Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ Περί αντικειμενικότητος στην έρευνα και στην Θεολογία

Περί αντικειμενικότητος στην έρευνα και στην Θεολογία

1874

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΤι εννοούμε όμως λέγοντας αντικειμενικότητα στην έρευνα; Στις θετικές επιστήμες η αντικειμενικότητα αποκτάται με την παρατήρησι και με την ανάλυσι. Π.χ. πως μάθαμε ότι υπάρχουν περίπου 100.000 γονίδια μέσα σ’ ένα κύτταρο; Τα παρατηρήσαμε με ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, τα φωτογραφήσαμε και τα μετρήσαμε.

Το ίδιο γίνεται και στην αστρονομία, δηλαδή στον μακρόκοσμο. Πριν το 1926 όλοι οι αστρονόμοι πίστευαν ότι υπήρχε ένας μόνο γαλαξίας. Σήμερα όμως  με τα ραδιοτηλεσκόπια οι αστρονόμοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον 100.000.000 γαλαξίες στο σύμπαν! Δηλαδή βλέπει κανείς και διαπιστώνει δια της εμπειρίας της παρατηρήσεως. Αυτή η αντικειμενικότης, που υπάρχει στις θετικές επιστήμες και η οποία προέρχεται από την παρατήρησι, το πείραμα και την μέτρησι είναι η σπονδυλική στήλη των θετικών επιστημών. Το δε χαρακτηριστικό της αντικειμενικότητος αυτής των θετικών επιστημών είναι η επαναληψιμότης του πειράματος και η αναπαραγωγή (επιβεβαίωσις) του αποτελέσματος. Δηλαδή πολλοί επιστήμονες σε διάφορα μέρη του κόσμου μπορούν παράλληλα να πιστοποιήσουν εκείνο, που κάποιος συνάδελφος τους πρώτος ανεκάλυψε. Η επιστημονική γνώσις δηλαδή επιδέχεται επιβεβαίωσι και επαναπροσδιορισμό από άλλους ερευνητές σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Οπότε η μαρτυρία των πολλών και εγκύρων επιστημόνων είναι εκείνη που δημιουργεί και καθορίζει την αντικειμενικότητα στις θετικές επιστήμες.

Τώρα στην Πατερική Θεολογία τι μπορεί να είναι αντικειμενικό και πόσο μπορεί να διαφέρη από την υποκειμενικότητα; Οι διάφορες θεολογίες, που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ορθοδοξία, είναι απλώς υπολογισμοί του τι είναι η Πατερική Παράδοσις. Υποκειμενικοί υπολογισμοί. Πως όμως ένας σημερινός Ορθόδοξος θεολόγος μπορεί να αποκτήση αντικειμενικότητα στην Θεολογία του; Διότι το πρόβλημα είναι το εξής: Επειδή ο Ορθόδοξος θεολόγος έχει την Ορθόδοξο πίστι από μικρό παιδί, συνήθως δέχεται σαν δεδομένη την αλήθεια της πίστεώς του. Δηλαδή, επειδή είναι Ορθόδοξος Χριστιανός, εκ των προτέρων πιστεύει, παραδέχεται τον Χριστόν, παραδέχεται ως αληθή την διδασκαλία του Χριστού, παραδέχεται ως αληθή την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, παραδέχεται τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, παραδέχεται το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας κλπ. Οπότε ένας μοντέρνος Ορθόδοξος θεολόγος πως κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήση αντικειμενικότητα στην θεολογική του μέθοδο; Αυτό είναι σήμερα το βασικό πρόβλημα.

Αυτή λοιπόν η εμπειρία της θεώσεως είναι η ραχοκοκκαλιά της Ορθοδόξου παραδόσεως, καθώς και το θεμέλιο των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα

Συμβαίνει να έχωμε στα χέρια μας έναν θησαυρό, την Θεολογία της Ορθοδόξου Παραδόσεως, που είναι απαύγασμα και αποτέλεσμα αιώνων εμπειριών, που επαναλαμβάνονται, ανανεώνονται και καταγράφονται από τους θεουμένους των διαφόρων εποχών. Έχομε τις εμπειρίες των Πατριαρχών, των Προφητών, και μετά τις εμπειρίες των Αποστόλων, τις οποίες όλες αποκαλούμε δοξασμό. Δοξάζεται ο Προφήτης σημαίνει ότι βλέπει την δόξα του Θεού. Δοξάζεται ο Απόστολος σημαίνει ότι ο Απόστολος βλέπει την δόξα του Χριστού.  Βλέποντας ο Απόστολος την δόξα του Χριστού, διαπιστώνει από την ίδια την εμπειρία του ότι η δόξα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη είναι η δόξα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη. Οπότε ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός είναι ο Ελωΐμ της Παλαιάς Διαθήκης.

Όσο για το Πνεύμα το Άγιο, το τι είναι – επειδή δεν είναι σαφές στην Παλαιά Διαθήκη – διαπιστώνεται από την εμπειρία των Αποστόλων. Διότι σ’ αυτούς γίνεται μία επανάληψις της εμπειρίας των Προφητών με την διαφορά όμως ότι τώρα στον Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης έχει προστεθή η ανθρώπινη φύσις του Χριστού. Διότι οι Απόστολοι εδοξάσθησαν μετά την Ενσάρκωσι, οι τρεις μερικώς κατά την Μεταμόρφωσι στο όρος Θαβώρ, όλοι όμως πλήρως κατά την Πεντηκοστή, κατά την οποίαν έφθασαν στο ανώτατο ύψος δοξασμού, που μπορεί να φθάση ποτέ ένας άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή.

Μετά του Αποστόλους έχομε τις εμπειρίες των θεουμένων, που είναι οι Πατέρες την Εκκλησίας, καθώς επίσης και όσοι από τους Αγίους έφθασαν σε θέωσι. Αυτή η διαδοχή της εμπειρίας της θεώσεως είναι συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτή λοιπόν η εμπειρία της θεώσεως είναι η ραχοκοκκαλιά της Ορθοδόξου παραδόσεως, καθώς και το θεμέλιο των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.

Οπότε, αν σ’ αυτήν στηριχθή ένας σημερινός Ορθόδοξος θεολόγος, αν δηλαδή γίνη μελετητής της Πατερικής Παραδόσεως και, αν ο ίδιος περνώντας μέσα από την κάθαρσι και φωτισμό, φθάση στην θέωσι, ώστε όχι μόνο να την κατανοήση, αλλά και να διαπιστώση ο ίδιος εν Πνεύματι Αγίω την αλήθεια της Παραδόσεως αυτής, τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι αποκτά αντικειμενικότητα στην θεολογική του μέθοδο.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Πατερική Θεολογία, Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Καθηγητού Πανεπιστημίου, Εκδόσεις Παρακαταθήκη, 2004

Ετεροαναφορά: Πατερική Θεολογία