Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Ελπίδα Ξανθοπούλου

Ελπίδα Ξανθοπούλου

1133
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Ελπίδα Ξανθοπούλου
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Ελπίδα Ξανθοπούλου

Η Ελπίδα, το γένος Μπαλτατζίδου γεννήθηκε το 1907 στον Πόντο. Έμεινε ορφανή από πατέρα όταν ήταν μικρή. Το 1914 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε κάποιο χωριό στο Κιλκίς. Πέρασαν δύσκολα χρόνια, γιατί υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Η μικρή Ελπίδα δεν πήγε σχολείο, δεν έμαθε γράμματα, γιατί εργαζόταν σκληρά στα καπνά και όπου αλλού εύρισκε για να συντηρήση την χαροκαμένη μάννα της, η οποία εκτός από τον σύζυγό της έχασε έναν γυιό στον Μικρασιατικό πόλεμο, δύο κόρες και άλλον έναν γυιό από ελονοσία. Η Ελπίδα, η ορφανή προσφυγοπούλα, άντεξε τη φτώχεια, την προσφυγιά, την ορφάνια, γιατί είχε πίστη στον Θεό από τον οποίο έπαιρνε δύναμη και παρηγοριά.

Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου παντρεύτηκε τον Θεόφιλο Ξανθόπουλο και απέκτησε δύο αγόρια και ένα κορίτσι, την Ανθούλα. Το 1960 μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Πάντα αγαπούσε και σύχναζε στην Εκκλησία και, όταν τα παιδιά της αποκαταστάθηκαν και ο σύζυγός της εκοιμήθη, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στο έργο του Θεού.

Νήστευε πάρα πολύ. Έκανε τριήμερα χωρίς καθόλου φαγητό και γινόταν κάτωχρη. Την έβλεπαν τα παιδιά της εξαντλημένη και ανησυχούσαν. Έκανε πολλές μετάνοιες. Γέμιζε την χούφτα της με φασόλια και σε κάθε στρωτή μετάνοια άφηνε και ένα φασόλι μέχρι να τελειώσουν. Έπειτα πάλι τα μάζευε στην χούφτα της και ξανάκανε μετάνοιες. Έτσι τις μετρούσε.

Διατηρούσε ακοίμητο το καντηλάκι της και περνούσε την ημέρα της λέγοντας την ευχή με το κομποσχοίνι καθισμένη στον καναπέ. Την ρώτησε γνωστός της φοιτητής να του πη κάτι για την ευχή και η γιαγιά Ελπίδα του είπε: «Τι να σου πω, παιδί μου! Τώρα τάχασα όλα γιατί αδίκησα τα παιδιά μου. Παλαιότερα έλεγα την ευχή συνέχεια μέσα μου. Έφτιαχνα μια Εκκλησία στο χωριό μου και πήγαινα με τα πόδια τις νύχτες πριν ξημερώση. Κρατούσα στο χέρι το κομποσχοίνι, έλεγα την ευχή και σαν να ήμουν πάνω σ’ ένα συννεφάκι φουρ-φουρ. Πήγαινα και δεν καταλάβαινα πότε έφτανα. Άλλες φορές συναντούσα σκυλιά μαζεμένα καθώς βάδιζα και εκείνα γαύγιζαν απειλητικά εναντίον μου. Τα σταύρωνα με το κομποσχοίνι και αυτά κάθονταν κάτω και σταματούσαν να γαυγίζουν. Έτσι περνούσα χωρίς να με πειράξουν».

Η γιαγιά Ελπίδα ήταν πολύ φιλακόλουθη και αγαπούσε ιδιαίτερα τις ολονύκτιες αγρυπνίες. Εξωμολογείτο και κοινωνούσε. Στα γεράματά της που αδυνατούσε να πηγαίνη συχνά στις αγρυπνίες, έλεγε στενοχωρημένη. «Χαρά σε σας που πάτε στην Εκκλησία. Εγώ πάει πια «τούρκεψα». Ο κόσμος πάει στις αγρυπνίες και εγώ κάθομαι ξαπλωμένη». Αλλά κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή φορούσε το μαντήλι της, έπαιρνε το μπαστουνάκι της και πήγαινε να εκκλησιαστή. Από ευλάβεια πήγε τρεις φορές στην ζωή της στους Αγίους Τόπους να προσκυνήση.

Η γιαγιά Ελπίδα ήταν άνθρωπος θυσίας και προσφοράς. Τα χρήματα από την σύνταξή της και όσα συγκέντρωνε από άλλους, τα πρόσφερε στον Χριστό.

Κυρίως η Ελπίδα βοήθησε στην επέκταση της Εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου του χωριού της Πικρολίμνη, και στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σ’ ένα κοντινό χωριό.

Εκτός από τις Εκκλησίες του χωριού της βοήθησε και άλλους ναούς, όπως του Αγίου Χαραλάμπους στην Θεσσαλονίκη αλλά και φιλανθρωπικούς συλλόγους.

Είχε συνεργασία με μια γειτόνισσα της ιερορράπτρια. Αγόραζε η Ελπίδα υφάσματα και εκείνη έραβε καλύμματα για την Αγία Τράπεζα, και άμφια για φτωχούς ιερείς. Περνώντας κάποτε από ένα χωριό, προσκύνησε τον Επιτάφιο που ήταν πάνω σ’ ένα τραπέζι μισοσπασμένο. Μίλησε με τον ιερέα και του έστειλε χρήματα για τον Επιτάφιο. Σε όποια Εκκλησία έβλεπε ελλείψεις, ενδιαφέρετο για την ευπρέπειά της και αγόραζε καντήλια, εικόνες, ιερά σκεύη και τα δώριζε στον οίκο του Θεού. Έστελνε το δώρο της του Πάσχα σε φτωχούς ασκητές στο Άγιον Όρος. Αγόραζε ή συγκέντρωνε ρούχα και τα πήγαινε σε φτωχούς. Έκανε λαχειοφόρους και πολλοί γνωρίζοντας το έργο της προσφοράς της της έδιναν χρήματα. Ακόμη και μια ζητιάνα στην Ευαγγελίστρια της έδωσε 500 δραχμές.

Ήταν πολύ φιλόξενη. Στο σπιτάκι της φιλοξενούσε προσκυνητές του Αγίου Όρους, λαϊκούς και μοναχούς. Τους τάϊζε, τους έβαζε να κοιμηθούν στο κρεββατάκι της αφού έστρωνε καθαρά σεντόνια, και τους ανέπαυε χωρίς να ρωτά πολλά. Της αρκούσε που είχα σχέση με το Άγιον Όρος οι φιλοξενούμενοι.

Είχε πολύ καλή επικοινωνία με φοιτητές που την επισκέπτοντο και ωφελούντο από την ζωή της και τις απλές αλλά πρακτικές συμβουλές της. Τους έκανε φαγητά «αέλαδα», όπως τα έλεγε, και έτρωγαν τα παιδιά που νήστευαν, γιατί στο σπίτι τους οι μητέρες τους δεν μαγείρευαν νηστήσιμα.

Η Ελπίδα, κάποια Κυριακή που πήγαινε να εκκλησιαστή, είδε ξαφνικά μπροστά της μία στήλη από φωτιά και αίμα να κινήται ελικοειδώς και να φθάνη μέχρι τον ουρανό. Κοίταξε γύρω της να ρωτήση κάποιον περαστικό τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Το έβλεπε αρκετή ώρα αυτό το παράξενο θέαμα. Πήγε και λειτουργήθηκε, αλλά μέσα της είχε την περιέργεια να μάθη τι ήταν αυτό το παράξενο. Ρώτησε τον ιερέα και εκείνος της είπε να μη δίνη σημασία, διότι μάλλον δαιμονικό θα ήταν. Ύστερα από λίγες μέρες έγινε ο μεγάλος σεισμός του 1978 στην Θεσσαλονίκη. Στο σημείο εκείνο ακριβώς έπεσε μία πολυκατοικία και σκοτώθηκαν άνθρωποι.

Κάποτε επισκευάζετο μία Εκκλησία και της έφεραν στο σπίτι της μία μεγάλη εικόνα της Παναγίας με ξύλινη κορνίζα, πολύ βαρειά. Χρειάσθηκαν δύο νέοι άνδρες για να την μεταφέρουν και την τοποθέτησαν στην μέση του υπνοδωματίου της, μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες στο ναό, οπότε πάλι θα την έπαιρναν. Διηγήθηκε η γιαγιά: «Ήθελα να σκουπίσω το δωμάτιο και η εικόνα με εμπόδιζε. Έπρεπε να την μετακινήσω αλλά δεν μπορούσα. Λέω: Παναΐα μου, τι θα σε κάνω εσένα τώρα; Πως θα καθαρίσω, που είμαι μόνη μου και δεν μπορώ να σε σηκώσω;». Κάνω τον σταυρό μου, πιάνω την εικόνα είχε γίνει σαν πούπουλο. Την έβαλα πιο κει, και μόλις τελείωσα, είπα: «Παναΐα μου, βοήθησέ με πάλι να σε βάλω στη θέση σου». Και πάλι γίνηκε ελαφρία και την έβαλα στην θέση της».

Είχε μια μικρή χάρτινη εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσης. Τις νύχτες την έπαιρνε στα χέρια της και την κρατούσε σφιχτά, γιατί εφοβείτο μόνη της στο σπίτι. Κάποια νύχτα αποκοιμήθηκε και πλάκωσε την εικόνα. Ξαφνικά ένιωσε μία γερή σπρωξιά στην πλάτη της με αποτέλεσμα να ξυπνήση ζητώντας συγχώρεση από την Παναγία γι’ αυτό που είχε γίνει. Αυτή η χάρτινη εικόνα πριν από τον σεισμό του 1978 χτυπούσε πολλές φορές τα βράδια, βγάζοντας έναν ήχο σαν καμπανάκι: τιν-τιν-τιν. Ξυπνούσε η Ελπίδα, ανακαθόταν στο κρεβάτι της και έλεγε: «Τι είναι, Παναΐα μου, τι θέλεις;».

Είχε στο εικονοστάσι της μία άλλη παλαιά εικόνα λαϊκής τεχνοτροπίας με τον άγιο Αντώνιο και τον άγιο Αθανάσιο. Κάποτε μία δικηγόρος την βοήθησε για μία υπόθεση που είχε και δεν της πήρε χρήματα. Ζήτησε για ευλογία αυτήν την εικόνα. Η γιαγιά δέχτηκε με χαρά, τύλιξε με χαρτί την εικόνα και όταν θα ερχόταν η δικηγόρος, θα της την έδινε. Τη νύχτα όμως συνέβη το εξής, όπως το διηγήθηκε:

«Θαταν πριν χαράξη και βλέπω, όχι σε όνειρο αλλά ξύπνια, στην μέση του δωματίου μου έναν καλόγερο αψηλό με σταυρωμένα τα χεράκια του. Πετάγομαι πάνω όπως ήμουν ξαπλωμένη και του λέω:
– Εσύ πως βρέθηκες εδώ μέσα; Εγώ πριν κοιμηθώ έκλεισα καλά την πόρτα και τα παράθυρα.
– Εγώ μέσα ήμουν. Τρεις φορές έσωσα το σπίτι σου από πυρκαγιά και τώρα εσύ θέλεις να με διώξης;

«Πόσο και πόσο ταπεινή φωνή είχε και με πόση συστολή μου μίλησε! Η φωνή του και η μορφή του μου έκανε εντύπωση και δεν μπορώ τον ξεχάσω. Μετά τον έχασα από μπροστά μου και έψαξα όλο το σπίτι να τον βρω, μέχρι και κάτω από το κρεββάτι, αλλά είχε εξαφανισθή. Το πρωΐ ήρθε ένας ιερέας που φιλοξενούσα κατά διαστήματα. Του είπα το γεγονός και εκείνους μου είπε κατηγορηματικά μη τύχη και δώσω την εικόνα, γιατί οι Άγιοι δεν θέλουν να φύγουν από το σπίτι, και έτσι κράτησα την εικόνα.

Ύστερα κάθησα και σκέφθηκα αυτό που μου είπε ο Άγιος (Αντώνιος), ότι τρεις φορές έσωσε το σπίτι μου από πυρκαγιά, και θυμήθηκα ότι μία φορά κάτω από το κρεμαστό καντήλι στην κουζίνα πάνω στον ξύλινο πάγκο είχαν πάρει φωτιά οι χαρτοπετσέτες που σκούπιζα τα χέρια όταν άναβα το καντήλι. Εγώ έλειπα και όταν γύρισα είδα το καντήλι σβηστό, καμένες τις χαρτοπετσέτες και ένα κυκλικό κομμάτι του πάγκου καμένο. Με την μεσολάβηση του Αγίου, έσβησε η φωτιά και δεν κάηκε το σπίτι. Άλλη φορά είχα βάλει το μπρίκι με νερό να βράζη στο μάτι της κουζίνας με υγραέριο. Έφυγα από το σπίτι και ξέχασα αναμμένο το πετρογκάζ. Πήγα στον Εσπερινό και, όταν γύρισα μετά από ώρα, είδα την γαλάζια φλόγα στο σκοτάδι. Έπιασα το μπρίκι και αντί να είναι πυρωμένο ήταν κρύο, ενώ το νερό είχε σωθή όλο».

Διηγήθηκε η Ελπίδα και το εξής: «Όταν ο άνδρας μου ήταν στα τελευταία του, μου είπε: «Μάννα είσαι, δεν θα αδικήσεις τα παιδιά σου. Μοίρασε την περιουσία όπως νομίζεις». Αποφάσισα να κάνω συμβόλαιο το σπίτι που κάθομαι σ’ ένα από τα παιδιά μου, κι αυτό έγινε αιτία διχόνοιας μεταξύ τους. Το προηγούμενο βράδυ είδα στον ύπνο μου το σπίτι αλλοιώτικο σαν μία αλάνα, γύρω-γύρω κόσμο και στην μέση ήταν ένας τσολιάς ψηλός και χόρευε, σήκωνε το πόδι και τσάτ! χτύπαγε την φούντα από το τσαρούχι του. Γελούσε και άνοιγε διάπλατα το στόμα του. Εγώ τον κοιτούσα και έλεγα «αυτό που κάνει αμαρτία είναι. Ο π. Συμεών μας είχε πει όταν γελάμε, να μην ανοίγουμε διάπλατα το στόμα μας και χαχανίζουμε». Ρωτώ τον κόσμο δίπλα μου ποιος είναι αυτός και κάποιος απάντησε ο «ζερζεβούλ», κάπως έτσι μου τον είπε. Αυτός ήξερε τι στενοχώρια θα γινόταν και είχε ρίξει στο χορό».

«Όταν κοιμήθηκε ο άνδρας μου το έκανα Σαρανταλείτουργο. Ένα βράδυ τον βλέπω στον ύπνο μου χαρούμενο. Ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα λιβάδι και είχε ανασηκωμένο το κεφάλι του με το χέρι από κάτω. Με κοίταξε χαμογελώντας και μου είπε: «Πέντε καμπαναριά μου έφτιαξες. Λείπε άλλο ένα». Κάθησα και σκέφτηκα ότι ακόμα ήθελε μία εβδομάδα να τελειώση το σαρανταλείτουργο.

Η γιαγιά Ελπίδα πάντα έλεγε: «Δεν θέλω να πέσω στο κρεββάτι και να γίνω βάρος στα παιδιά μου. Να με πάρη ο Θεός όρθια. Παναΐα μου, νομίζω ότι κάτι έκανα κι εγώ για Σένα. Πάρε την ψυχή μου για να μη βασανιστώ και βασανίζω».

Στα τελευταία της αρρώστησε και νοσηλεύτηκε μερικές μέρες στο Νοσοκομείο. Στις 19 Μαρτίου 1990 γύρισε στο σπιτάκι της και ξάπλωσε, γιατί ήταν κουρασμένη. Γνωστός και αγαπητός της φοιτητής είχε εκείνη την ημέρα έναν επίμονο λογισμό να πάη να την δη. Πήγε και την βρήκε ξαπλωμένη. Μόλις είχε γυρίσει από το Νοσοκομείο. Τον ρώτησε για όλους τους γνωστούς τι κάνουν και σε λίγο αισθάνθηκε μία αδιαθεσία. Όπως ήταν ξαπλωμένη και μιλούσε ακούστηκε ένα φρρρ! και πέταξε η απλή και καθαρή ψυχούλα της, για να συναντήση τον Χριστό και την Παναγία που από μικρή αγάπησε και επόθησε, στις 19 Μαρτίου 1990.

Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.

«Ασκητές μέσα στον κόσμο – Β΄», Άγιον Όρος, 2012