Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Κέτη Πατέρα

Κέτη Πατέρα

1886
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Κέτη Πατέρα
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Κέτη Πατέρα

Ο Μιχαήλ και η σύζυγος του Ελένη, κάτοικοι Κονίτσης, το έτος 1921 απέκτησαν το τελευταίο τους παιδί που στην βάπτιση ωνομάσθηκε Μαρίνα-Ερρικέτη. Οι γονείς της ήταν πιστοί, θεοφοβούμενοι και αρκετά ευκατάστατοι, με σπίτια, κτήματα πολλά και χρήματα από το εμπόριο που έκανε ο πατέρας της.

Η μικρή Μαρίνα-Ερρικέτη, που όλοι την φώναζαν Κέτη, μεγάλωσε με άνεση και τελείωσε το Γυμνάσιο. Διδάχθηκε από μικρή την πατροπαράδοτη ευλάβεια, αλλά και η ίδια είχε έμφυτη αγάπη προς την Εκκλησία. «Από μικρή που ένιωσα τον κόσμο», ανέφερε η ίδια, «αγάπησα πολύ την θεία Λειτουργία και τις ακολουθίες της Εκκλησίας». Όταν ήταν στο Δημοτικό, μια μέρα από μόνη της έφυγε από το σχολείο, πήγε στην Εκκλησία στην εορτή του αγίου Θεοδώρου και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε ο δάσκαλος την ρώτησε που ήταν και την έδειρε.

Όταν μετά την κατάρρευση του αλβανικού Μετώπου ήρθαν οι Ιταλοί στην Κόνιτσα, οι περισσότεροι Κονιτσιώτες κρύφτηκαν στα βουνά. Η Κέτη παρέμεινε κοντά στου φιλάσθενους γονείς της και στην ηλικιωμένη γιαγιά της. Αιχμαλωτίσθηκαν από τους Ιταλούς και μεταφέρθηκαν στο Μπάρι της Ιταλίας. Η Κέτη πήρε μαζί της σ’ ένα καλαθάκι Μεγάλο Αγιασμό, στην Σύνοψη και εικόνες. Μέσα στο πλοίο τους που έφθασε ασφαλές στην Ιταλία, ενώ πολλά είχαν τορπιλιθή, η Κέτη παρακινούσε τους συναιχμαλώτους να προσεύχωνται. Οι άλλοι την κορόϊδευαν και την ειρωνεύονταν αλλά μετά ζητούσαν να προσεύχεται γι’ αυτούς. Μαζί τους ήταν μια ετοιμόγεννη, ανήσυχη για τον επικείμενο τοκετό της. Η Κέτη την συμπόνεσε και για να την βοηθήση, έβαλε μια εικόνα σ’ ένα τραπεζάκι, πήρε ένα κύπελλο, μια φουρκέτα από τα μαλλιά της την έκανε καντηλήθρα, έστριψε λίγο βαμβάκι, το έκανε φυτίλι, άναψε καντήλι κάνοντας μετάνοιες και προσευχήθηκε. Η γυναίκα γέννησε αλλά δεν είχε γάλα. Η Κέτη έδωσε στο βρέφος αγιασμό, με την μεσολάβησή της δε τους έδωσαν τροφή και το παιδί έζησε. Ένας Ιταλός αξιωματικός βλέποντας το καντήλι ρώτησε: «Ποιος το έκανε αυτό;». «Εγώ», απάντησε με θάρρος η Κέτη. Της είπε να τον ακολουθήση και την ωδήγησε σε μια αποθήκη. Είχε δοχεία με λάδι. «Όταν χρειάζεσαι λάδι νάρχεσαι να παίρνης από δω», της είπε. Η Κέτη ήταν νέα 22 ετών και φοβόταν για την ηθική της ακεραιότητα. Έλεγε: «Αν υποψιαζόμουν κάτι θα έπεφτα να πνιγώ στην θάλασσα».

Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και τους έδιναν αρτύσιμα φαγητά, αλλά η Κέτη δεν έτρωγε τίποτε παρά μόνο ψωμί. Νήστευε για να κοινωνήση του Ευαγγελισμού. Οι άλλοι την ειρωνεύονταν. «Πως θα κοινωνήσεις του Ευαγγελισμού;» και αυτή με βεβαιότητα τους έλεγε ότι μέχρι του Ευαγγελισμού θα γυρίσουμε στην Ελλάδα. Και όντως έγινε ανταλλαγή αιχμαλώτων πριν από τον Ευαγγελισμό και η Κέτη κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.

Επιστρέφοντας από την ομηρία της η Κέτη εργαζόταν στο Περβαντόριο Κονίτσης εθελοντικά. Φιλοξενούσαν τότε 200-250 παιδιά κατοχικά. Η εντεταλμένη της βασίλισσας Φρειδερίκης, Αμαλία Λυκουρέζου, ζήτησε από τον Δήμαρχο Κονίτσης κορίτσια από καλές οικογένειες για να βοηθήσουν. Από τις πρώτες ήταν και η Κέτη. Ζήτησε από την υπεύθυνη οποιαδήποτε εργασία αρκεί την Κυριακή να είναι ελεύθερη να πάη στην Εκκλησία. Της έφεραν αντίρρηση αλλά δεν υπάκουσε.

Ξημερώνοντας Χριστούγεννα 1947 οι συμμορίτες χτύπησαν την κάτω Κόνιτσα και την κατέλαβαν. Όλη τη νύχτα γίνονταν οδομαχίες φοβερές. Στο Πρεβαντόριο κατέβασαν τα παιδιά στο ισόγειο. Η Κέτη τους είπε να γονατίσουν και να ψάλλουν συνέχεια την Παράκληση. Μέσα στον κίνδυνο προσεύχονταν και όσοι πριν δεν πίστευαν. Κάποια στιγμή η Κέτη άκουσε δύο αντάρτες έξω από την πόρτα να συνομιλούν. Ο ένας ήθελε να ανοίξουν να πάρουν τα παιδιά, ό άλλος είπε: «Τι να τα κάνουμε μέσα στη νύχτα με τέτοιο κρύο; Την Κόνιτσα την πήραμε, άφησε να ξημερώση».

Το πρωΐ της Πρωτοχρονιάς του 1948 που η Κόνιτσα καταλήφθηκε από τον Εθνικό Στρατό, η Κέτη άνοιξε την πόρτα και βρήκε τους δύο αντάρτες σκοτωμένους. Όταν η βασίλισσα παρασημοφόρησε το προσωπικό του Πρεβαντορίου, η μόνη που απέφυγε και δεν πήρε παράσημο ήταν εκείνη.

συνέχεια…