Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Όσιος Πορφύριος: Απ’ το ζήλο μου μερικές φορές ξέφευγα

Όσιος Πορφύριος: Απ’ το ζήλο μου μερικές φορές ξέφευγα

675

Απ’ το μεγάλο μου ζήλο, όμως, μερικές φορές ξέφευγα. Ο ζήλος με οδηγούσε σε υπερβολές. Έκανα κι ασκήσεις χωρίς ευλογία. Αλλ’ αυτό είναι εγωισμός. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Ακούστε με.

Οι Γέροντές μου λείπανε όλη την ημέρα σε δουλειές και μ’ αφήναν μόνο στο κελλί μου. Εγώ έκανα εργόχειρο. Το εργόχειρό μας ήταν, όπως σας είπα, τα ξύλινα σκαλιστά. Εμένα δεν μου την είχαν δείξει ακόμη τη δουλειά ολόκληρη. Φοβόντουσαν μήπως φύγω.

Μια μέρα, λοιπόν, παίρνω ένα ωραίο άσπρο ξύλο και πέρασα πάνω σ’ αυτό ένα σχέδιο. Έφτιαξα ένα κοτσυφάκι πολύ ωραίο, με κίνηση και με τα φτερά του πίσω να τσιμπάει ένα σταφύλι. Το σταφύλι κρεμόταν από ένα κλαδί κληματαριάς, που είχε και δυό τρία φύλλα. Από κάτω ο κότσυφας είχε κολλήσει το ράμφος του. Έγινε πολύ ωραίο. Το είχα περάσει και με γυαλόχαρτο. Όταν οι Γέροντές μου επέστρεψαν, πήγα να βάλω μετάνοια. Το παίρνω μαζί μου και λέω στον παπα-Ιωαννίκιο:

– Κοίταξε τι έφτιαξα!
Μόλις το είδε, γούρλωσε τα μάτια κι έβαλε τις φωνές:
– Ποιος σου είπε να το φτιάξεις, ρώτησες κανέναν;
Το αρπάζει, το πετάει κάτω, το κάνει χίλια κομμάτια, που λέει ο λόγος.

– Να πας γρήγορα να το πεις στον Γέροντα, μου λέγει.

Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και ζήτησα συγνώμη. Δεν το ήξερα και τους στενοχώρησα.

– Γιατί κάνεις πράγματα και δεν ρωτάεις; Πήγαινε γρήγορα στον Γέροντα, δείξε τα κομμάτια κι εξομολογήσου.

Πήγα αμέσως στον Γέροντα, του έδειξα τα κομμάτια και μου λέει:

– Παιδί μου, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό. Χωρίς ευλογία δεν γίνεται τίποτα. Έτσι μπορείς να πλανηθείς και να χάσεις την χάρι του Θεού. Έβαλα μετάνοια, ζήτησα συγνώμη με απλότητα και απάθεια. Όχι μόνο δεν με πείραξε το μάλωμα, αλλά μέσα μου έλεγα: «Οι Γέροντές μου έπρεπε να μου φερθούνε πιο αυστηρά, να με τιμωρήσουν».

Κάποια άλλη φορά, όμως έκανα και μία ανυπακοή ενσυνείδητη. Μια μέρα, προτού φύγουν οι Γέροντες για δουλειά, μου λέει ο μεγάλος Γέροντας:

– Βλέπεις εκεί πάνω στο ράφι ψηλά το βιβλίο; Δεν θα το πειράξεις. Δεν κάνει, είσαι μικρός. Πιο πέρα, που θα γίνεις πιο καλός, πιο ταπεινός, θα το διαβάσεις.

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης στο Άγιο Όρος

Αυτό για μένα ήταν νόμος. Καθόλου δεν κοίταζα προς τα κει. Αλλά μια μέρα που έφυγαν οι Γέροντες για την Κερασιά, μου ήλθε περιέργεια. Επήγα και στάθηκα εκεί απέναντι και κοίταζα. Ήταν ψηλά. Εγώ, μικρός, δεν το έφθανα, και το ‘φερα, λοιπόν, γύρω, το ‘φερα γύρω…«Ε, λέω μέσα μου, τουλάχιστον να δω τι λέει». Λοιπόν, έβαλα ένα σκαμνί, ανέβηκα πάνω, το έφθασα, το κατέβασα. Τι κρίμα! Τα γράμματα ήταν όλα μπερδεμένα, σαν ξένη γλώσσα. Ήταν με το χέρι γραμμένα. Με το χέρι. Μεγάλο βιβλίο, πολύ μεγάλο βιβλίο, χοντρό. Δεν μπορούσα να καταλάβω εκείνο το «διά», το «γαρ» κ.λπ., μετά τα έμαθα. Αλλά και κάτι γράμματα… Και σίγμα, κάτι…πω, πω, πω! Πώς να σας το πω πως ήταν! Ήταν χειρόγραφα. Ήταν το βιβλίο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Αλλά πολύ μεγάλο βιβλίο και χοντρά φύλλα. Πω, πω, πω! Πήγαινε πολλά κιλά. Λοιπόν, έλα τώρα να το διαβάσω! Δεν μπορούσα. Το έβαλα πάλι πάνω.

Αλλά μετά απ’ αυτό μ’ έπιασε στενοχώρια, ταραχή, λύπη. Ούτε δουλειά, ούτε προσευχή. Τίποτα. Άλλες φορές, όταν λείπανε οι Γέροντές μου, πήγαινα μες στην εκκλησία, κατανυγόμουνα κι είχα κι ωραία φωνή, γι’ αυτό και έψαλλα. Έλεγα τροπάρια, μοιρολογούσα τρόπον τινά. Ήταν κατανυκτικά και μου άρεσαν και συγκινιόμουν. Δεν επήγα, όμως, στην εκκλησία αυτή τη φορά μετά την παρακοή. Εβγήκα έξω, εκάθισα στο πεζούλι και στενοχωρημένος αντίκριζα το Αιγαίον Πέλαγος. Εκάθισα και εκοίταζα τη θάλασσα. Δεν ήθελα να πω ούτε το «Κύριε Ιησού Χριστέ». Ωχ, με καταλάβατε; Κατήφεια μεγάλη. Πάει, λοιπόν, δεν επήγα στην εκκλησία, δεν έλεγα το «Κύριε Ιησού Χριστέ». Μ’ έπιασε μελαγχολία. Ε, είχα πίστη στον Θεό, αλλά δεν ήθελα να παραβώ και την εντολή των Γερόντων. Τον Θεό Τον αισθανόμουνα, αλλά δεν ήθελα να στενοχωρήσω και άνθρωπο. Δεν ήθελα να γίνει αιτία να λυπηθεί κανείς. Τι να κάνω…Ωχ…!

Έτσι το βραδάκι ήλθαν οι Γέροντες. Τι να κάνω ο καημένος; Είπα να τους το πω. Δεν μπόρεσα. Στην εκκλησία πήγα, επειδή έπρεπε να πάω με τους Γέροντες. Διαβάσαμε εσπερινό, διαβάσαμε απόδειπνο. Δεν το είπα. Επήγα πάνω στο κελλί, στην «κάβια» -έτσι λέγανε τα δωμάτια. Δεν έκανα μετάνοιες, ούτε κανόνα, δεν έκανα κομποσχοίνι. Ξαπλώθηκα κι έβλεπα πως θα είμαι, όταν πεθάνω, μες στην κάσα. Ε, και στενοχωρέθηκα. Και πάλι το πρωί χτύπησε το κουδουνάκι. Κατεβήκαμε, διάβασα εκεί, τελειώσαμε τον όρθρο. Ε, είπαμε το «δι’ ευχών». Εβγήκαμε έξω. Φύγαμε απ’ την εκκλησία, για να πάμε στην τραπεζαρία. Κι εγώ δεν άντεξα περισσότερο. Τράβηξα λίγο απ’ το μανίκι τον Γέροντά μου, τον εξομολόγο, και του λέω:

– Σε θέλω λίγο, Γέροντα.
Κι αμέσως εκείνος εγύρισε πίσω κι επήγαμε πάλι στην εκκλησία και του το είπα.

– Είμαι στενοχωρημένος, του λέω. Έκανα παρακοή. Μου είχες πει να μην αγγίξω το βιβλίο κι εγώ το είδα κι από τη στιγμή αυτή δεν μπορώ να βρω ησυχία. Ούτε «Κύριε Ιησού Χριστέ», ούτε κανόνα, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοιες.

– Ε, μου λέει, παιδί μου, δεν σου είπα; Γιατί το έκανες αυτό;
– Γέροντα, συγχώρα με, μ’ έβαλε ο πειρασμός και πάρα πολύ στενοχωρέθηκα. Συγχώρα με και με την ευχή σου στο εξής θα προσέχω να μη σου κάνω παρακοή.

Και μου διάβασε ευχή. Ωπ! Και ξέρετε; Μου ‘φυγαν όλα! Είχα ένα καλό· μόλις εξομολογιόμουνα στον Γέροντά μου –δόξα Σοι ο Θεός!- μου περνούσαν όλα αμέσως. Κάθε φορά που εξομολογιόμουνα, μου ερχόταν μία μεγάλη χαρά κι έδινα πολύ τον εαυτό μου σε προσευχή. Πίστευα ότι τα είπα στον Θεό. Ότι πάλι είμαι με τον Θεό. Ε, πόσο δυνατό το είχα αυτό το πράγμα μέσα μου! Δεν το φαντάζεσθε! Και βλέπω τώρα κάποιους να λένε: «Πρόσεξε μην το μάθει ο Γέροντας!». Καταλάβατε…Ενώ σ’ εμάς μέχρι τα μύχια της καρδιά μας ήταν ο Γέροντας.

Τους αγαπούσα πολύ τους Γέροντες, αν και εκείνη την εποχή όλοι οι δόκιμοι κι οι υποτακτικοί αγαπούσαν τους Γέροντες τους. Έπειτα από τον Θεό ήταν η γνώμη του Γέροντα. Άμα έκανες κάτι αντίθετο, παρακοή, δεν έπρεπε ούτε να μεταλάβεις, ούτε, ούτε…

Απόσπασμα από το βιβλίο: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008