Home ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

1885
Συναξάρι Φεβρουαρίου
19 Φεβρουαρίου
  • Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ ἀπόστολος
  • Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη
  • Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς
  • Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος, οἱ ὁµολογητές
  • Ὁ Ὅσιος Κόνων
  • Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος
  • Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία
  • Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱεροµάρτυρας
 

Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ ἀπόστολος

Ἦταν ἀπὸ τὶς Κολοσσές, ὅπου τὸν γνώρισε καὶ τὸν ἔφερε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ δὲ ζῆλος καὶ ἡ ὅλη του προθυµία καὶ εὐσέβεια, γρήγορα ἀνέδειξαν τὸν µαθητὴ Ἄρχιππο καὶ συστρατιώτη τοῦ ἐνδόξου διδασκάλου του, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὸν ὀνοµάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολή του. Τὸν Ἄρχιππο ἀναφέρει ἐπίσης καὶ στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς θείας ἀποστολῆς του, ὁ Ἄρχιππος, συνελήφθη µὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου Ἀνδροκλέους. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, τὸν γύµνωσαν καὶ τὸν ἔχωσαν µέχρι τὴν µέση σ᾿ ἕνα λάκκο. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ Ἄρχιππος συνέχιζε µὲ µεγάλη φωνὴ νὰ ὁµολογεῖ τὸν Χριστό, τότε τὸν κέντησαν µὲ βελόνες, µπρός, πίσω, στὸν λαιµό, τὶς µασχάλες, τὶς πλευρές, τὰ µάτια, τὰ αὐτιά, τὸ στόµα καὶ τὸ κεφάλι. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἄρχιππος ἐπέµενε νὰ ὁµολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ὕµνος του. Πυκνὸς καὶ βαρὺς λιθοβολισµὸς τότε, ἔδωσε τέλος στὴν ζωή του. Καὶ στὸ στεφάνι τοῦ ἀποστόλου, τοῦ προστέθηκε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ µάρτυρα. (Ὁρισµένοι Συναξαριστές, ἀναφέρουν, µαζὶ µὲ τὴν µνήµη τοῦ ἀπ. Ἀρχίππου καὶ τὴν µνήµη τῶν ἀποστόλων Φιλήµονος, Ἀπφίας καὶ Ὀνησίµου, περιττῶς βέβαια, διότι ἡ µνήµη ὅλων µαζὶ αὐτῶν τῶν ἀποστόλων, ἑορτάζεται τὴν 22α Νοεµβρίου).

Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη

Ὑπέβαλαν σ᾿ ὅλους σειρὰ σκληρότατων βασανιστηρίων. Τὸ φρόνηµά τους ὅµως δὲν κάµφθηκε, ἀλλ᾿ ἔµεινε ἀκµαῖο καὶ ἄπτωτο. Ἡ Ἀσκληπιοδότη ἡ παρθένος ἐπέδειξε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια καρτερία καὶ γενναιότητα. Δὲν κάµφθηκαν, ὅταν τὰ κόκκαλά τους συντρίβονταν καὶ οἱ σάρκες τοὺς ξεσχίζονταν κάτω ἀπὸ τὸ χαλάζι τῶν λιθοβολισµῶν. Μανιώδης ὁ τύραννος εἰδωλολάτρης διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφαλισµό τους. Ἀλλ᾿ οἱ µάρτυρες τὸν καταντρόπιασαν καὶ ἡ Ἀσκληπιοδότη τὸν κατανίκησε. Τὰ ξίφη ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους, ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους ἔµειναν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες. Τὸ δὲ µαρτυρικὸ αἷµα τους ἔθρεψε τὸ δένδρο τῆς ἀληθείας, ἐνῷ κατέπνιξε τὸν δράκοντα τῆς πλάνης.

Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ζήνωνα (476) καὶ γεννήθηκε στὰ Σαµόσατα (Σεµψάτ) τῆς Συρίας. Ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ ἕναν φηµισµένο δάσκαλο, τὸν Βαρυψαβᾶ, καὶ µεταξὺ ἄλλων ἔµαθε τὴν συριακὴ γλῶσσα. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, πῆγε στὴν Φοινίκη µαζὶ µὲ ἄλλους καὶ ἵδρυσε κοινοβιακὴ συντροφιά. Ἀργότερα µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα καὶ τοῦ ἐπισκόπου Βηρυτοῦ, Ἰωάννου, ἵδρυσε µοναστήρι, ποὺ ἀνέδειξε σὲ κέντρο χριστιανικῆς ἐργασίας µεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ ἐπιτυχία ὑπῆρξε µεγάλη. Ἔπειτα µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου, ὁ Ῥαβουλᾶς ἔκτισε ὁµώνυµό του µοναστήρι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ κατόπιν, πῆγε καὶ σ᾿ ἄλλους τόπους καὶ ἔκτισε κι᾿ ἄλλα µοναστήρια, φροντίζοντας νὰ τὰ ἐπανδρώσει µὲ µοναχοὺς µορφωµένους καὶ ζηλωτές. Πράγµατι ὁ Ῥαβουλᾶς ὑπῆρξε ὁ ἀκάµατος ἐργάτης τῆς πίστης. Πέθανε πάνω ἀπὸ 80 χρονῶν, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ψιθυρίζοντας µέχρι τελευταίας του πνοῆς τὸ γλυκὸ ἐκεῖνο ῥητὸ τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς µὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισµένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑµᾶς».

Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος, οἱ ὁµολογητές

Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη. Ἐπὶ τῶν διωγµῶν, ποὺ γίνονταν ἐπὶ βασιλείας αὐτοῦ τοῦ ἀποστάτη αὐτοκράτορα, ὁ Εὐγένιος καὶ ὁ Μακάριος ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Κατόπιν µὲ στρατιωτικὴ συνοδεία στάλθηκαν ἐξόριστοι στὴ Μαυριτανία. Πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες, ἀλλ᾿ εὐχαριστῶντας τὸν Θεό, ποὺ τοὺς διατήρησε ἀλύγιστους στὸ µαρτύριό τους.

Ὁ Ὅσιος Κόνων

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε µοναχὸς στὸ μοναστήρι τοῦ Πενθουκλᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Ἔπειτα ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔφτασε στὰ ἀνώτατα στάδια τῆς πνευµατικῆς ἄσκησης. Τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύµων, Πέτρος (524-552), καὶ τὸν διόρισε νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχόµενους στὸν Ἰορδάνη. Ὅταν ὅµως ἐπρόκειτο νὰ βαπτίσει γυναῖκα, σὰν ἄνθρωπος σκανδαλιζόταν καὶ σκεφτόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Κοινόβιο. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστῆς, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑποµονὴ γέροντα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἐλαφρύνω ἀπὸ τὸν πόλεµο». Κάποια µέρα ὅµως, ἦλθε νὰ βαπτισθεῖ µία πανέµορφη Περσίδα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν µπόρεσε νὰ τὴν βαπτίσει καὶ νὰ τὴν χρίσει γυµνή. Καὶ ἡ κόρη ἔµεινε ἀβάπτιστη. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος ὅταν τὸ ἔµαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Ὁ δὲ Κόνων πῆρε τὸν δρόµο τῆς ἀναχώρησης. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι ὁ Τίµιος Πρόδροµος καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ βοηθητικὰ ἐκεῖνα λόγια. Τότε ὁ Κόνων τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ξαναεπιστρέφει, διότι ἐνῷ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ δὲ Τίµιος Πρόδροµος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε µὲ τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ µὴ ἀµφιβάλει πλέον. Ὁπότε ὁ γέρων ἐπανῆλθε στὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἑποµένη ἔχρισε καὶ βάπτισε τὴν νεαρὴ Περσίδα, χωρὶς καθόλου νὰ στοχασθεῖ, ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἔζησε δὲ µετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ὅσιος ἄλλα 20 χρόνια καὶ ἔφτασε στὸν µεγαλύτερο βαθµὸ τῆς ἀπάθειας· ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος

Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἡ µνήµη τοῦ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ τὸν Delehaye, ὅπου καλεῖται ἐπίσκοπος.

Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία

Ἂν οἱ µάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων εἶναι ἱκανοὶ νὰ παροτρύνουν ψυχὲς νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὸν Χριστό, οἱ νεοµάρτυρες ἀποδεικνύουν ὅτι ἅγιοι µποροῦν νὰ ὑπάρξουν σὲ κάθε ἐποχὴ καί, ἑποµένως, ὁ κατὰ Χριστὸν ἀγῶνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Μία τέτοια παραδειγµατικὴ νεοµάρτυς εἶναι καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέη. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1522 ἀπὸ στεῖρα µητέρα, τὴν Συρίγη, ποὺ προσευχήθηκε ἀµέτρητες φορές, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν κόρη. Ὁ δὲ πατέρας της ὀνοµαζόταν Ἄγγελος Μπενιζέλος. Ὅταν ἡ Ὁσία ἔγινε δώδεκα χρονῶν, οἱ γονεῖς της µὲ τὴν βία τὴν πάντρεψαν µὲ ἕνα ἀρκετὰ πλούσιο ἄνδρα τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ζωή της κοντά του ἦταν µαρτυρική, διότι συνεχῶς τὴν χτυποῦσε καὶ τὴν βασάνιζε. Ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν ὑποµονή της, µετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, θερίζει µὲ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου τὸν βάναυσο σύζυγό της. Τότε ἡ Ὁσία, ἂν καὶ δέχτηκε πιέσεις γιὰ δεύτερο γάµο, ἀποφασίζει καὶ γίνεται µοναχή. Τὴν µεγάλη της περιουσία διέθεσε στοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωµένων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἔτσι ἔγινε «καρφί» στὸ µάτι τῶν Τούρκων καί, ὅταν τοὺς δόθηκε ἡ εὐκαιρία, εἰσέβαλαν στὸ µοναστήρι της καὶ τὴν ἔσυραν ἔξω. Ἀφοῦ τὴν χτύπησαν ἀνελέητα, προκάλεσαν τὸν θάνατό της, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1589. Ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, σ᾿ αὐτὸ τὸ σηµεῖο ῥωτᾷ: «Δὲν ἦταν καὶ αὐτὴ φύση ἀσθενέστερη, καθ’ ὅτι γυναῖκα; Δὲν συνάντησε τόσους καὶ τόσους πειρασµοὺς καὶ ἐµπόδια στὸν δρόµο τῆς ζωῆς της; Ἀλλ᾿ ὅµως, κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν µπόρεσε νὰ ψυχράνει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸν Θεό».

Ὁ Ἅγιος Νικήτας, ὁ νέος ἱεροµάρτυρας

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ ἔγινε ἱεροµόναχος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριµένα στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κατόπιν στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονα (Ῥωσική). Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ µαρτυρίου καὶ γύριζε τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὶς Σέρρες καὶ τὴν Δρᾶµα, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν Μωάµεθ σὰν πλάνο. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ φυλακίστηκε στὶς Σέρρες. Κατόπιν ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως ὄσφρηση φωτιᾶς ἀπὸ τὴν µύτη, ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, καλαµένιες ἀκίδες στὰ νύχια του καὶ κάψιµο στὰ ἀπόκρυφα µέλη του. Ὁ Νικήτας ὅµως, µὲ θαυµαστὴ σταθερότητα, συνεχῶς ὁµολογοῦσε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τελικά, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1806 τὸν κρέµασαν καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας.

 

Τό Συναξάρι εἶναι ἐπιλογή κειμένων ἀπό τό «ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ κ.Χρ.Τσολακίδη