Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Τα εκκλησιαστικά κείμενα στην εκπαίδευση και η γλωσσική ανάπτυξη

Τα εκκλησιαστικά κείμενα στην εκπαίδευση και η γλωσσική ανάπτυξη

1306

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΗρακλή Ρεράκη
Καθηγητού Παιδαγωγικής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Όταν αναφέρεται κανείς στη θέση που έχουν τα εκκλησιαστικά κείμενα στην Εκπαίδευση, είναι ανάγκη πρώτα να αναλογισθεί τη γενικότερη θέση που κατέχει ο Λόγος της Εκκλησίας στο σχολείο. Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μίας εκπαιδευτικής πολιτικής ιδεολογικού χαρακτήρα, η οποία έχοντας ως άξονα της ένα μη επιστημονικό και σε κάθε περίπτωση αντιπαιδαγωγικό προοδευτισμό, αρνείται τη ζωντανή και γόνιμη σύνδεση της παιδείας μας και των παιδιών μας με ότι σχετίζεται με την ελληνική τους κληρονομιά: τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό, τη ζώσα ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και ζωή.

Η συγκεκριμένη αυτή εκπαιδευτική κατεύθυνση παίρνει σάρκα και οστά με τα Προγράμματα και τα βιβλία που στέλνονται στα σχολεία, στα οποία ότι δεν εμπίπτει στις προδιαγραφές και τα κριτήρια του εκσυγχρονιστικού πνεύματος, απορρίπτεται και απομακρύνεται από το σχολείο. Μία από τις σχετικές αλλαγές που έχουν εφαρμοστεί είναι η γλωσσική μεταρρύθμιση, η οποία ως γνωστόν έχει λειτουργήσει τα μέγιστα σε βάρος της διαχρονικής ελληνικής γλώσσας και αυτοσυνειδησίας των νέων μας με τελευταίο κτύπημα εκείνο του μονοτονικού συστήματος της γραφής. Στο πλαίσιο αυτό, κείμενα, συγγραφείς ή ποιητές, που έχουν σχέση με τη ζωή και το πνεύμα της ελληνορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως αξιολογούνται με τα παραπάνω κριτήρια και απορρίπτονται ως έχοντα μη προοδευτικό αλλά αναχρονιστικό και συντηρητικό χαρακτήρα!

Το αποτέλεσμα αυτής της ιδεολογικοπολιτικής γραμμής στο χώρο της εθνικής παιδείας είναι ορατό αφενός στη γλωσσική πενία των νέων μας, που έχει φτάσει στα έσχατα όρια, αφετέρου στην κραυγαλέα πλέον έλλειψη ηθικοπνευματικών προτύπων, η οποία έχει οδηγήσει τον λαό μας σε μία γενικότερη πνευματική, πολιτισμική, ηθική και κοινωνική κρίση, που όλοι μας βιώνουμε. Τα εκκλησιαστική κείμενα, γραμμένα σε μία απλή και κατανοητή γλώσσα, την «κοινή» ελληνιστική, εμπεριέχουν και εκφράζουν τη διδασκαλία, τις αλήθειες και γενικά το πνεύμα του χριστιανισμού, δηλαδή την πίστη που με το βάπτισμα τους έχουν τα παιδιά του ελληνικού σχολείου είτε στην Ελλάδα είτε στην ομογένεια και, συνεπώς, δεν είναι ξένα προς τους μαθητές. Συγχρόνως αυτά τα κείμενα με τον γλωσσικό και πνευματικό τους πλούτο συμβάλλουν στην οικείωση της ελληνικής διαχρονικής γλωσσικής τους κληρονομιάς καθώς και στη θρησκευτική, ηθική, κοινωνική και πολιτισμική τους ανάπτυξη.

Όταν αναφερόμαστε στη διαχρονική γλωσσική κληρονομιά, εννοούμε την ενιαία γλώσσα, που ξεκινάει με τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, της Υμνογραφίας, της Δημοτικής και της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, καθώς και ολόκληρου του λαϊκού πλούτου, που ήταν συγκεντρωμένος στις παροιμίες, στα παραμύθια, στην τοπική γλώσσα του απλού λαού, στα λαϊκά ήθη και έθιμα της πατρίδας (1). Η απόρριψη επομένως των κειμένων της Εκκλησίας από τα βιβλία των Αρχαίων και των νέων Ελληνικών καθώς της Γλώσσας επιδεινώνει αντί να θεραπεύει τη γλωσσική πτώχευση των μαθητών, αλλά και την πτώχευση των θρησκευτικών και πολιτισμικών τους προτύπων και αρετών.

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΩστόσο οφείλει να σκεφτεί κανείς ότι η έμφυτη θρησκευτικότητα που διακρίνει αυτόν τον λαό από αρχαιοτάτων χρόνων και η στενή σχέση του με τη ζώσα εκκλησιαστική παράδοση υπαγορεύει μία εξοικείωση των νέων αυτού του τόπου, στη μαθησιακή τους περίοδο, με σπουδαία και πολύτιμα παιδευτικά αγαθά της χριστιανικής παραδοσιακής τους κληρονομιάς που είναι, όπως είδαμε, μεταξύ των άλλων και τα αγιογραφικά, πατερικά και λατρευτικά κείμενα. Το σχολείο στο πλαίσιο της γενικής παιδείας που προσφέρει οφείλει να βοηθά τον μαθητή να ολοκληρώνεται ολόπλευρα και ψυχοσωματικά, εμπλουτίζοντάς τον με γνωστικά και βιωματικά αγαθά και με δεξιότητες που να τον καθιστούν έτοιμο και ικανό όχι μόνον να γνωρίζει καλά, αλλά και να μπορεί να προβάλει, όταν χρειαστεί τα μνημεία της λαϊκής και θρησκευτικής παράδοσης. Εκτός των άλλων φαίνεται ότι μερικοί πολιτικοί, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι δεν έχουν συνειδητοποιήσει τον ηθικοπνευματικό ρόλο που ενέχουν τα πρότυπα και οι αρετές που υπάρχουν στη χριστιανική κειμενική παράδοση σε σχέση με τη δόμηση του χαρακτήρα και γενικότερα με την πνευματική συγκρότηση του παιδιού.

Τα εκκλησιαστικά κείμενα, συνδεδεμένα όπως είναι με την ορθόδοξη χριστιανική ζωή της πίστεως, της αγάπης, της αλήθειας, της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ελπίδας κ.α. εκτός από το θεολογικό στόχο τους, επηρεάζουν θετική την ολόπλευρη κοινωνικοποίηση του παιδιού. Ταυτόχρονα, όμως, η διδασκαλία των κειμένων αυτών συμβάλλει τα μέγιστα στην κατανόηση και τη συνειδητοποίηση, από την πλευρά των μαθητών, της ιστορικής αλήθειας ότι η Εκκλησία με αυτά τα γλωσσικά κείμενα και αυτό το πνεύμα της ελευθερίας (2) διατήρησε επί 400 χρόνια μουσουλμανικής δουλείας τη γλωσσική συνέχεια του γένους μας και μαζί μ’ αυτήν, την πίστη και την εθνική συνείδηση και ταυτότητα (3). Αυτό σημαίνει ότι και τώρα, σ’ αυτήν την κρίση που βιώνει ο λαός μας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την οργανωμένη παιδεία μας η ίδια γλώσσα και το ίδιο αδούλωτο πνεύμα διάσωσης (4), το οποίο παραμένει άσβηστο και αμετάβλητο.

Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν οι αλλότριες παρωθήσεις, που ενεργοποιούνται μέσω εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων και ιδιαίτερα μέσω εκπαιδευτικών μεθοδεύσεων και μηχανισμών, είτε να στερήσουν από τα παιδιά τα πνευματικά αγαθά της ελληνορθόδοξης κληρονομιάς είτε να τα διαστρεβλώσουν και να τα αλλοιώσουν μέσα από τεχνητές συγχύσεις και σχετικισμούς. Οι σχεδιαζόμενες και μέσα στη σύγχρονη κρίση μεθοδεύσεις είναι οι ίδιες που οδήγησαν τη χώρα στην πνευματική κατάπτωση και φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται την οικονομική κρίση προκειμένου να επιτευχθεί η τελική πνευματική υποταγή της θρησκευτικής και πολιτισμικής ιδιοπροσωπείας του λαού μας.

Το αποτέλεσμα αυτής της ιδεολογικοπολιτικής γραμμής στο χώρο της εθνικής παιδείας είναι ορατό αφενός στη γλωσσική πενία των νέων μας, που έχει φτάσει στα έσχατα όρια, αφετέρου στην κραυγαλέα πλέον έλλειψη ηθικοπνευματικών προτύπων, η οποία έχει οδηγήσει τον λαό μας σε μία γενικότερη πνευματική, πολιτισμική, ηθική και κοινωνική κρίση, που όλοι μας βιώνουμε

Τα κείμενα της Εκκλησίας και της θεολογίας αποτελούν σταθεροποιητικό γλωσσικό παράγοντα αληθινής θρησκευτικότητας και γνήσιων πολιτισμικών προτύπων και αρετών. Η απόρριψή τους επιτείνει τη γλωσσική απίσχνανση, απομακρύνει ακόμη περισσότερο τους νέους μας από την αρχαία και ρωμαϊκή παράδοσή τους και μεγαθύνει την πνευματική τους πενία. Είναι βέβαιο ότι σταδιακά αλλά σταθερά οι νέοι μας μέσα από αυτήν την εκπαιδευτική πολιτική εναντίον των κειμένων, της γλώσσας και του Πνεύματος της Εκκλησίας (5) οδηγούνται σε μια βαβελική αγλωσσία, δηλαδή σε μία πνευματική σύγχυση που τους στερεί τη σοφία, την έμπνευση και την προφητεία. Ταυτόχρονα χάνεται από την πολιτισμική τους συνείδηση ένα από τα πλέον πολύτιμα συνεκτικά στοιχεία και θεμέλια της διαχρονικότητας και της ενότητας του ελληνικού πολιτισμικού τοπίου που είναι η γλωσσική μας συνέχεια.

Η πολιτισμική και πνευματική πορεία της χώρας τα τελευταία χρόνια, μέσω της παραπάνω μη υγιούς ιδεολογικής κατεύθυνσης, οδήγησε την πολιτισμική δομή της χώρας στην οπισθοδρόμηση και σε μία παγκόσμια περιφρόνηση και περιθωριοποίηση. Η πορεία αυτή δεν πρόκειται να ανακοπεί, εάν η παιδεία μας δεν εγκαταλείψει τα ιδεολογική της σύνδρομα και δεν ξαναβρεί την πνευματική της ταυτότητα και συνείδηση, μέσα από τις αστείρευτες πηγές και δυνάμεις:

α) του αρχαίου ελληνικούς πνεύματος,

β) της ζώσας ορθοδόξου εκκλησιαστικής παραδόσεως

γ) της διαχρονικής γλωσσικής και ιστορικής της παραδόσεως και συνέχειας.

Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να μην λησμονούμε αυτό που έλεγε ο σπουδαίος αγωνιστής και οργανωτής της παιδείας μας, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, μέσα σε ένα περιβάλλον που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, ότι δηλαδή στην Ελλάδα υπάρχει ένα μυστικό αλλά πολύ ισχυρό νήμα, που δένει το σχολείο με την Εκκλησία: «Το σχολείο ανοίγει την Εκκλησία και η Εκκλησία παραστέκει, στηρίζει, προστατεύει το σχολείο» (6). «Να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διατί και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν και αν δεν σπουδάξης εις το ελληνικόν, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα, όπου ομολογά η Εκκλησία μας» (7).

Βιβλιογραφία

[1]. Βλ. Δ. Σολωμός, «Στοχασμοί Διάφοροι», στο Δ. Σολωμού, Άπαντα ποιήματα και πεζά, Προλεγόμενα Μαρίνου Σιγούρου, εκδ. Επιτροπής Ζακύνθου Εορτασμού Εκαντοντα-ετηρίδος Σολωμού, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1957, σ. 547-548.

[2]. Βλ. Δ. Σολωμός, «Στοχασμοί Διάφοροι», στο Δ. Σολωμού, Άπαντα ποιήματα και πεζά, Προλεγόμενα Μαρίνου Σιγούρου, εκδ. Επιτροπής Ζακύνθου Εορτασμού Εκαντοντα-ετηρίδος Σολωμού, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1957, σ. 446 και 452.

[3]. Βλ. Κ. Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991. Πρβλ. Β. Χαραλαμπόπουλος, Η πνευματική αναγέννησις του υπόδουλου ελληνισμού, εκδ. ΧΕΕΛ, Αθήνα 1971.

[4]. Βλ. Η. Ρεράκης, Θρησκευτικά και Πολιτισμικά Πρότυπα στο έργο του Δ. Σολωμού, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1997.

[5]. Βλ. Ηρακλής Ρεράκης «Τρόπος βιώσεως και χρήσεως της συμβολικότητας της Γλώσσας στη χριστιανική παιδεία», στο: Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη, Χαριστήριος Τόμος Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Τιμοθέου, Έκδοσις Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Ηράκλειον 2001, σσ. 495-511

[6]. Βλ. Π. Πάσχος, Κοσμάς ο Αιτωλός, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1985, σ. 130.

[7]. Ι. Μενουνος, Κοσμά του Αιτωλου, Διδαχές και βιογραφία, Διδαχή Α2, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σελ. 173.

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη