Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Τατιανή Σαββίδου

Τατιανή Σαββίδου

1769
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Τατιανή Σαββίδου
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Τατιανή Σαββίδου

Η αείμνηστη Τατιανή Σαββίδου γεννήθηκε το έτος 1905 στο Κάρς της Μ. Ασίας. Η οικογένειά της ήταν πολυμελής και εκ’ παραδόσεως πιστή και ευλαβής. Λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα μέρη της Ουκρανίας. Εκεί η Τατιανή τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και έμαθε ρωσσικά άπταιστα. Όταν όμως επεκράτησαν οι κομμουνιστές, ήλθε η οικογένειά της στην Ελλάδα το έτος 1922. Η Τατιανή ήταν τότε περίπου 17 ετών. Ο πρώτος τόπος που στάθμευσαν ήταν η Μακρόνησος όπου τους κράτησαν σε «καραντίνα». Εκεί απεβίωσαν οι γονείς της και τα αδέλφια της. Αυτή με τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια που επέζησαν μετά από περιπέτειες δύο μηνών σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, ήρθαν στην Πτολεμαΐδα. Παντρεύτηκε με τον Ηρακλή Σαββίδη και ύστερα εγκαταστάθηκαν μονίμως στην Βέροια. Απέκτησαν δέκα παιδιά εκ των οποίων επέζησαν τα πέντε.

Στην Βέροια συνδέθηκε με Χριστιανικές αδελφότητες και με Πνευματικό. Προσπαθούσε ότι άκουγε στα κηρύγματα ή διάβαζε στα βιβλία, να το κάνη πράξη.

Η Τατιανή εξωτερικώς δεν είχε κάτι το εντυπωσιακό. Ήταν μετρίου αναστήματος με πρόσωπο ισχνό, αδύνατο και «σώμα αραχνώδες». «Τα χεράκια της ήταν σαν δύο «τσάκνα» (λεπτά ξύλα). Όταν τα σήκωνε για προσευχή έτσι φαίνονταν». Όμως μέσα σ’ αυτό το σκελετωμένο σώμα κρυβόταν μία ψυχή γεμάτη από την φλόγα του Αγίου Πνεύματος. Ήταν πλήρης πίστεως και αγάπης προς τον Θεό. Έλεγε συχνά: «Αγαπώ τον Θεό». Παρακινούσε πάντοτε και τους γύρω της με την φράση της υμνογραφίας: «Τέκνα, αγαπάτε τον Θεόν και μηδέν ανταλλάσετε της αγάπης αυτού».

Χαιρόταν όταν οι άνθρωποι του σπιτιού της την ακολουθούσαν στην πνευματική ζωή και όταν έβλεπε τα παιδιά της από νωρίς στην Εκκλησία. Τα είχε διαπαιδαγωγήσει έτσι ώστε να μην χάνουν τον Όρθρο των Κυριακών και εορτών. Στις 6.30’ το πρωΐ ξυπνούσαν να ετοιμασθούν για την Εκκλησία, ακόμη και τον χειμώνα με πολύ κρύο. Η ίδια πήγαινε στην Εκκλησία πριν αρχίση ο Όρθρος. Έπεισε ένα παιδί της που έμαθε να ψάλλη, να θυσιάζη το ποδόσφαιρο για να παρακολουθή και τους Εσπερινούς του Σαββάτου.

Η Τατιανή ζούσε και χαιρόταν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Εκμυστηρεύθηκε στον γυιό της ότι τέτοια ήταν η χαρά της κατά την θεία Λειτουργία ώστε αν κάποιος εκείνη την ώρα της έδινε μια μαχαιριά στην καρδιά, δεν θα αισθανόταν τίποτε. «Χαρά μου είναι η θεία Λειτουργία και η μεγαλύτερη λύπη μου είναι το δι’ ευχών», έλεγε. Δηλαδή την λυπούσε το ότι τελείωνε η θεία Λειτουργία.

Η Τατιανή ζούσε και έβλεπε θεία γεγονότα μέσα στην Λειτουργία. Κάποτε ο διάκονος του αγίου Γεωργίου και τώρα εφημέριος στους Αγίους Αναργύρους π. Χρήστος Βαρελάς διερωτάτο αν πράγματι, όταν ψέλνεται το χερουβικό – «οι τα χερουβίμ μυστικώς εικονίζοντες…» παρίστανται αοράτως Άγγελοι στην Αγία Τράπεζα. Οπότε μια φορά κατά την θεία Λειτουργία άκουσε πετάγματα Αγγέλων και αισθάνθηκε ότι τον χτύπησαν φτερά στην πλάτη. Αυτό το διηγήθηκε στην Τατιανή και εκείνη του είπε: «Ε! π. Χρήστο. Δεν ξέρεις ότι οι Άγιοι είναι γύρω μας; Εγώ πολλές φορές εδώ στον αη-Γιώργη έχω δει και Αγγέλους και Αγίους».

Η μεγάλη της χαρά ήταν η προσευχή. Έλεγε ότι κατά την προσευχή της αισθανόταν μέσα στης σκιρτήματα θείας αγαλλιάσεως. Κουνώντας  το χέρι της άλλη φορά έλεγε: «Τι να σας πω, παιδιά μου; Τι λέγει ο Απόστολος Παύλος; «Τη προσευχή προσκαρτερούντες» (Ρωμ. 12.). Και εμείς δεν πρέπει να είμαστε ράθυμοι και οκνηροί στην προσευχή, να μην κουραζώμαστε εύκολα. Δυστυχώς ο κόσμος μας κάνει να ξεχνούμε πολλές φορές τον Θεό. Μας απορροφούν οι βιοτικές μέριμνες γι’ αυτό δεν κατορθώνουμε να αφιερώσουμε λίγο χρόνο, πρωί και βράδυ, για να επικοινωνήσουμε με τον Θεό, και φερόμαστε σαν τα ζώα».

Ενώ περιστοιχιζόταν από τα παιδιά της και από πολλά εγγόνια και φρόντιζε για το σπίτι της, ουδέποτε όμως άφησε την προσευχή και την Εκκλησία. Χαρακτηριστικά έλεγε: «Θέλω όλοι να με ξεχάσετε. Αφήστε με μόνη με τον Θεό».

Όταν χτυπούσε η καμπάνα για Εσπερινό ή θεία Λειτουργία, η Τατιανή ότι και αν έκανε το άφηνε για να τρέξη στην Εκκλησία. Κάποτε που άρμεγε την αγελάδα και ήρθε η ώρα του Εσπερινού παράτησε τον κουβά με το γάλα στη μέση της αυλής και πήγε για τον Εσπερινό. Το φυσιολογικό θα ήταν να το είχαν πιη οι πολλές γάτες που είχαν ή να το είχαν χύσει τα άλλα ζώα. Εν’ τούτοις το βρήκε άθικτο όταν επέστρεψε.

Αγαπούσε και ευλαβείτο απεριόριστα όλους τους ιερείς. Ποτέ της δεν κατέκρινε ή σχολίασε πράξεις ιερέων. Όλους τους έβλεπε καλούς και ζητούσε την ευχή τους. Συχνά έστελνε πρόσφορα σε ιερείς άλλων ενοριών. Και οι ιερείς την αγαπούσαν και την σέβονταν εξ αιτίας της ζωής της που ήταν δοσμένη στον Θεό.

Η ίδια κάθε πρωΐ πήγαινε στην Εκκλησία είτε είχε θεία Λειτουργία είτε μόνο Όρθρο. Την ημέρα απασχολείτο με τις δουλειές του σπιτιού και με την μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Το απόγευμα πήγαινε στον Εσπερινό και καθόταν στο ναό του αγίου Γεωργίου μέχρις τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Οι ιερείς της Παναγίας της Δεξιάς της είχαν δώσει κλειδιά του ναού. Προσευχόταν συνήθως γονατιστή με υψωμένα τα χέρια προς την Παναγία και βυθιζόταν στην προσευχή. Μία φορά που προκλήθηκε ένας ισχυρός θόρυβος πίσω από την εικόνα και οι άλλοι τρόμαξαν, η κυρά-Τατιανή έμεινε ατάραχη.

Κατά την ώρα της λατρείας ήταν τελείως αφωσιωμένη στα τελούμενα. Στο «Άξιον εστίν» ήταν όρθια, σχεδόν στις μύτες των ποδιών της με τα χέρια ανοιχτά. Δεν ανεχόταν εκείνη την ώρα να βλέπη κάποια κοντά της να κάθεται, και αμέσως την έλεγε να σηκωθή. Δεν παρεξηγείτο κανείς γιατί όλους τους αγαπούσε. Άλλες φορές κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας έλεγε ότι αισθανόταν ευωδία έντονη.

Προσευχόταν νοερώς, επεκαλείτο πολλούς Αγίους και έκανε παρακλήσεις και όλες τις Ακολουθίες. Αυτό το τυπικό της το κράτησε και στην Κατοχή. Μία νύχτα, τότε που ήταν φόβος και κίνδυνος να κυκλοφορής έξω στους δρόμους, η κυρά-Τατιανή φεύγοντας από το ναό για το σπίτι της είπε στον άγιο Γεώργιο «Άγιε Γεώργη μου, να με πας στο σπίτι». Ενώ βάδιζε άκουγε δίπλα της βήματα αλόγου. Μόλις έφθασε σπίτι της άκουσε από τον αόρατο συνοδό της να λέη: «Καληνύχτα». Τότε κατάλαβε ότι ήταν ο άγιος Γεώργιος που την συνώδευσε μέχρι το σπίτι της.

Ο παπα-Χρήστος ο Βαρελάς συζητούσε κάποτε με έναν στρατιωτικό. Ρωτούσε ο αξιωματικός: «Άραγε υπάρχουν σήμερα Χριστιανοί που προσεύχονται τη νύχτα και κάνουν αγρυπνία;». Του απαντά ο παπα-Χρήστος: «Υπάρχουν». Τον φέρνει νύχτα στο ναό, ανοίγει την πόρτα της Εκκλησίας και φωνάζει: «Κυρά-Τατιανή!» και ακούει φωνή: «Παπα-Χρήστο εσύ είσαι;». Τότε λέγει ο αξιωματικός: «Δόξα σοι ο Θεός. Ας υπάρχη και ένας Χριστιανός να νυχτερεύη (αγρυπνή)!».

Στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου ήταν ένας Εσταυρωμένος μπροστά στον οποίο συνήθως προσευχόταν η κυρά-Τατιανή. Κάποτε πήγε η νεωκόρος να καθαρίση την Εκκλησία και βλέπει την κυρά-Τατιανή να προσεύχεται. Αφού τελείωσε και πήγε να την καληνυχτίση, δεν ήταν εκεί η κυρά-Τατιανή, εξαφανίσθηκε. Ύστερα έμαθε ότι εκείνο το διάστημα ήταν στην Αθήνα και όταν αργότερα την ρώτησε σχετικά, απήντησε ότι πράγματι έλειπε στην Αθήνα αλλά ότι με το νου της ήταν εκεί μπροστά στον Εσταυρωμένο.

Κάποτε καθάριζε η κυρα-Τατιανή την Εκκλησία και έκλαιγε. Είπε στη νεωκόρο: «Αναστασία, με χτύπησε ο σατανάς με τα δυό του χέρια στην πλάτη». Εκείνη δεν το πίστεψε και γελούσε. «Μη γελάς», της είπε, «φώναξε τον πάτερ». Ήρθε ο ιερέας και της σταύρωσε την πλάτη με την αγία λόγχη. Επειδή η κυρα-Τατιανή προσευχόταν πολύ ο σατανάς θύμωσε και την χτύπησε.

Δυό ανιψιές της Τατιανής, η Χ. και η Δ., έμειναν ένα βράδυ στο σπίτι της. Αυτή περιποιήθηκε τις ανιψιές της, τις έβαλε να φάνε, τις έστρωσε να κοιμηθούν και η ίδια άρχισε τις προσευχές της. Τότε λέγει περιπαικτικά η Χ. στην Δ.: «Κοίταξε πως προσεύχεται» και γελούσε. Η Δ. της έλεγε: «Σταμάτα, γιατί μας ακούει». Αυτό κράτησε λίγη ώρα, ενώ η θεία Τατιανή ήταν προσηλωμένη στην προσευχή. Μόλις κοιμήθηκαν οι δύο ανιψιές της κάποια στιγμή αυτή που κορόϊδευε την θεία της, ξύπνησε ταραγμένη, έβγαλε μια φωνή και πετάχθηκε όρθια· έτρεμε ολόκληρη και το μάγουλό της ήταν κόκκινο. Διηγήθηκε ότι ήρθε κάποιος, της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι και σαν να της έφυγε το μυαλό. Η θεία κατάλαβε τι είχε συμβή και προσπαθούσε να την παρηγορήση.

Ένα βράδυ ήρθαν στο σπίτι της να φιλοξενηθούν κάποιοι συγγενείς της, αλλά η Τατιανή έλειπε στην Εκκλησία για το Απόδειπνο. Μετά έκανε και την ατομική της προσευχή που διαρκούσε ώρες. Ο γυιός της πήγε να την ειδοποιήση. Μισανοίγοντας την πόρτα του ναού φωνάζει χαμηλόφωνα: «Μάννα έχουμε ξένους» και η απάντηση ποντιακά σύντομη, αυστηρή και κοφτή: «Μη μου χαλάς την ευχή μου. Πήγαινε, πήγαινε». Εκείνη έπειτα από ώρα πλέον πήγε στο σπίτι.

Και όμως, ενώ τόσες ώρες καθημερινά ήταν στην Εκκλησία, δεν άφηνε ανοικοκύρευτο το σπίτι της. Το είχε πάντα καθαρό και περιποιημένο. Τα φαγητά της ήταν νόστιμα και στην ώρα τους. Ήξερε καλά την ποντιακή μαγειρική. Τις Κυριακές της Μ. Σαρακοστής για να αποζημιώση και να παρηγορήση τα παιδιά της από τη νηστεία, τους μαγείρευε πολύ νόστιμες σουπιές.

Επί πλέον φρόντιζε επιμελώς και για την καθαριότητα του ναού του αγίου Γεωργίου, των παρεκκλησίων της Ενορίας αλλά και άλλων Εκκλησιών της Βέροιας. Και η ίδια κοπίαζε για την ευπρέπεια των οίκων του Θεού, αλλά και διέθετε γι’ αυτό την σύνταξη που έπαιρνε από τον ΟΓΑ. Κάθε εβδομάδα ετοίμαζε πρόσφορα για τον Άγιο Γεώργιο και για άλλες Εκκλησίες.

συνέχεια…