Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ Η εκκλησία ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου

Η εκκλησία ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου

1620
Η εκκλησία ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου
Η εκκλησία ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου

Ὅσοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ ἕνωσις γίνεται στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἕνωσις ὄχι βέβαια μὲ τὴν Θεία οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύσι τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωσις ὅμως αὐτὴ μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἐξωτερική, οὔτε ἁπλῶς ἠθική.

Δὲν εἴμαστε ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἴσως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὀπαδοὶ ἑνὸς φιλόσοφου ἢ ἑνὸς διδασκάλου. Εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὸ πραγματικὸ καὶ ὄχι τὸ ἠθικό, ὅπως λανθασμένα ἔγραψαν μερικοὶ θεολόγοι μὴ ἐμβαθύνοντας στὸ πνεῦμα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς μᾶς παίρνει, τοὺς Χριστιανούς, παρὰ τὴν ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά μας, καὶ μᾶς ἐνσωματώνει στὸ σῶμα Του. Μᾶς κάνει μέλη Του. Καὶ γινόμαστε πραγματικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἠθικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. ε´ 30).

Βεβαίως ἀνάλογα μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ ἔχουν οἱ Χριστιανοί, ἄλλοτε εἶναι ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἄλλοτε νεκρά. Ἀλλὰ καὶ νεκρὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας π.χ. ποῦ εἶναι βαπτισμένος, ἔχει γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν ἐξομολογεῖται, δὲν κοινωνεῖ, δὲν ζεῖ πνευματικὴ ζωή, εἶναι νεκρὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μετανοήσει, ἀμέσως δέχεται τὴν θεία ζωή. Αὐτὴ τὸν διαποτίζει καὶ γίνεται ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς δὲν χρειάζεται νὰ ἀναβαπτιστεῖ. Ὁ ἀβάπτιστος ὅμως δὲν εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμη καὶ ἂν ζεῖ ἠθικὴ κατ᾿ ἄνθρωπον ζωή. Χρειάζεται νὰ βαπτιστεῖ, γιὰ νὰ γίνει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐνσωματωθεῖ στὸν Χριστό.

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμεθα μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προσφέρεται ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται δική μας ζωή. Καὶ ἔτσι ζωοποιούμαστε καὶ σωζόμαστε καὶ θεωνόμαστε. Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ θεωθοῦμε, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἔκανε μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του.

Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα μᾶς συσσωματώνουν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μᾶς κάνουν, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, σύσσωμους καὶ ὅμαιμους Χριστοῦ. Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μὲ τὸν Χριστό.

Τί μεγάλη εὐλογία, νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια! Ὁ Χριστὸς γίνεται δικός μας, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική μας, τὸ αἷμα Του γίνεται αἷμα μας. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει νὰ δώσει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τοῦ δίδει στὴν θεία Κοινωνία. Οὔτε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν θεία Κοινωνία.

Ἔτσι λοιπὸν βαπτισμένοι, χρισμένοι, ἐξομολογούμενοι, κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου καὶ γινόμαστε καὶ ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν, ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἴμαστε πλέον ξένοι, ἀλλὰ οἰκεῖοι Του.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Θεό, ζοῦμε αὐτὴ τὴν νέα πραγματικότητα ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο: τὴν καινὴ κτήση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται καὶ δική μας ὡς δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν στὴν θέωση. Ἡ θεία Λειτουργία, τὰ Μυστήρια, ἡ θεία Λατρεία, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ νηστεία, ὅλα ἐκεῖ ὁδηγοῦν. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικὸς χῶρος τῆς θεώσεως.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα κοινωνικό, πολιτιστικὸ ἢ ἱστορικὸ ἵδρυμα ποὺ μπορεῖ νὰ ὁμοιάζει μὲ ἄλλα ἱδρύματα στὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ὅπως οἱ διάφοροι θεσμοὶ τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος ἴσως ἔχει ὡραίους θεσμούς, ὡραῖες ὀργανώσεις, ὡραῖα ἱδρύματα, καὶ ἄλλα πράγματα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ὅμως εἶναι ὁ ἀνεπανάληπτος, μοναδικὸς χῶρος τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός, πουθενὰ ἀλλοῦ. Οὔτε στὰ Πανεπιστήμια, οὔτε στὰ ἱδρύματα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, οὔτε σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὡραῖο καὶ καλὸ ἔχει ὁ κόσμος. Ὅλα αὐτά, ὅσο καλὰ καὶ ἂν εἶναι, ὅμως δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία.