµείας, Φιλήκας καὶ Περεγρῖνος
  • Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ῥουφινιαναῖς
  • Ὁ Ἅγιος Φιλονείδης Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Κουρίου
  • Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἀναχωρητής
  • Ὁ Ὅσιος Πιώρ
Ο γιοι Μανουήλ, Σαβλ κα σµαήλ.

Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδέλφια ἀπὸ τὴν Περσία (ὁ πατέρας τους ἦταν πυρολάτρης, ἐνῷ ἡ µητέρα τους χριστιανὴ καὶ τοὺς µετέδωσε τὴ χριστιανικὴ ἀγωγή, ἐνῷ τὴ χριστιανικὴ µόρφωση κάποιος εὐλαβὴς ἱερέας ὀνόµατι Εὔνικος), καὶ εἶχαν ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποια ἀποστολή. Κατὰ τὸ διάστηµα τῆς ἐκεῖ παραµονῆς τους, συνέβη νὰ δοῦν στὴ Χαλκηδόνα τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό, ποὺ θυσίαζε στὰ εἴδωλα ἐν µέσῳ ποµπῆς. Τὸ θέαµα αὐτὸ τοὺς λύπησε πολὺ καὶ ἐξέφρασαν τὴν δυσαρέσκειά τους γιὰ τὸ κράτος, ποὺ ὁ ἡγέτης του γινόταν ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας. Κάποιοι καταδότες ὅµως, ποὺ τοὺς ἄκουσαν, τοὺς κατάγγειλαν στὸν Ἰουλιανό. Αὐτὸς διέταξε ἀµέσως οἱ τρεῖς Πέρσες ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ µὲ τὴν σειρὰ τοὺς ἀποκρίθηκαν, ὅτι τοὺς ἑαυτούς τους πρὸ πολλοῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ, καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ στὸν ὁποῖο εἶχαν παραδοµένη τὴν ψυχή τους, ἦταν ἕτοιµοι νὰ χύσουν γι᾿ Αὐτὸν τὸ αἷµα τους. Τότε ἄρχισε ὁ βασανισµός τους. Διαπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους τους µὲ µυτερὸ ἀντικείµενο, καὶ ἔκαψαν τὶς µασχάλες τους µὲ ἀναµµένες λαµπάδες. Κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἀλλ᾿ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Ὅταν µετὰ ἀπὸ λίγο ὁ Ἰουλιανὸς ἐξεστράτευσε κατὰ τῶν Περσῶν, σὲ κάποια µάχη, πληρώνοντας γιὰ τὶς ἁµαρτίες του, ἔπεσε νεκρὸς στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του.

γιος σαυρος κα ο σν ατ Βασίλειος, ννοκέντιος, ρµείας, Φιλήκας κα Περεγρνος.

Ὅλοι ἀγωνίστηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ στὴν Ἀπολλωνία, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Νουµεριανὸς (283-284 µ. Χ.). Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἦταν Ἀθηναῖοι καὶ ἀσπάσθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη ποὺ µὲ τόση θερµότητα εἶχε κηρύξει ὁ Ἄπ. Παῦλος στοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους. Ἀφοῦ συνδέθηκαν ἀδελφικὰ ἐν Χριστῷ καὶ µὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς, ὅλοι µαζὶ ἦταν πρότυπο ἐφαρµογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, δείχνοντας ἔτσι τὴν µεγάλη ἀγάπη τους σ᾿ Αὐτόν. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε πῶς θέλει νὰ τὸν ἀγαποῦν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν: «Ἐὰν ἀγαπᾶτε µε, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐµᾶς τηρήσατε». Δηλαδή, ἂν µὲ ἀγαπᾶτε, τηρῆστε τὶς ἐντολές µου καὶ δεῖξτε ἔτσι ὅτι ἡ ἀγάπη σας γιὰ µένα εἶναι ἀληθινὴ καὶ εἰλικρινής. Ἡ ζωή, λοιπόν, τῶν ἕξι ἀδελφικῶν φίλων, καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Τριπόντιο. Αὐτὸς µὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τοὺς κάνει νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μάταια, ὅµως. Αὐτοὶ ὁµολόγησαν Χριστὸν ἐσταυρωµένον. Τότε τοὺς ὑπέβαλε σὲ µία σειρὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἀλλὰ µὲ θαυµαστὸ τρόπο ἔµειναν ἀβλαβεῖς ἀπὸ αὐτὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φέρουν πολλοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τελικά τους ἀποκεφάλισαν.

σιος πάτιος ν ουφινιανας.

Αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ὀνωρίου καὶ Ἀρκαδίου (395-480) καὶ γεννήθηκε στὴ Φρυγία. Δεκαοκτὼ χρονῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴ Θρᾴκη, ὅπου ἔγινε µοναχὸς καὶ ἀσκήτευε σὲ κάποιο κοινόβιο. Ἀπὸ τὴν Θρᾴκη, µὲ ἄδεια τοῦ ἡγουµένου του πῆγε στὴ Χαλκηδόνα µὲ συνοδεία δυὸ ἄλλων µοναχῶν καὶ ἐκεῖ βρῆκε τὴν Μονὴ τοῦ Ῥουφίνου ἀκατοίκητη, ἔρηµη καὶ ἄγρια. Τότε ὁ Ὑπάτιος, µαζὶ µὲ τοὺς συνοδίτες του, τὴν καθάρισε ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια, ποὺ εἶχαν φυτρώσει ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ τὴν ἔκανε κατοικήσιµη. Διότι ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κτίτορα τῆς Μονῆς Ῥουφίνου, ὁ ὁποῖος καὶ τάφηκε σ᾿ αὐτή, οἱ µοναχοὶ ἐγκατέλειψαν αὐτὴ καὶ ἔτσι ἐρηµώθηκε. Στὴ Μονὴ αὐτὴ ὁ Ὑπάτιος, µαζὶ µὲ ἄλλους µοναχούς, πέρασε ἀρκετὰ χρόνια, ἐργαζόµενος καὶ τρεφόµενος ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του. Ἀλλὰ κατόπιν ἔφυγε καὶ πῆγε πάλι στὸ προηγούµενο κοινόβιό του στὴ Θρᾴκη. Ὅµως, οἱ µοναχοί της Μονῆς Ῥουφίνου ἦλθαν, τὸν ζήτησαν καὶ τελικὰ τὸν πῆραν στὴ Μονή τους σὰν ἡγούµενο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε µὲ ὁσιότητα καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύµατα ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράµατα. (Περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται ἡ µνήµη του, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 29η Μαΐου).

γιος Φιλονείδης εροµάρτυρας πίσκοπος Κουρίου.

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ἦταν ἐπίσκοπος Κουρίου, πόλη τῆς νότιας Κύπρου. Γιὰ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο συνελήφθη µαζὶ µὲ τρεῖς ἄλλους χριστιανοὺς καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ὅταν οἱ τρεῖς συγκρατούµενοί του – Ἀριστοκλής, Δηµητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος (+ 23 Ἰουνίου) – πέθαναν µαρτυρικά, νέο διάταγµα τοῦ βασιλιᾶ, προέτρεπε τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἀτιµάζουν παρὰ φύση τὰ σώµατα τῶν χριστιανῶν. Τότε ὁ Φιλονείδης γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν βέβαιη ἀτίµωση, ἔδεσε τὸ κεφάλι του, κάλυψε τὸ πρόσωπο µὲ τὸ ῥοῦχο του καὶ ἔπεσε πρὸς τὰ κάτω, ἀπὸ µέρος ὑψηλό. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόµα τὸ σῶµα του φτάσει κάτω στὴ γῆ, ἡ ψυχή του πέταξε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὸ σῶµα του νεκρό, τὸ ἔβαλαν µέσα σ᾿ ἕνα σάκκο καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Ὁπότε τὸ βρῆκαν στὴν παραλία οἱ πιστοί, τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἔθαψαν µὲ τιµές. Τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἀρίστων.

σιος ωσφ ναχωρητής.

Ὑπῆρξε διάσηµος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Γιὰ νὰ ἀποφεύγει τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσµου, ἀποσυρόταν µὲ τοὺς µαθητές του καὶ προσευχόταν καὶ ἔψαλλε. Μὲ τέτοιο πνεῦµα ἀρετῆς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Γι᾿ αὐτὸν γράφει ὁ Εὐεργετινός.

σιος Πιώρ.

Ἡ βιογραφία του βρίσκεται στὸ Λαυσαϊκό. Ἦταν ἀσκητὴς Αἰγύπτιος, ὁ ὁποῖος ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ σπίτι του για τὴν ἔρηµο καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ µὴ δεῖ ποτὲ πλέον τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς του. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἡ ἀδελφή του, γερόντισσα πιά, ἔµαθε πὼς ζεῖ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν δεῖ µὲ τὴν µεσιτεία τῶν πατέρων τῆς Σκήτης. Τότε ὁ ἀββᾶς Πιώρ, πῆγε στὸ σπίτι της, στάθηκε στὴν πόρτα, χωρὶς νὰ µπεῖ µέσα στὸ σπίτι καὶ µὲ κλειστὰ τὰ µάτια του, συνοµίλησαν µὲ τὴν ἀδελφή του. Καὶ χωρὶς νὰ τὴν δεῖ καθόλου, ἔφυγε πάλι στὴν ἔρηµο, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικά.