Home ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

1920
Συναξάρι Απριλίου
10 Απριλίου
  • Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Ἀφρικανός, Μάξιµος, Ποµπήϊος καὶ ἄλλοι 36
  • Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Ἀναξαµένης, Ἀνάξανδρος (ἢ Ἀνάξαρχος), Ἀριστείδης, Δηµάρατος, Δηµοκλῆς, Δηµοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαµεινώνδας, Ἐτεοκλῆς, Ζήνων, Ἠλίας, Ἠρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἠφαιστίων, Θεµιστοκλῆς, Θεόδωρος, Θεόφραστος, Θησεῦς, Θωµᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὄµηρος, Παρµενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυνίκης, Προµηθεῦς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιµόθεος, Τίτος, Φιλοποίµην, Φωκίων, Χρόνης (ἢ Χρόνιος), οἱ 40 ἐξ Ἀφρικῆς Μάρτυρες (+ 249-251)
  • Ἡ Προφήτιδα Ὄλδα
  • Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ πρεσβύτερος καὶ Ἄζας ὁ διάκονος
  • Οἱ Ἅγιοι Μακάριος, Ζήνων, Ἀλέξανδρος καὶ Θεόδωρος
  • Ὁσιοµάρτυρες Ἱερᾶς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης
  • Ὁ Ἅγιος Δῆµος (ἢ Δηµήτριος)
  • Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
  • Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Ξενοφωντινός
 

Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Ἀφρικανός, Μάξιµος, Ποµπήϊος καὶ ἄλλοι 36

Ὁ καυτὸς ἄνεµος τῆς Ἀφρικῆς δὲν ἄργησε νὰ φέρει τὴν διαταγὴ τοῦ Δεκίου, ποὺ διέταξε ἀνελέητο διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ἡ ἀφρικανικὴ χριστιανικὴ κοινότητα ὑπέστη φοβερὴ δοκιµασία. Μπροστὰ στὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο ἔπεφταν στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας. Μπροστὰ στὸ µεγάλο αὐτὸ κίνδυνο, 40 χριστιανοὶ µὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιµο καὶ Ποµπήϊο, ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ νὰ ἐνθαῤῥύνουν, ἔτσι, τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανούς. Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, µπροστὰ στὸν ἡγεµόνα Φουρτουνάτο καὶ ὁµολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ ἡγεµόνας διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Τότε ὁ ἕνας ἐνίσχυε τὸν ἄλλο µὲ τὰ λόγια του Κυρίου µας: «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶµα, τὴν δὲ ψυχὴν µὴ δυναµένων ἀποκτεῖναι». Μὴ φοβηθεῖτε, δηλαδή, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶµα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναµη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Ὅταν ὁ ἡγεµόνας εἶδε ὅτι µὲ τὰ βασανιστήρια δὲν κατάφερνε τίποτα, διέταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἐνῷ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, αὐτοὶ ἔψαλλαν: «Ἔσωσας ἡµᾶς, Κύριε, ἐκ τῶν θλιβόντων ἡµᾶς καὶ τοὺς µισοῦντας ἡµᾶς κατῄσχυνας», ποὺ σηµαίνει, µᾶς ἔσωσες, Κύριε, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ µᾶς θλίβουν καὶ καταντρόπιασες αὐτοὺς ποὺ µᾶς µισοῦν (Ἡ µνήµη τους σὲ ὁρισµένους Συναξαριστὲς περιττῶς ἀναφέρεται στὴν 23η καὶ 28η Ὀκτωβρίου).

Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Ἀναξαµένης, Ἀνάξανδρος (ἢ Ἀνάξαρχος), Ἀριστείδης, Δηµάρατος, Δηµοκλῆς, Δηµοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαµεινώνδας, Ἐτεοκλῆς, Ζήνων, Ἠλίας, Ἠρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἠφαιστίων, Θεµιστοκλῆς, Θεόδωρος, Θεόφραστος, Θησεῦς, Θωµᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὄµηρος, Παρµενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυνίκης, Προµηθεῦς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιµόθεος, Τίτος, Φιλοποίµην, Φωκίων, Χρόνης, (ἢ Χρόνιος) οἱ 40 ἐξ Ἀφρικῆς Μάρτυρες (+ 249-251)

Ἡ µνήµη τους συναντᾶται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη τους. Ἴσως νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ πάνω 36 µάρτυρες, ποὺ µαρτύρησαν µαζὶ µὲ τοὺς Ἁγίους Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιµο καὶ Ποµπήϊο.

Ἡ Προφήτιδα Ὄλδα

Ἡ Ἅγια Γραφὴ ἀναφέρει τὴν Ὄλδα στὸ Βιβλίο Δ´ Βασιλειῶν κβ´ 15-17. Ἔζησε στὰ χρόνια Ἰωσίου καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴµ ἐν τῇ Μασενᾷ.

Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ πρεσβύτερος καὶ Ἄζας ὁ διάκονος

Ἔζησαν καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τοῦ χριστιανοµάχου βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, Σαπὼρ τοῦ Β´. Ὁ πρεσβύτερος Ἰάκωβος ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Φαραθὰ καὶ ὁ διάκονος Ἄζας ἀπὸ τὸ χωριὸ Βιθυκορά. Καταγγέλθηκαν σὰν χριστιανοὶ καὶ ἀνακρίθηκαν µπροστὰ στὸν ἀρχιµάγο Ἀχοσχαργάν. Ἐπειδὴ ὅµως παρέµειναν στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀρχὴ τοὺς κτύπησαν σκληρὰ καὶ κατόπιν τοὺς ἄφησαν γυµνοὺς τὴν νύκτα, µέσα σὲ δριµὺ καὶ ἀφόρητο ψῦχος. Τὸ πρωΐ, ποὺ µόλις ἀνέπνεαν, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τῆς πίστης διατηροῦσε ὅλο τὸ σφρῖγος καὶ τὴν ἀκµή της στὶς ψυχές τους, τοὺς ῥώτησαν:  – «Ἀπαρνεῖστε ἐπὶ τέλους τὸν Ἰησοῦ;» – «Νὰ πεθάνουµε θέλουµε γι᾿ Αὐτόν», ἀπάντησαν οἱ µάρτυρες. Τότε ὁ ἄρχοντας διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.

Οἱ Ἅγιοι Μακάριος, Ζήνων, Ἀλέξανδρος καὶ Θεόδωρος

Μαρτύρησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251) καὶ ἡγεµόνα Φουρτουνάτου στὴν Ἀφρική. Μαζὶ µὲ πολλοὺς ἄλλους µάρτυρες (40) ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στὴν προσταγὴ τοῦ ἡγεµόνα ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Συνελήφθησαν καί ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν τὴν ἴδια µέρα µὲ τοὺς Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιµο καὶ Ποµπήϊο, ποὺ µνηµονεύονται αὐτὴ τὴν µέρα, ἀλλὰ καὶ τὴν 28η Ὀκτωβρίου.

Ὁσιοµάρτυρες Ἱερᾶς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης

(Βλέπε βιογραφία τους στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.).

Ὁ Ἅγιος Δῆµος (ἢ Δηµήτριος)

Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀζοὺν Κιουπροὺ (µακριὰ γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀδριανουπόλεως. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ψαρᾶ καὶ ἐργαζόταν σὲ κάποιο ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σµύρνης. Ἦλθε σὲ προστριβὴ µὲ τὸν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε ὅτι δῆθεν ὁ Δῆµος ὁρκίστηκε νὰ γίνει Τοῦρκος. Ὁδηγήθηκε µὲ ψευδοµάρτυρες στὸν κριτὴ καὶ ἀφοῦ ἐπέµενε σταθερὰ στὴν πίστη του, ῥίχτηκε στὴν φυλακὴ καὶ βασανίστηκε φρικτὰ µὲ διάφορα ξύλα καὶ ἄλλα µέσα. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ (τρεῖς φορές), ὁ Δῆµος συνεχῶς ὁµολογοῦσε τὸν Χριστό. Τότε ὁ κριτὴς τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο µὲ ἀποκεφαλισµό, γεγονὸς ποὺ συνέβη στὶς 10 Ἀπριλίου 1763, ἡµέρα Πέµπτη, στὴν Σµύρνη. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε µὲ τιµὲς στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Σµύρνη. Ὁ τάφος του ἔγινε προσκύνηµα τῶν πιστῶν, ποὺ τοὺς παρεῖχε πολλὰ ἰάµατα.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Γεννήθηκε στὴν Δηµητσάνα τῆς Ἀρκαδίας τὸ 1745 ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, τὸν Ἰωάννη Ἀγγελόπουλο καὶ τὴν Ἀσηµίνα, τὸ γένος Παναγιωτόπουλου. Τὸ πρῶτο του ὄνοµα ἦταν Γεώργιος. Ἔµαθε τὰ πρῶτα του γράµµατα στὴν Δηµητσάνα ἀπὸ τὸν διδάσκαλο ἱεροµόναχο Μελέτιο, θεῖο καὶ ἀνάδοχο αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τὸν ἱεροµόναχο Ἀθανάσιο Ῥουσόπουλο. Κατόπιν, στὰ εἴκοσί του χρόνια, πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ µαθήτευσε γιὰ δυὸ χρόνια κοντὰ στὸν µεγάλο διδάσκαλο Δηµήτριο Βόδα. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὸ 1767, πῆγε στὴν Σµύρνη καὶ παράµεινε κοντὰ στὸν θεῖο του, Ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθῶντας µαθήµατα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴν συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν Πάτµο, ὅπου ἄκουσε µαθήµατα φιλοσοφικῆς ἀπὸ τὸν Δανιὴλ τὸν Κεραµέα. Ἀπὸ τὴν Πάτµο, πῆγε γιὰ λίγο σὲ κάποια Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Γρηγόριος καὶ ξαναγύρισε στὴν Πάτµο. Κατόπιν, ὁ μητροπολίτης Σµύρνης, Προκόπιος (ποὺ ἦταν Μεσσήνιος), τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε πρεσβύτερος, ἦλθε στὴν Δηµητσάνα καὶ ἔδωσε διὰ τοῦ διδασκάλου Ἀγαπίου Λεονάρδου 1.500 γρόσια, προκειµένου νὰ γίνουν δωµάτια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων σπουδαστῶν καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴν Σµύρνη. Στὶς 19 Αὐγούστου 1785 ἐξελέγη Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης καὶ ἐνθρονίστηκε τὴν 9η Μαΐου τοῦ ἴδιου χρόνου. Στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο ἔµεινε µέχρι τὸν Δεκέµβριο τοῦ 1798. Ἐπέδειξε ζῆλο καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν ἀνύψωση τῆς παιδείας τοῦ Γένους καὶ τὴν παγίωση τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήµατός του. Ἀνακαίνισε τὰ κτίρια τοῦ Πατριαρχείου, ἵδρυσε µεγάλο τυπογραφεῖο, ποὺ ἐξέδιδε κοινωφελῆ συγγράµµατα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ «Κιβωτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας». Θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Πύλη ἀνίκανος νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν λαῶν κάτω ἀπὸ τὸν τούρκικο ζυγό, καθαιρέθηκε τὸν Δεκέµβριο 1798 καὶ ἐξορίστηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέµεινε µέχρι τὸν Σεπτέµβριο τοῦ 1806, γενόµενος διδάσκαλος καὶ σύµβουλος τῶν µοναχῶν. Ἐπὶ σουλτάνου Σελήµ, ἀνακλήθηκε στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο (Σεπτέµβριος 1806) καὶ παρέµεινε µέχρι τὸν Δεκέµβριο τοῦ 1808. Κατὰ τὴν δεύτερη Πατριαρχία του, ὁ Γρηγόριος ἀπελάθηκε καὶ πάλι τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου. Πῆγε στὴν Πριγκηπόνησο σὰν ἐξόριστος, ἀσχολήθηκε µὲ διάφορες µελέτες καὶ ἔπειτα πῆγε πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὶς 14-12-1818 κλήθηκε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Γρηγόριος στὸν Οἰκουµενικὸ Θρόνο, ὅπου παρέµεινε µέχρι 10 Ἀπριλίου 1821. Κατὰ τὴν τρίτη αὐτὴ πατριαρχία του, ἵδρυσε «κιβώτιον ἐλέους», ἀναδιοργάνωσε τὸ Πατριαρχικὸ τυπογραφεῖο καὶ µερίµνησε γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς παιδείας, ποὺ τότε κινδύνευε ἀπὸ νεωτερίζοντα φιλοσοφικὰ ῥεύµατα. Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τὸν θάνατο πολλῶν Ἑλλήνων ἐπισήµων καὶ προβλέποντας τὸν δικό του θάνατο νὰ πλησιάζει, ὁ Γρηγόριος ἔµενε ἀτάραχος, ἀπτόητος καὶ πιστὸς στὸ ποιµαντικό του καθῆκον, ἀποκρούοντας τὶς συνεχεῖς συστάσεις τῆς Ῥῶσικης πρεσβείας, καθὼς καὶ τῶν ὁµογενῶν προκρίτων στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ δραπετεύσει ἀπὸ ἀσφαλῆ δρόµο γιὰ τὸ καλό του Ἔθνους. Μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πασχαλινῆς θείας Λειτουργίας καὶ κατὰ τὴν 10η πρωϊνή, συνελήφθη µέσα στὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Οἱ δήµιοι τὸν ὁδήγησαν στὶς φυλακές, ὅπου τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν πίεζαν νὰ δεχτεῖ τὸν Ἰσλαµισµό. Ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Μάταια κοπιάζετε. Ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν, Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνει». Τότε τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν δεµένο στὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος γονάτισε, ἔκανε τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ περίµενε τὸν ἀποκεφαλισµό του. Ἀλλὰ κάποιος δήµιος τὸν κλώτσησε, τὸν σήκωσε ἐπάνω καὶ τὸν µετέφεραν στὶς Πύλες τοῦ Πατριαρχείου, ὅπου σὲ µία ἀπ᾿ αὐτές, µὲ φρικτὸ τρόπο τὸν κρέµασαν. Κατόπιν παραδόθηκε στὸν τούρκικο ὄχλο, ποὺ ἀλαλάζοντας τὸν ἔσυρε µέχρι τὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναρίου. Ἐκεῖ τὸν παρέλαβαν οἱ δήµιοι καί, ἀφοῦ τρύπησαν ὅλο τὸ σῶµα του, ἔδεσαν στὸν λαιµό του ὀγκολίθους καὶ τὸν πέταξαν µέσα στὸν Κεράτιο κόλπο. Μὲ θεία οἰκονοµία ὅµως, οἱ ὀγκόλιθοι λύθηκαν καὶ τὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχη ἐθεάθη κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες κοντὰ στὸν Γαλατᾶ. Τὸ παρέλαβε κρυφὰ ὁ πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιὰ καὶ τὸ µετέφερε στὴν Ὀδησσό, ὅπου κηδεύτηκε µὲ αὐτοκρατορικὲς τιµές. Τὸ 1871 µεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐναποτέθηκε µὲ τιµὲς στὸν ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ τὸ ἑπόµενο ἔτος στὸν Ναὸ τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν µέσα σὲ µεγαλοπρεπῆ τύµβο. Στὶς 10-4-1921 αὐτὸς ὁ νέος ἱεροµάρτυρας τῆς πίστης µας, διακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπὸ σύνοδο 25 ἀρχιερέων στὴν Ἀθήνα καὶ παραµένει στὴν συνείδηση τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνικοῦ Λαοῦ φωτεινὸ ἀστέρι αὐτοθυσίας γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν Πατρίδα. Γιὰ τὴν µαρτυρικὴ µορφὴ καὶ αὐτοθυσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ ἔχουν γραφεῖ πλεῖστα ὅσα. Ἐδῶ, ἁπλὰ καὶ συνοπτικά, ἀναφερόµαστε στὴν σχέση του µὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ζακύνθου. Ὁ κατὰ κόσµον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, φτωχόπαιδο ἀπὸ τὴν Δηµητσάνα σὲ νεαρὴ ἡλικία φτάνει στὴν Μονὴ τῶν Στροφάδων ὅπου κείρεται Μοναχός, λαµβάνοντας τὸ ὄνοµα Γρηγόριος. Ἕνα χρόνο µετὰ τὸν ἀπαγχονισµὸ ἀνήµερα τοῦ Πάσχα, τὸ 1821, τὸν ἐξευτελισµὸ καὶ τὴν µεταφορὰ τοῦ Λειψάνου Του στὴν Ὀδησσό, ὁ Ζακυνθινὸς ἱερωµένος Οἰκονόµος Νικόλαος Κοκκίνης (µετέπειτα Μητροπολίτης Ζακύνθου), ἐφηµέριος τότε τοῦ παλαίφατου Ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας στὸ Τζάντε καὶ φλογερότατος Φιλικός, συνθέτει Ἀκολουθία πρὸς τιµὴν τοῦ νέου ἱεροµάρτυρα. Τὸ 1871 ὁ λόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Κατραµὴς συµµετέχει στὴν Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν µετακοµιδὴ τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν Ὀδησσό. Πρὶν τὴν ἀναχώρηση ὁ Κατραµὴς ἐκφωνεῖ λογύδριο, κατ᾿ ἀπαίτησιν τῶν ὁµογενῶν. Τὴν ἴδια χρονιά, ἕνα ἄλλο µέλος τῆς Συνοδικῆς ἐκείνης Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Μετακοµιδή, ὁ ἀρχιµανδρίτης Ἀβέρκιος Λαµπίρης ἐκδίδει στὴν Ἀθήνα γιὰ λειτουργικὴ χρήση τὴν Ἀκολουθία τοῦ Κοκκίνη του 1822. Ἀξιοσηµείωτο εἶναι, ὅτι ὁ Διονύσιος Σολωµὸς στὸ πολύστιχο ποίηµά του «Ὕµνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν» ἀποτυπώνει µὲ τὴν ἀπαράµιλλη δύναµη τοῦ λόγου του, τὴν κοινή του Γένους πεποίθηση γιὰ τὴν συµβολικὴ ἀξία τοῦ µαρτυρικοῦ τέλους τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου: «.. Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ, καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ. Ὅλοι κλαῦστε. Ἀποθαµένος ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς κλαῦστε, κλαῦστε κρεµασµένος ὡσὰν νἄτανε φονιάς. Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόµα π᾿ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ τ᾿ Ἅγιον Αἷµα, τ᾿ Ἅγιον Σῶµα λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ εἰς ὁποῖον δὲν πολεµήση καὶ ἠµπορεῖ νὰ πολεµῇ. … ». [στροφὲς 134-139].

Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Ξενοφωντινός

Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς µαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη του στὶς 10 Ἀπριλίου 1821, κατὰ τὴν ἡµέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διὰ ξίφους. Ἦταν γέρων στὴν ἡλικία καὶ ὁ τόπος τοῦ µαρτυρίου του ἡ Κωνσταντινούπολη.

 

Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη