Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Ενόσω ανεβαίνεις τον Γολγοθάν ανάγκη είναι να πίπτης – Γέροντος Ιωσήφ ησυχαστού

Ενόσω ανεβαίνεις τον Γολγοθάν ανάγκη είναι να πίπτης – Γέροντος Ιωσήφ ησυχαστού

1196
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού

Σπλάχνα μου της ψυχής ιερά, τέκνον αγαπητόν εν’ Κυρίω έλαβον μόλις σήμερον την επιστολήν σου.

Και ιδού? πάλιν κλαίω και πάλιν πενθώ, πάλιν την ψυχήν μου υπερ σου θύσω.

Ανάστα λοιπόν. Σοι δίδωμι την τρέμουσαν χείρα μου. Μη θροήσαι. Πάλιν βαστώ σε. Κλαύσον επί του ώμου μου. Πλησίον σου είμαι, συγκλαίω μαζί σου. Στενάζω, πονώ, αλγεί η ψυχή μου, και η καρδία μου πάλλει μέχρις ότου σε ανεβάσω εις το Θαβώρειον. Καθότι ενόσω ανεβαίνεις τον Γολγοθάν, ανάγκη είναι να πίπτης. Βαρύς ο Σταυρός. Πολλάκις θα γονατίζης. Αλλά συ, διατί ακούς τον πειράζοντα; Εν τέλει αυτός θα βγη νικημένος.

Όμως ιδού το δίκαιον έχει ο Γέροντας. Να σε φωνήση δύο φορές και συ να κάμης παρακοήν; Και τίνος έκαμες υπακοήν την ώραν εκείνην; Τι έλεγον την στιγμήν εκείνην οι λογισμοί σου;

Λοιπόν, ει τι και αν εγένετο, δεν θα απελπισθώμεν. Θα παρακαλέσωμεν τον Γέροντα να μας συγχωρήση και θα κάμωμεν τον κανόνα μας. Μαζί σου και εγώ θα μετανοώ. Εσύ θα κάμης περιπλέον εικοσιπέντε μετάνοιες ημερησίως. Και πρόσεχε του λοιπού. Βάλε πάλιν αρχήν και φυλάξου από την παρακοήν. Διότι, άπαξ και νικηθή εις ένα πάθος ο άνθρωπος πρέπει εις το εξής πολύ να προσέξη ανταγωνιζόμενος εις τον πειρασμόν, δια να μην ξαναπέση.

Όθεν ανδρίζου. Οπωσδήποτε και αν περιστρέψη τα βέλη ο πονηρός, ημείς θα τα στρέψωμεν εις την ψοάν αυτού. Να καταλάβη ότι δεν είσαι μόνος. Ότι έχεις και τον δραγάτην, όπου αγρυπνεί δια σε και του χαλά τας παγίδες που αυτός στρώνεις υπό τους πόδας σου. Ευχαρίστως όχι μόνον σαράντα αλλά τρις σαράντα θα νηστεύσω, θα αγρυπνήσω, θα συγκοπιάσω προς χάριν σου. Συ δε ανάστα και στήθι ανδρείως. Λάβε ανδρείαν παρά Κυρίου και μη φοβήσαι τον κασιδιάρη, όπου τον εξενεύρισεν ο Χριστός και είναι πλέον χωρίς νεύρα και δύναμιν όπου είχε. Μόνον φαντασίας και φόβους ανακινεί? μόνον λόγους θράσους και αθυρόστομους λέγει. Λάβε εξ’ ύψους χάριν να τον πατάς, και έστω ισχύς εν τοις μέλεσί σου, λέγων:

Παύσον εχθρέ να με πολεμής, ότι ο Πατήρ μου αγρυπνεί δι’ εμέ και τα υστερήματά μου βαστάζει. Δι’ εμεέ κακοπαθεί και νηστεύει. Καν και πέσω εβδομηκοντάκις επτά, πάλι εσύ νικημένος θα είσαι.
Ταύτα λέγων δίδε θάρρους του εαυτού σου και ευθύς μετανόει δι’ όσα ως άνθρωπος σφάλλεις. Διότι όλα είναι πονηρού? να σε απελπίζη, να σε κάμη να αθυμής? να σου τρυγά με την λύπην το παν. Αλλά μην τον ακούς.

Και τα γράμματα, όπου καθυστερούν και άλλα που χάνονται αυτός εμποδίζει. Αυτός βάζει να τα ανοίγουν. Αυτός είναι όλων των κακών ο υπαίτιος. Κανείς άλλος δεν πταίει παρά μόνον αυτός. Λοιπόν αυτόν και ημείς πρέπει να πολεμήσωμεν εφ’ όρου ζωής. Όχι τους αδελφούς, αλλ’ αυτόν όπου τους κινεί να λογίζωνται και να πράττουν παν κακόν, φανερόν ή κρυπτόν.

Λοιπόν, αφού σε είπον ότι είμαι πλησίον σου, όταν θυμώνης, όταν είσαι έτοιμος να παραφερθής, λέγε του εαυτού σου: Δι’ αγάπην του Γέροντος, όπου θα κλαίη όταν το μάθη, ας μη θυμώσω, ας μην κάμω παρακοήν. Ποιος θα ωφεληθή ποτέ από την παρακοήν, να ωφεληθώ τώρα και εγώ.

Δια τον Αββά Δωρόθεον που εζήτησες, εύκολον είναι να βρούμεν, αλλά δεν επιτρέπουν να βγη έξω από το ʼγιον Όρος, εάν είναι παλαιά τυπωμένον. Και είναι ο Αββάς Δωρόθεος πολύ κατανυκτικός, χαριέστατος, πολλά ψυχωφελής. Θα αρωτήσω αν επιτρέπουν να αγοράσω να στείλω τον Ευεργετινόν ή την Φιλοκαλίαν.

Δια τον αδελφόν, όπου έγραψες ότι πάσχει, θα κάμωμεν τας δεήσεις. Πάντως κάτι κρυπτή αμαρτία θα γίνεται τώρα ή παλαιά δι’ αυτό συγχωρεί ο Θεός να πάσχη κατά τον τρόπον αυτόν. Πολλάκις γίνεται αμαρτία όπου δεν γνωρίζει μήτε ο ίδιος ο άνθρωπος ότι πράττων ούτως αμαρτάνει. Και πορεύεται ως τυφλός εις το σκότος, μη έχων το θάρρος να ιδή εαυτόν εις το φως. Να ειπή? «ήμαρτον Θεέ μου»!

Ο δε διάβολος, όσον περνά ο καιρός και φθάνει στο τέλος του, τόσον πολεμεί και βιάζεται με άκραν μανίαν όλους να μας κολάση.

Τώρα προ πάντος την Μεγάλην Σαρακοστήν που μας έρχεται, πολλούς πειρασμούς και πολλάς ταραχάς κινούν κατ’ επάνω μας οι παμμόχθηροι δαίμονες. Επειδή και ημείς κατ’ αυτόν τον καιρόν τους θλίβομεν περισσώς με νηστείαν και προσευχήν, γίνονται και αυτοί καθ’ ημών αγριώτεροι. Φρόντισε λοιπόν να κερδίσης στεφάνους εις το στάδιον αυτό της αθλήσεως. Πρέπει να γίνης γενναιότερος. Να παραταχθής στήθος προς στήθος προς αυτούς τους ασάρκους. Μην τους φοβήσαι.

Εσύ δεν βλέπεις εις κάθε ευχήν, όπου λέγεις, πόσοι πίπτουν, πόσοι στρέφουν τα νώτα. Εσύ βλέπεις μόνον πόσον πληγώνεσαι συ. Αλλά δέρονται και αυτοί. Και αυτοί υποφέρουν. Εις κάθε υπομονήν όπου κάμνομεν, φεύγουν αλματωδώς, και εις κάθε ευχήν πληγώνονται σοβαρώς. Μη θέλης λοιπόν εν καιρώ πολέμου να ρίπτης εσύ σφαίρες και βόλια και να σου ρίχνουν αυτοί λουκούμια και σοκολάτες.

Ενθυμείσαι τι έγραφες τότε εις την αρχήν; Έλεγες ότι ενεδύθης το ʼγιον Σχήμα ως πανοπλίαν, να πολεμήσης τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους. Λοιπόν αγωνίζου να συμφωνής με τους λόγους σου.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή ΙΣΤ’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979