Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Ευθαλία Πατέρα – Μέρος Β’

Ευθαλία Πατέρα – Μέρος Β’

2139

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΤις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές και όταν είχε θεία Λειτουργία, η Ευθαλία πήγαινε στην Εκκλησία και ζούσε τα μυστήρια του Θεού. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά και όταν τελείωνε η Εκκλησία έπιανε συζήτηση μαζί τους, τα εχαίρετο, και τα συμβούλευε. Βοήθησε πολλά νέα κορίτσια να μην ξεστρατίσουν.

Αγαπούσε και προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους. Δεν κατέκρινε και δεν ήθελε συζητήσεις με σχόλια για την ζωή των άλλων. Κάποια φορά συζητήθηκε το ατόπημα ενός Ιερέα· εκείνη δεν είπε τίποτε παρά μόνον προσευχήθηκε θερμά για τον ιερέα και του έγραψε και ένα γράμμα για πνευματική βοήθεια.

Την αγάπη της και φιλανθρωπία της προς κάθε άνθρωπο την εκδήλωνε με κάθε τρόπο. Μένει αλησμόνητη η θυσιαστική προσφορά και αγάπη που έδειξε προς τους τραυματίες του ’40. Η Γεωργική Σχολή της Κόνιτσας είχε μεταβληθή σε νοσοκομείο που εδέχετο τους τραυματίες του πολέμου. Οι τραυματίες όμως ήταν πολλοί και γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε και το σπίτι της Ευθαλίας Πατέρα, και μάλιστα στήθηκε εκεί και χειρουργείο. Η Ευθαλία μαζί με άλλες εθελόντριες αδελφές που είχαν έρθει από την Αθήνα, περιποιούντο τους τραυματίες, δείχνοντάς τους αγάπη και ανακουφίζοντας τον πόνο τους. Τους έδιναν λίγο γάλα και χυμό από πορτοκάλια. Από τα Γιάννενα έστειλαν κάποτε για το πατρικό σπίτι της Ευθαλίας ένα καλάθι πορτοκάλια και η Ευθαλία τα έκανε όλα χυμό για τους τραυματίες. Άλλοτε ετοίμασαν δέματα και μελομακάρονα για τον στρατό και πρότειναν στην Ευθαλία να τα παραδώση. Εκείνη όμως αρνήθηκε, γιατί δεν ήθελε να φαίνεται, ούτε να παραγκωνίζη άλλους, δημιουργώντας αντιπάθειες και αντιζηλίες, και είπε σ’ αυτούς που επέμεναν:

«Θέλω να γίνη το καλό
και ας το κάνη άλλος
αν φθονουσ’ αντιμαχώ
εγκληματώ μεγάλως».

Μαζί με την ανακούφιση και την αγάπη που έδειχνε στους τραυματίες τους έλεγε και λόγια Θεού, στηρίζοντας και παρηγορώντας τους.

Η Ευθαλία διατηρούσε ακόμη τον πόθο της να γίνη μοναχή. Την επιθυμία της την είπε σε κάποιον Πνευματικό-ιεροκήρυκα που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της, αλλά τότε ζούσε ακόμη με τη μητέρα της, η οποία ήθελε βοήθεια, και με την προτροπή του έμεινε για να την υπηρετήση.

Η Ευθαλία γνώριζε τον γέροντα Παΐσιο, καθότι Κονιτσιώτισσα. Όταν ο Γέροντας εφιλοξενείτο στο πατρικό της Κέτης, φώναζε την Ευθαλία και προσηύχοντο μαζί, έκαναν Παρακλήσεις και πνευματική συζήτηση (τα σπίτια της Κέτης και της Ευθαλίας ήταν δίπλα-δίπλα). Όταν αργότερα ο Γέροντας εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Στομίου, η Ευθαλία τον επισκέπτετο συχνά. Ήταν μάλιστα παρούσα στην μετακίνηση του βράχου από τον Γέροντα Παΐσιο και όταν ο Γέροντας πέταξε το τηγάνι με τα ψάρια στον γκρεμό. Συμμετείχε στην φιλανθρωπική προσπάθεια με τους κουμπαράδες που είχε ο Γέροντας σε διάφορα σημεία της Κόνιτσας. Η ίδια, καθώς έλεγε με απλότητα, είχε αναλάβει μια πολύτεκνη φτωχή οικογένεια. Τους έδινε σιτάρι και καλαμπόκι για να έχουν το ψωμί. Καθημερινά όμως τους έδινε το γάλα που έπαιρνε από την αγελάδα και βέβαια πρώτα έδινε στα παιδιά αυτής της οικογένειας. Ήταν τέσσερα τα φτωχά και ορφανά. Μαζί με την τροφή φρόντιζε και για το ντύσιμό τους, πλέκοντας ζακέτες και κάλτσες.

Όταν έγινε στην Κόνιτσα Επίσκοπος ο π. Σεβαστιανός, γνώρισε την Ευθαλία, και ένα Σάββατο μετά τον Εσπερινό, στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, της είπε: «Ευθαλία, αναλαμβάνεις ν’ ανοίξουμε γηροκομείο;». Εκείνη με συστολή απάντησε: «Δεν είμαι ικανή για ένα τέτοιο μεγάλο έργο». Ο ενάρετος εκείνος Ιεράρχης, που εγνώριζε να αναθέτη στον Θεό όλα τα θέματα, της είπε: «Κάνε προσευχή και σε μία εβδομάδα θέλω να μου δώσης απάντηση!». Προσευχήθηκε και ο Επίσκοπος για να δείξη ο Θεός το θέλημά Του και να φωτίση η Παναγία. Διηγήθηκε η Ευθαλία: «Μία εβδομάδα έλιωσα σαν το κερί…Δεν τολμούσα να αναλάβω ένα τέτοιο μεγάλο έργο, ένιωθα αδύναμη και ανίκανη, γι’ αυτό μετά από μία εβδομάδα τρέμουσα μπροστά στον Δεσπότη είπα “Δεν μπορώ Σεβασμιώτατε νιώθω αδύναμη και ακατάλληλη για ένα τέτοιο μεγάλο έργο”».

Εκείνος τότε, έχοντας πληροφορία και εξουσία από τον Θεό, διηγείται η ίδια, με πήρε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και μου είπε «σε καλεί η Παναγία και όχι εγώ». Τότε έβαλα τα κλάμματα και είπα «πώς να αρνηθώ στην Παναγία;», και κάνοντας υπακοή στον επίσκοπο και του λέγω: «Με την ευχή σας, Σεβασμιώτατε…». Χωρίς καθυστέρηση μάζεψε τα ρουχαλάκια της σ’ έναν μποξά και πήγε στο Εκκλησιαστικό γηροκομείο «Η Θεοτόκος». Ήταν ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι, το οποίο δώρισε στην Μητρόπολη η εξαδέρφη της Κέτη Πατέρα. Από την πρώτη μέρα ήρθα τέσσερις γερόντισσες και την Κυριακή με την παρουσία του Σεβασμιωτάτου κ. Σεβαστιανού έκαναν αγιασμό.

Με το ξεκίνημα της λειτουργίας του Εκκλησιαστικού γηροκομείου άνοιξε η Ευθαλία μία νέα ζωή προσφοράς αγάπης. Μετά τον Θεό και την Παναγία είχε πνευματικό στήριγμα τον Επίσκοπο κ. Σεβαστιανό.

Το παράδειγμά της συγκίνησε όλους τους κατοίκους της Κόνιτσας, οι οποίοι έσπευσαν να προσφέρουν από το υστέρημά τους για να λειτουργήση το Ίδρυμα. Συγκροτήθηκε πενταμελής επιτροπή με Πρόεδρο τον Σεβασμιώτατο κ. Σεβαστιανό. Την κύρια και βασική ευθύνη για την λειτουργία του γηροκομείου είχε η Διευθύντρια πλέον, Ευθαλία Πατέρα. Καθημερινά σχεδόν συνεργάζετο με τον Γεώργιο Παπαχρηστίδη για όλα τα θέματα και ζητήματα του γηροκομείου. Η Ευθαλία είχε τις γιαγιάδες σαν αδελφές και μητέρες και τις περιποιείτο με πολλή αγάπη. Φρόντιζε και για την υλική και για την πνευματική τροφή τους. Γονατιστή μπροστά στην εικόνα της Παναγίας ξεκινούσε την καθημερινή της διακονία. Στην αρχή ήταν και μαγείρισσα και πλύστρα και…Διευθύντρια. Κάθε πρωί συγκέντρωνε τις γερόντισσες στο καθιστικό και μαζί τους έκανε προσευχή· το απόγευμα έψελναν όλες μαζί την παράκληση στην Παναγία. Ήταν τελειόφοιτη Δημοτικού αλλά γνώριζε τα της λατρείας. Είχε μάθει και έψελνε πολλά τροπάρια και εξαποστειλάρια. Πολλές φορές ερχόταν και ο Σεβασμιώτατος, προσευχόταν και συνωμιλούσε με τις γερόντισσες, ενώ κάθε Κυριακή έτρωγε μαζί τους. Υπήρχε στο γηροκομείο μία ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα, όπου εύρισκαν τροφή και στέγη και κάθε άλλη φροντίδα ψυχές εγκαταλελειμμένες. Η Ευθαλία είχε διοικητικά χαρίσματα, και ήταν πολύ οικονόμα. Εκεί έζησε ως το τέλος της ζωής της. Όπως αποδείχθηκε εκ’ των υστέρων, η διεύθυνση και η διακονία του γηροκομείου δεν την εμπόδισε να καλλιεργήση τις μοναχικές αρετές με μεγάλη ακρίβεια, ιδιαιτέρως την ακτημοσύνη, την προσευχή, τον εγκλεισμό, την αφάνεια, την υπακοή, την διάκριση και την υπομονή.

Τα πράγματα που μετέφερε από το σπίτι της στο γηροκομείο το 1968 ήταν ένας μποξάς· αυτή ήταν η περιουσία της· δυσκολεύτηκαν να βρουν ενδύματα για την κηδεία της, αφού όλα τα πράγματα της ήταν ένα παλτό, μία ζακέτα, δύο φούστες, πέντε-έξι αλλαξιές, μία οδοντόβουρτσα, μία χτένα, ένα πορτοφολάκι με λίγα ψιλά, μία ομπρέλλα, τα γυαλιά, το μπαστούνι της και τρία βιβλία.

Προσωπικό κελλί δεν είχε. Τα πρώτα χρόνια ζούσε στον ίδιο θάλαμο με τρεις γιαγιάδες. Όταν αυξήθηκε ο αριθμός των γιαγιάδων, έστρωνε δύο κουβέρτες στο καθιστικό για τον βραδινό της ύπνο και το πρωΐ τις μάζευε. Ούτε ντουλάπι ούτε κομοδίνο είχε δικό της.

Όταν δημιουργείτο καμμία παρεξήγηση με τις γιαγιάδες ή όταν δεν την άκουγαν και είχαν ιδιοτροπίες, υποχωρούσε. Πήγαινε στο καθιστικό, άναβε το θυμιατήρι, έψαλλε την παράκληση στην Παναγία και ο Θεός έδινε την λύση. Όταν επέστρεφε τις εύρισκε ειρηνικές και συνεργάσιμες. Με αυτόν τον πνευματικό τρόπο ενεργούσε πάντοτε.

Μελετούσε την Αγία Γραφή, τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τα συγγράμματα του Αγίου Νεκταρίου και βίους Αγίων. Μάλιστα τα βιβλία που μελετούσε είχαν φθαρή από την πολλή χρήση. Είχε κομβοσχοίνι και ασκούσε την νοερά προσευχή όπως την είχε διδάξει ο γέροντας Παΐσιος.

Η Ευθαλία αρχικά εξωμολογείτο στον παπα-Δημήτριο. Η ίδια ποθούσε την συχνή θεία Κοινωνία. Ο Πνευματικός της όμως της επέτρεπε να κοινωνή τρεις έως τέσσερες φορές τον χρόνο. Αν και δεν την ανέπαυε αυτό, έκανε όμως υπακοή. Αφ’ ότου όμως πήγε στο γηροκομείο, ήταν στην υπακοή του Σεβασμιωτάτου και κοινωνούσε μία με δύο φορές την εβδομάδα. Η τιμή και η αγάπη ήταν αμοιβαία μεταξύ του Σεβασμιωτάτου και της Ευθαλίας.

Για τελευταία φορά πέρασε από την αγορά της Κονίτσης το 1940, μεταφέροντας πορτοκάλια για να προσφέρη χυμό στους τραυματίες πολέμου. Έκτοτε ο μοναδικός δρόμος που γνώριζε ήταν ο δρόμος που ωδηγούσε στον Άγιο Νικόλαο. Από το 1968 που πήγε στο γηροκομείο, συνέχισε ένα διάστημα το ίδιο τυπικό, να βγαίνη μόνο για εκκλησιασμό στον Άγιο Νικόλαο. Αργότερα εκκλησιάζετο μόνο στο παρεκκλήσι των Ιδρυμάτων. Αξιοσημείωτο είναι ότι ποτέ δεν την έβλεπε κανείς ακόμα και στην αυλή.

Συνεχίζεται

«Ασκητές μέσα στον κόσμο – B΄», Άγιον Όρος, 2012