Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τα θλίψεις γνωρίζεται – Γέροντος Ιωσήφ ησυχαστού

Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τα θλίψεις γνωρίζεται – Γέροντος Ιωσήφ ησυχαστού

496
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού

Μη ξενίζεσαι τέκνον μου. Έτσι είναι ο μοναχός. Ο βίος του μοναχού είναι μαρτύριον διαρκές. Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τα θλίψεις γνωρίζεται. Και μόλις θα τον ζητήσης, θα σου προβάλη τας θλίψεις. Η αγάπη Του είναι μέσα στα βάσανα. Ολίγον μέλι σου δείχνει και αποκάτω έχει κρύψει ολόκληρον αποθήκην πικρίας. Προηγείται το μέλι της χάριτος και ακολουθεί η πικρία των πειρασμών.

Όταν θελήση να σου στείλη τα βάσανα ειδοποιεί και ως αγγελιοφόρον σου στέλνει ανάλογον χάριν. Ως να σου λέγη: Γίνου έτοιμος! Να περιμένης πόθεν θα σε προσβάλη και θα χτυπήση ο εχθρός. Και ούτως αρχίζει ο σος αγών και η πάλη.

Πρόσεχε, μη δειλιάσης. Μη ξενίζεσαι, όταν «πέφτουν κανόνια», αλλά στήθι ανδρείως ως του Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής. Διότι εδώ η παρούσα ζωή είναι στάδιον του πολέμου. Εκείθεν θα είναι η ανάπαυσις. Εδώ εξορία, εκείθεν η αληθινή μας πατρίδα.

Δεν σε είπον και άλλην φοράν; Οκτώ έτη εις την αρχήν είχα μάχην φρικτήν μετά των δαιμόνων. Κάθε νύκτα λυσσώδης αγών? και την ημέραν οι λογισμοί και τα πάθη. Ήρχοντο με σπαθιά, αξίνες, μπαλτάδες και φτυάρια.

– Όλοι επάνω του! φώναζαν. Μαρτύριον τραβούσα.
– Πρόφθασε, Παναγία μου! φώναζα? και άρπαζα ένα? και δος του εκτυπούσα στους άλλους? έσπαζα τα χέρια μου στα ντουβάρια.

Πρόσεχε, μη δειλιάσης. Μη ξενίζεσαι, όταν «πέφτουν κανόνια», αλλά στήθι ανδρείως ως του Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής

Και κατά τύχην ήλθες κάποιος γνωστός μας από τον κόσμον, να μας ιδή. Και την νύκτα τον έβαλα στο μικρό μου καλυβάκι να κοιμηθή. Και έρχονται οι δαίμονες, καθώς είχαν συνήθειαν εις εμένα, και τον πιάνουν στο ξύλο, και βάζει κάτι φωνές! Έφριξεν ο άνθρωπος. Κόντευσε να τα χάση. Τρέχω ευθύς.

– Τι έχεις; τον λέγω.
– Οι δαίμονες, λέγει, παρ’ ολίγον με έπνιγαν! Με σκότωσαν στο ξύλο!
– Μη φοβείσαι, τον λέγω, εδικές μου ήταν αυτές και απόψε κατά λάθος τις έφαγες εσύ! Όμως μην ανησυχής. Τον είπα και άλλα τοιαύτα φαιδρά να τον ηρεμήσω. Αλλ’ εστάθη αδύνατον. Δεν ημπορούσε πλέον να μείνη στον τόπον εκείνον του μαρτυρίου.

Έντρομος εκύτταζε δεξιά-αριστερά και παρεκάλει να φύγη. Νύχτα-μεσάνυχτα τον ωδήγησα στην Αγία ʼννα και επέστρεψα. Ήμεθα εις τον ʼγιον Βασίλειον τότε.

Λοιπόν μετά οκτώ έτη τοιαύτα, από το ξύλον, όπου έδινα κάθε ημέραν στο σώμα μου δια τον πόλεμον της σαρκός, από την νηστείαν που έκαμα, αγρυπνίαν και λοιπά αγωνίσματα, έγινα πτώμα. Και έπεσα ασθενής. Και απελπίσθηκα πλέον ότι δεν υπάρχει ελπίς να νικήσω τους δαίμονας και τα πάθη.

Και μίαν νύκτα όπως ήμουν καθημένος άνοιξεν η θύρα. Εγώ σκυφτός ευχόμην νορεώς και δεν κύτταξα. Είπα ότι ο π. Αρσένιος άνοιξε. Κατόπιν αισθάνομαι κάτω μου ένα χέρι να με ερεθίζη προς ηδονήν. Κυττάζω και βλέπω τον δαίμονα της πορνείας, τον ψωριάρη. Ώρμησα επάνω του ώσαν σκύλος –τέτοια μανία τον είχα- και τον άρπαξα. Και στην αφήν μου αι τρίχες του ήσαν όπως του χοίρου. Και έγινεν άφαντος. Εγέμισε βρώμα όλος ο τόπος. Και απ’ αυτήν την στιγμήν έφυγε μαζί του και ο πόλεμος της σαρκός. Και έγινα πλεόν ως βρέφος σε μεγάλην απάθειαν.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 24’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979