Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Λέει όχι ο Θεός;

Λέει όχι ο Θεός;

430

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΗ φράση ή το άκουσμα ακόμα ΟΧΙ από τον Θεό, είναι μία πρόκληση για όλους τους ανθρώπους. Και η πρόκληση αυτή μεταβάλλεται σε σκάνδαλο μετά τις αλλεπάλληλες διαβεβαιώσεις του Θεού για την εκπλήρωση και χορήγηση κάθε αιτήματος εκείνου που προσεύχεται. Ποια έννοια θα είχε η καθαρή δήλωση του Κυρίου «Πάντα όσα αν αιτήσητε εν τω ονόματι μου λήψεσθε», ό,τι θα ζητήσετε στο όνομα μου θα το λάβετε, ή το «αιτείτε και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται…», αν υπήρχε πιθανότητα έστω κάποιας αρνητικής απαντήσεως εκ μέρους του Θεού στον αγωνιώντα και προσευχόμενο άνθρωπο;

Και πώς θα μπορούσε να ερμηνευτούν αυτές οι κατηγορηματικές υποσχέσεις του Κυρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν δεν είναι μοναδική η διαβεβαίωση του Κυρίου για το θέμα αυτό; Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει, είναι αν πραγματικά ο Θεός απαντά ή όχι στις προσευχές μας. Αν υπάρχουν αναπάντητες προσευχές εκ μέρους του Θεού. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις που χριστιανοί ζήτησαν διάφορα πράγματα στην προσευχή τους από τον Θεό και δεν έλαβαν καμία απάντηση ή συνέβη το εντελώς αντίθετο από αυτό που περίμεναν. Δηλαδή η απάντηση του Θεού ήταν αρνητική.

Ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει την εξής ερώτηση: «Γνωρίζει ο Θεός την καρδιά εκείνων που προσεύχονται. Ποια ανάγκη έχει ο Θεός της διατυπώσεως των αιτημάτων από τους πιστούς, αφού γνωρίζει εκείνα που έχουν ανάγκη και μας χορηγεί πλούσια αυτά που είναι απαραίτητα για την συντήρηση μας;» Και απαντά ο ίδιος. Ναι, γνωρίζει ο Θεός τις ανάγκες των ανθρώπων και «πάντα τα σωματικά πλουσίως παρέχει ημίν, οίον την βρηχήν επί δικαίους και αδίκους», αλλά συμπληρώνει· «την πίστη και τα κατορθώματα της αρετής και την βασιλείαν των ουρανών, εάν μη αιτήσεις μετά καμάτου και παραμονής πολλής ου λαμβάνεις», «αν δεν τα ζητήσεις με κόπο και επιμονή, δεν τα παίρνεις» (Ασκητικές διατάξεις). Εδώ έχουμε μία πιθανή αναπάντητη προσευχή, επειδή δεν τηρήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Διότι λέγει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο άγιος: «Δει γαρ πρότερον ποθήσαι, ποθήσαντα δε ζητήσαι εξ αληθείας εν πίστει και υπομονή τα παρ’ εαυτού εισφέροντα, εν μηδενί κρινόμενος υπό του ιδίου συνειδότος ως αμελώς ή ράθυμος αιτούντος, και τότε λαβείν, ότε θέλει ο Κύριος…». «Πρέπει δηλαδή πρώτα να επιθυμήσει κανείς κάτι, κατόπιν να το ζητήσει πραγματικά με πίστη και υπομονή κάνοντας και το ίδιος ότι μπορεί, χωρίς να κατακρίνεται για τίποτε από τη συνείδηση του ότι προσεύχεται με αμέλεια ή με ραθυμία, και τότε θα πάρει αυτό που ζήτησε, όταν θέλει ο Κύριος…».

Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώσει τα αιτήματα του προσευχόμενου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι αν αυτός που προσευχήθηκε δεν έλαβε απάντηση, στην πραγματικότητα δεν ζήτησε

Υπάρχει αίτηση και αίτηση· υπάρχει αίτηση θεοφιλής και αίτηση που δεν εγκρίνεται από τον Θεό. Έτσι λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος. Πολλές φορές οι προσευχές που αναφέρονται στα υλικά παραμένουν αναπάντητες, ενώ εισακούονται όλες οι προσευχές που αναφέρονται στα πνευματικά θέματα. «Επι μεν των βιοτικών πολλάκις ζητήσαντες ούχ εύρομεν· επί δε των πνευματικών ούκ ένι τι τοιούτον, αλλά ανάγκη πάσα τον ζητούντα ευρείν…».

Πάντως όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομολογούν ότι όντως υφίσταται το πρόβλημα των αναπάντητων προσευχών ή της αρνητικής απαντήσεως στην προσευχή εκ μέρους του Θεού. Για τον αγ. Ιωάννη της Κλίμακος το ότι «ο Θεός ου παρέχει τοις αιτούσι τας χάριτας», δεν εκπληρώνει δηλαδή τα αιτήματα εκείνων που ζητούν κάτι, είναι καθαρά θέμα οικονομίας του Θεού. ΔΕΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ στους αιτούντας να ικανοποιηθεί το αίτημα τους και για τον λόγο αυτό ο Θεός δεν το ικανοποιεί.

Υπάρχει όμως και άλλη εξήγηση στο θέμα μας: Τονίζει ο σοφός Ωριγένης: «Ει δε ο αιτών λαμβάνει» και τα εξής, ο μη λαμβάνων ουκ αιτεί ει και δοκεί τι αιτείν, και ο μη ευρίσκων ουκ εζήτησεν τω μη ορθώς, μωρώς δεν ζητείν και λογομαχείν επ’ ουδέν χρήσιμον, ω τε ούκ ανοίγεται, ου κρούει καν τοίχους ή τα έξω της θύρας κρούει». Δηλαδή· «αν, αυτός που ζητεί, λαμβάνει σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου, αυτός που δεν λαμβάνει δεν ζητεί, μολονότι φαίνεται ότι ζητεί, και αυτός που δεν ευρίσκει κάτι, δε ζήτησε κάτι χρήσιμο, και εκείνος που χτυπούσε την πόρτα, δεν την χτυπούσε, αν και φαινόταν ότι καθόταν έξω από την πόρτα και δίπλα στους τοίχους και χτυπούσε να τον ανοίξουν». Το επιχείρημα βασίζεται την υπόσχεση και την αξιοπιστία του Θεού. Εφ’ όσον ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα εκπληρώσει τα αιτήματα του προσευχόμενου και εφ’ όσον ο Θεός είναι κατά πάντα αξιόπιστος, αυτό σημαίνει ότι αν αυτός που προσευχήθηκε δεν έλαβε απάντηση, στην πραγματικότητα δεν ζήτησε. Απλώς είχε την αυταπάτη ότι ζητά ή κρούει την θύρα του ελέους, αλλά στην πραγματικότητα «ελογομάχει μωρώς επ’ ουδενί χρήσιμον». Κατά τον Ωριγένη λοιπόν η αναπάντητη προσευχή δεν είναι καν προσευχή. Διότι κανένας από εκείνους που δεν έλαβαν, δεν προσευχήθηκε. Διότι δεν είναι σωστό να ισχυρισθούμε ότι ψεύδεται εκείνος που λέγει «πας ο αιτών λαμβάνει». Δεν υπάρχει λοιπόν απάντηση στις προσευχές, που δεν είναι προσευχές, μολονότι φαίνεται ότι είναι προσευχές.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Βενέδικτου Ιερομονάχουν Αγιορείτου, Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομοναχου, Νεα Σκήτη Αγ. Όρους, 2000