Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Πως μας πειράζουν οι δαίμονες; – Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου

Πως μας πειράζουν οι δαίμονες; – Γέροντος Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου

1597
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού

Πως μας πειράζουν οι δαίμονες; Είτε προσωπικά οι ίδιοι, είτε δια μέσου των ανθρώπων οι οποίοι μας περιβάλλουν. Έχει σημασία να ξέρωμε πότε μας πειράζουν οι ίδιοι οι δαίμονες και πότε δια μέσου των ανθρώπων. Και οι ίδιοι μεν μας πειράζουν όταν εκ’ των ανθρώπων ιδιάσωμεν, όπως τον Κύριο στην έρημο. «Ιδιάζω» σημαίνει, φεύγω μόνος μου στην έρημο και μένω μονώτατος. Τότε έρχεται ο ίδιος ο πονηρός να με πειράξη, διότι δεν υπάρχουν άνθρωποι τριγύρω μου.

Υπήρχε αρχαιότατη αντίληψις ότι, εξερχόμενος κανείς στην έρημο, πήγαινε να αντιπαλαίση σώμα με σώμα τον ίδιον τον πονηρό. Επίσης, υπήρχε και η αντίληψις ότι δεν υπάρχει ηρωικότερη μορφή ζωής από την μοναστική, διότι ο μοναχός αναλαμβάνει τον πιο σοβαρό και επικίνδυνο αγώνα. Εάν όμως μένω με ανθρώπους, τότε, όπως τον Κύριον τον πείραζαν οι Φαρισαίοι, έτσι και για μένα ο πονηρός χρησιμοποιεί τους ανθρώπους. Ώστε τους κοσμικούς ο δαίμων τους πειράζει δια μέσου των ανθρώπων, είτε με την κατηγορία, είτε με την συκοφαντία, είτε με τον έλεγχο, είτε με ποικίλους πειρασμούς. Ως επί το πλείστον, το πρόβλημα των ανθρώπων για την πνευματική τους ζωή είναι οι άλλοι.

Εφ’ όσον λοιπόν η πορεία της ζωής μου είναι κοινωνική, εφ’ όσον δηλαδή συνδιάγω με ανθρώπους, πρέπει να είμαι έτοιμος, ώστε να μην πειράζομαι από αυτούς. Εάν δεν διατίθεμαι έτσι απέναντί τους, είναι αδύνατον να ζήσω ζωή απείραστη, να μένω ανενόχλητος.

Tους κοσμικούς ο δαίμων τους πειράζει δια μέσου των ανθρώπων, είτε με την κατηγορία, είτε με την συκοφαντία, είτε με τον έλεγχο, είτε με ποικίλους πειρασμούς. Ως επί το πλείστον, το πρόβλημα των ανθρώπων για την πνευματική τους ζωή είναι οι άλλοι

Επομένως, χρειάζεται, να ξέρωμε από πού να φυλαγώμεθα. Έχομε ανθρώπους ακόμη και μοναχούς, οι οποίοι νομίζουν πως τους ενοχλεί ο πονηρός. Κατά κανόνα, πρόκειται για ανθρώπους είτε εγωπαθείς, είτε ασθενείς ψυχικώς ή διανοητικώς, είτε φαντασιόπληκτους, είτε τέλος πάντων πεπλανημένους. Τον κοινωνικό άνθρωπο ο πονηρός δεν τον πειράζει· ευχαρίστως πάει και κοιμάται, δεν πάει όμως να τον ενοχλήση, διότι ο κοινωνικός άνθρωπος έχει τους γύρω του, εκτός αν καταφέρη να ιδιάση, να ζήση μόνος μόνω τω Θεώ.

Δεδομένου λοιπόν ότι συγκοινωνώ με ανθρώπους, πρέπει να παραμένω τελείως ανενόχλητος· να διατεθώ δηλαδή έτσι απέναντί τους, ώστε όλα να τα περιμένω από αυτούς: κακουχία, θλίψι, πειρασμό· συγχρόνως χρειάζεται να αποβάλω κάθε πάθος, ώστε τίποτε απολύτως να μη με ενοχλή εκ’ μέρους τους. Διαφορετικά, δεν μπορώ να ζήσω πνευματική ζωή. Ο άλλος μπορεί να με χτυπήση, να μου βάλη το πιστόλι στην καρδιά, να μου κάνη οποιδήποτε κακό. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να με βλάψη, εάν εγώ είμαι σωστά τοποθετημένος απέναντί του. Αφ’ ης στιγμής όμως δεν κατανοήσω την πλεκτάνη του πονηρού, που μου την στήνει με την αγάπη ή το μίσος του άλλου, με το έγγισμα ή την απομάκρυνσί του, με το χαμόγελο ή με τον πικρό λόγο που θα μου πη, αντιλαμβάνεσθε πόσο ανασφαλή είναι τα βήματά μου.

Απόσπασμα από: «Περί Αγάπης-Ερμηνεία στον Άγιο Μάξιμο» – Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, Ίνδικτος, 2015