Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Όλα τώρα αυτά τα πεσίματα σου γίνονται γνωστικά ταπεινοφροσύνης μαθήματα

Όλα τώρα αυτά τα πεσίματα σου γίνονται γνωστικά ταπεινοφροσύνης μαθήματα

475
O Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής με την συνοδεία του
O Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής με την συνοδεία του

Είπεν ο Θεός τον Αδάμ: «Και τις ανήγγειλε σοι ότι γυμνός ει; Η μήπως έφαγες εκ του καρπού του οποίου σοι έδωκα εντολή να μην φάγης;»

Καγώ σοι λέγω· – Ποιος σου έβαλεν εις τον νουν όλα αυτά όπου γράφεις; Η μήπως ήνοιξας θύραν εις τον εχθρόν και εισελθών με όλην αυτού την παρεμβολήν εταπείνωσε την ψυχήν σου;

Αυτά που λογίζεσαι τώρα, παιδί μου, ώφειλες να τα λογισθής προτού να φορέσης το άγιον ένδυμα. Τώρα που ενεδύθης των Αγγέλων το Σχήμα και εσφράγισεν ο Χριστός όσα τον υπεσχέθης δεν έχουσι πλέον θέσιν ουδόλως. Καθότι τελεσιουργηθέντος του Μυστηρίου εσβέσθησαν πλέον συγγενείς και γονείς, τα πάντα.

Και πρόσεχε καλώς εις την ακρίβειαν των λόγων μου.

Εάν μετά ταύτα οκλάση και ραθυμήση ο μοναχός και αφήση χωρίς λόγον τον Γέροντα ή την Συνοδείαν, θανάσιμον αλοίμονον εις αυτόν· ότι θα περιπέση εις μεγάλα δεινά και ουκ εκφεύξεται δίκης. Εφ’ όρου ζωής θα πληρώνη και εν τέλει χρεωμένος θα είναι. Αρνητής υποσχέσεως θα λογισθή και εντολής παραβάτης. Καθότι είπεν ο Κύριος: «Ο αγαπών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμού ουκ εστί μου άξιος». Και πάλιν είπεν: «ο βάλων την χείρα επ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω ουκ ευθυδρομεί προς την Βασιλείαν». Και πάλιν επίσης: «Καλόν το μη εύξασθαι ή εύξασθαι και μη αποδούναι».

Όταν λοιπόν αυτά ομιλεί αποφαντικώς ο Χριστός, ο Διδάσκαλος, ο Θεός και Πατήρ σου, ο κατέχων εις χείρας Αυτού την πνοήν και ζωήν σου, ποιαν θέσιν έχουν αυτά εσύ που λέγεις; Ότι δεν θα ησυχάσης, ότι θα σε τύπτη διαρκώς η συνείδησις δια τας υποχρεώσεις που άφησες, και άλλα τοιαύτα. Όλα αυτά ας τα σκεφθή ο Θεός, όπου έβαλεν όρους και οροθέσια· ας δώση λόγον Αυτός εις τον εαυτόν Του, αν δεν τα είπε καλά. Συ δε και εγώ και πάντες οι ενδυθέντες τούτο το άγιον Σχήμα οφείλομεν να φυλάξωμεν πάση θυσία τας υποσχέσεις όπου Του εδώσαμεν, δια να γίνωμεν κληρονόμοι των αγαθών, όπου μας υποσχέθη.

Και μη νομίσης ότι και οι γονείς θα ωφεληθούν τώρα, εάν εσύ στρέψης εις τα οπίσω. Μεγάλως θα ζημιωθή η ψυχή των, και εις απώλειαν έσονται οι εν τη οικία, ως το θείω θελήματι αντιπίπτοντες.

Αλλά μήτε εγώ θα συνεργήσω ποτέ εις την αμαρτίαν αυτήν· μήτε τώρα συμφωνώ εις την λύσιν που δίδετε. Αλλά και ο Γέροντας, εάν τελικώς βαρυνθείς σε απεμπολήση, πολύ ακριβά θα πληρώση αυτήν την συγκατάβασιν.

Λοιπόν σβήσε εις το παντελές από την μνήμην σου της πονηρίας αυτό το ενθύμημα, δια να παύση ο πόλεμος των λογισμών, να ειρηνεύση η καρδία σου. Ει δε και νικηθής και γυρίσης όχι μόνον άλλην επιστολήν δεν θα σου γράψω, αλλά και θα σε σβήσω παντάπασιν από την καρδίαν μου. Πλέον τούτου να πράξω δεν ημπόρω εφ’ όσον βλέπω ότι, ενώ εννοείς πως είναι πειρασμός και διάβολος, εσύ επιμένεις να τον ακούης. Λοιπόν τι να γράφω τα περιπλέον;

Πλην άκουσον μου, εν όσω είναι καιρός. Διότι, όταν ο άνθρωπος εν γνώσει υποχωρή εις τον πειρασμόν, κατόπιν έρχεται καιρός όπου δεν ημπορεί πλέον να ακούση το υγιές και ωφέλιμον· καθότι εχάλασεν ήδη η ακοή της ψυχής του. Και γίνεται μετά ταύτα καταφρονητής, πορευόμενος εις απώλειαν.

Η δε ετοιμασία είναι αυτή: Εις ότι ήθελε μου συμβή, εξ όσων δύναται να κινήση ο δαίμων υπό τον ουρανόν, εγώ θέλημα δεν θα στήσω, γνώμην δεν δίδω, φιλονεικίαν δεν κάμνω. Ας είναι στραβό, ας είναι ότι είδους θέλει το προστασσόμενον, ώσαν σταυρός· εγώ χωρίς διάκρισιν να το κάμω· και ας ιδή ο Θεός την καρδίαν μου να μου ελαφρώση τον πόλεμον

Δεν βλέπεις ότι ο Κύριος προς όλους ομιλών εν τέλει κατέληγεν «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω»;

Όθεν άφες κατά μέρος τους λογισμούς σου αυτούς και στήριξον την διάνοιάν σου «πνεύματι ηγεμονικώ».

Εσύ βάρος δεν έχεις εις τίποτε εξ όσων άφησες πίσω, αναχωρών εκ του κόσμου και των οικείων σου. Έχει δι’ όλα πρόνοιαν και φροντίδα Εκείνος όπου έκτισε τον ουρανόν και την γην και μεριμνά δι’ όλους.

Και άκουσον ένα θαυμαστόν γεγονός όπου έγινεν εδώ εις το Άγιον Όρος και ίσως εως τώρα δεν το έχεις ακούσει.

Έτυχε κάποιος είς τας ημέρας μας εδώ εις τα Κατουνάκια, όπου εγώ δεν τον πρόφθασα, διότι προ ολίγου καιρού είχεν αποθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός εις ένα Γέροντα τυφλόν. Λοιπόν μίαν ημέραν ήλθεν ένας πτωχός κοσμικός, περαστικός από το Κελλίον του. Και τον ερωτά ο νέος μοναχός·

– Πόθεν είσαι;

Και ήτο χωριανός του.

Λοιπόν δεν του έδωκε γνωριμίαν, μόνον του είπε τι κάμνει ο δείνα –δια τον πατέρα του. Τον λέγει ο ξένος, ότι αυτός απέθανε και άφησε την γυναίκα του και τρία κορίτσια εις τους δρόμους ορφανά και πτωχά. Είχαν και έναν υιόν, λέγει, όπου έφυγεν από χρόνια και δεν γνωρίζουν τι έγινε.

Λοιπόν ευθύς ως από κεραυνού επλήγη ο μοναχός. Και ευθύς τον προσέβαλεν η πάλη των λογισμών.

– Θα φύγω, λέγει εις τον Γέροντά του. Θα φύγω να πάω να τους προστατεύσω!

Ζητεί ευλογίαν. Δεν του δίδει Γέροντας. Αυτός συνεχώς επιμένει. Και συμβουλεύων ο Γέρων· κλαίει δι’ εαυτόν, κλαίει και δι’ εκείνον. Αλλ’ εστάθη αδύνατον να τον μεταπείση. Τέλος τον άφησεν εις το θέλημά του, και έφυγεν ο υποτακτικός.

Αφού βγήκεν έξω του Όρους εκάθισε να συνέλθη υπό μίαν δενδροσκιάν.

Και έφθασεν εκεί κατά συγκυρίαν ιδρωμένος και έτερος μοναχός· εκάθισε και αυτός υπό την ιδίαν σκιάν. Και ήρχισεν ο φανείς να τον λέγη:

– Σε βλέπω, αδελφέ, ταραγμένον. Δεν μου λέγεις τι έχεις;

– Άφησε, Πάτερ, τον λέγει· έπαθα μεγάλο δυστύχημα. Και τον διηγείται καταλεπτώς όλην την ιστορίαν του. Ο δε αγαθός οδοιπόρος τον λέγει:

– Αν θέλης, αγαπητέ αδελφέ, να ακούσης· στρέψε οπίσω εις τον Γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύση το σπίτι σου. Συ υπηρέτει τον Γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός.

Αλλά αυτός δεν τον ήκουεν. Κυριευμένος από τους λογισμούς του εφαίνοντο ώσει ληρός οι λόγοι του άλλου. Και, αφού τον έφερεν πολλά παραδείγματα, όπως τώρα εσένα εγώ, εσηκώθη ο ανυπάκουος μοναχός να συνεχίση τον δρόμον του προς τον κόσμον. Ο δε φανείς εν τέλει του λέγει·

– Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσης οπίσω;

– Όχι! αντιλέγει εκείνος.

– Ε τότε! λέγει ο φανείς· Εγώ είμαι άγγελος Κυρίου και εμένα με επρόσταξεν ο Θεός, ευθύς όπου απέθανεν ο πατήρ σου να πάω κοντά τους να τους φυλάγω και να γίνω προστάτης των. Αφού λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί εμού, και εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφ’ όσον δεν με ακούς. Και έγινεν άφαντος απ’ εμπρός του. Τότε λοιπόν συνήλθεν ο μοναχός και εγύρισεν ευθύς εις τον Γέροντα· και τον ηύρε γονατιστόν, να εύχεται δι’ αυτόν.

Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής
Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής

Εννόησες, τέκνον μου; Έτσι γίνεται, όταν ημείς τα αφήνομεν όλα εις τον Θεόν. Αφού λίαν καλώς τα οικονομεί Εκείνος ως αγαθός κυβερνήτης και ουδέν εσφαλμένον κατ’ ευδοκίαν Αυτού. Αλλά θέλει υπομονήν να έχη εκείνος όπου ζητεί να σωθή. Ει δε και ζητούμεν ημείς να τα κάμνη ο Θεός, όπως αρέσουν εις την δικήν μας διάκρισιν, τότε αλλοίμονον εις το χάλι μας.

Ο διάβολος, μη δυνάμενος να εισέλθη όπου η ευλογία της υπακοής και ο σύνδεσμος της αγάπης, παντοειδώς πολεμεί να απομονώση δι’ αποστασίας τον άνθρωπον, και κατόπιν να τον κάμη παίγνιον της κακίας και πανουργίας του. Όταν όμως ο φρόνιμος πείθεται εις τους ανωτέρους του, όπου γνωρίζουν τον δρόμον, πίπτει ο δαίμων που στήνει παγίδες και στρέφει το κακόν εις την κεφαλήν του.

Έχε λοιπόν, τώρα υπακοήν στους μεγαλυτέρους σου και συν τω χρόνω θα γίνης και συ έμπειρος να ωφελήσης τους μικροτέρους. Εκείνο όπου τώρα δεν έχεις και σου φαίνεται δύσκολον να το κατορθώσης, θα έλθη καιρός που θα το κατέχης και θα θαυμάζης πως το απέκτησες, αφού πλέον εσύ είχες παύσει να το ζητής. Θα γίνουν αυτά, αρκεί μόνον εσύ να εμμένης υπομένων και ζητών την κάθαρσιν της ψυχής σου. Θα παύση και ο θυμός, θα έλθη και η ειρήνη, θα εύρης και την ανάλογον της εργασίας σου απάθειαν, θα εύρης και την ευχήν. Αρκεί να ζητής και να βιάζεσαι κατά δύναμιν. Δια μιας δεν γίνονται όλα. Καθώς και σωματικώς δεν έγινες δια μιας από νήπιον άνδρας.

Όλα τώρα αυτά τα πεσίματα σου γίνονται γνωστικά ταπεινοφροσύνης μαθήματα. Ώστε δεν είναι να λυπηθής, αλλά να προσέχης· και να ενισχύεσαι εις τες συμπλοκές, όπου έρχονται η μία κατόπιν της άλλης. Και το μάθημα της μίας ετοιμασία δια την επόμενην. Η δε ετοιμασία είναι αυτή: Εις ότι ήθελε μου συμβή, εξ όσων δύναται να κινήση ο δαίμων υπό τον ουρανόν, εγώ θέλημα δεν θα στήσω, γνώμην δεν δίδω, φιλονεικίαν δεν κάμνω. Ας είναι στραβό, ας είναι ότι είδους θέλει το προστασσόμενον, ώσαν σταυρός· εγώ χωρίς διάκρισιν να το κάμω· και ας ιδή ο Θεός την καρδίαν μου να μου ελαφρώση τον πόλεμον.

Ο άνθρωπος οφείλει να στέκη ως ένας σκοπός και να περιμένη πόθεν θα τον κτυπήση ο εχθρός. Και ευθύς κατ’ εκείνο το μέρος να γυρίζη τα όπλα. Και εφ’ όρου ζωής να μην περιμένη ανάπαυσιν, καν και δίδη πολλάκις ο Κύριος. Όμως αυτός δεν πρέπει να ξεθαρρεύη αλλά συνεχώς ν’ αγρυπνή ως στρατιώτης εν ώρα μάχης. Διότι μία στιγμή αξίζει και φέρει εις την ψυχήν τόσην ωφέλειαν, όσην δεν φέρνει όλος ο χρόνος· ωσαύτως και η ζημία, εάν δεν προσέξη ο άνθρωπος.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 15, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979