Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Ένταξη στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Γέροντος Αμφιλοχίου Μακρή (1889-1970)

Ένταξη στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Γέροντος Αμφιλοχίου Μακρή (1889-1970)

626

Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τη διάρκεια της σημερινής της συνεδρίας υπό την προεδρία της Α. Θ. Παναγιότητος, αποφάσισε την ένταξη στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας του Γέροντος Αμφιλόχιου Μακρή (1889-1970)

Το ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρει:

«Εἰσηγήσει τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς συμπεριελήφθη εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ ἐν Πάτμῳ ἀσκήσας καί ἀναπτύξας μέγα πνευματικόν καί κοινωφελές ἔργον ἐν Δωδεκανήσῳ, Κρήτῃ καί ἀλλαχοῦ Ἀρχιμανδρίτης Ἀμφιλόχιος Μακρῆς, διατελέσας Ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί Πατριαρχικός Ἔξαρχος Πάτμου, ὅστις καί ἵδρυσε τήν ἐν τῇ Νήσῳ γυναικείαν Ἱεράν Μονήν Εὐαγγελισμοῦ Μητρός Ἠγαπημένου».

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ

Ο μακαριστός Όσιος Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής γεννήθηκε στην Πάτμο στις 13 Φεβρουαρίου του έτους 1889 από ευλαβεστάτους γονείς, τον Εμμανουήλ Μακρή από τους Λειψούς και την Ειρήνη Γαλάνη από την Πάτμο. Το έτος 1906 σπρωγμένος από θείο πόθο και αγάπη προς τον Κύριο σε ηλικία μόλις 17 ετών εισέρχεται δόκιμος στην καθ’ ημάς Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου. Διακρίνεται για το ζήλο και την κατά Θεόν προκοπή και το αυτό έτος κείρεται ρασοφόρος μοναχός μετονομαζόμενος Αμφιλόχιος, προς τιμή του αναδόχου του. Προς πνευματική του ωφέλεια επιδιώκει τακτική επικοινωνία με ενάρετους ησυχαστάς που εγκαταβιούν στην Πάτμο όπως ο ασκητής Θεόκτιστο. Το 1914 ασθενεί και μεταβαίνει στην Αθήνα και από κει στην Αίγινα όπου συνδέεται πνευματικά με τον Άγιο Νεκτάριο από τον οποίο μυείται βαθύτερα στην ησυχαστική παράδοση και τη νοερά προσευχή.

Το στερρό μοναχικό του φρόνημα και ο ιεραποστολικός του ζήλος τον βοηθούν ν’ αναπτύξει ιεραποστολική και ποιμαντική δράση στα πέριξ νησιά. Κατά τα έτη 1926-1932 ορίζεται προϊστάμενός του Ιερού Σπηλαίου της Αποκαλύψεως όπου εκτελεί επισκευές στο Ναό κι επιμελείται την αγιογράφησή του. Την 14η Νοεμβρίου του 1935 εκλέγεται Ηγούμενος για δύο έτη, στην κρίσιμη περίοδο της Ιταλοκρατίας, ενώ παράλληλα ιδρύει τη γυναικεία μονή του Ευαγγελισμού. Σύμφωνα με την ηγουμένη Ευστοχία, η ίδρυση της μονής ήταν επιθυμία του Γέροντα όπως «ἐκ τοῦ κέντρου αὐτοῦ μέ ἐφόδια πνευματικά νά ἐργασθοῦν αἱ κατάλληλοι ἐκ τῶν μοναχῶν ἐν τῇ κοινωνίᾳ διά τήν διάδοσιν τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καί τήν ἐξάσκησιν τῆς φιλανθρωπίας». Η εκλογή του δεν ήταν αρεστή στους Ιταλούς κατακτητές γι’ αυτό και τον εξορίζουν στην ηπειρωτική Ελλάδα, διαλύουν τη γυναικεία Ιερά μονή και τον αντικαθιστούν με κάποιον έμπιστό τους. Από την ηπειρωτική Ελλάδα αναπτύσσει άοκνο ιεραποστολική και πνευματική δράση, περιοδεύων πνευματικώς σε Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη και Κρήτη.

Στην Κρήτη διορίζεται από τον τότε Μητροπολίτη Βασίλειο ως πνευματικός όλης της Μεγαλονήσου. Τελικώς ανακαλείται από την εξορία και υπηρετεί τη μονή της μετανοίας του ως πνευματικός και Ηγουμενοσύμβουλος. Αναδιοργανώνει τη γυναικεία μονή του Ευαγγελισμού και εργάζεται για τη θρησκευτική ανόρθωση της Δωδεκανήσου. Ιδιαίτερη σχέση αναπτύσσει ο Γέροντας με τους μαθητές της Πατμιάδος Εκκλησιαστικής Σχολής όπου τελεί το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Η ακτινοβολία της εξαγιασμένης προσωπικότητας του ασκεί ευεργετική επίδραση στις ψυχές των μαθητών. Δημιουργεί έτσι ένα ακόμη πνευματικό φυτώριο από νέους σπουδαστές που έχουν την έφεση της αφιέρωσης στον Κύριο. Ο πλούτος της αγάπης του όμως δεν εκδηλώνεται μόνο στην εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, αλλά ιδιαίτερη είναι η αγάπη του προς τα δένδρα και με δική του πρωτοβουλία δενδροφύτευσης πεύκων η νήσος Πάτμος είναι σήμερα από τις πιο κατάφυτες περιοχές.

Η εποποιΐα της ζωής του τελειώνει, ο ίδιος λαμβάνει μήνυμα από τον Κύριο για την αναχώρησή του και ως την τελευταία στιγμή ευλογεί τα τέκνα του και παραγγέλνει την ανάγκη καλλιέργειας της νοεράς προσευχής «παιδιά μου καλλιεργήσετε τήν εὐχήν». Την 16ην Απριλίου του έτους 1970 κατόπιν ολιγοήμερης ασθένειας αλλά συνεπείᾳ χρονίων νοσημάτων από τα οποία κατατρυχόταν αναπαύθηκε εν Κυρίω σε ηλικία 81 ετών. Σύμφωνα με την επιθυμία του ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής του Ευαγγελισμού. Μετά παρελεύσεως 10 ετών από την κοίμησή του έγινε και η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του και η εναπόθεσή τους σε ξύλινη λάρνακα στο οστεοφυλάκιο της Ιεράς Μονής. Η ευωδία και η θαυματουργία τους δίνουν έκδηλα σημεία Αγιότητος.

Στον πρόλογον της έκδοσης του εορτολόγιου του έτους 2010 της Ιεράς Μονής Πάτμου που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο, σημείωνε το λαμπρό πνευματικό του τέκνο που συνεδέθει πνευματικώς με τον Όσιο Γέροντα ως ιεροσπουδαστής της Χάλκης, ο τότε Δημήτριος Αρχοντώνης, ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Ὁ Κύριος οὐδέποτε τυγχάνει φειδωλός εἰς τάς ἀκενώτους δωρεάς του. Καί ὁ Ὅσιος Γέρων Ἀμφιλόχιος διά τῆς ἀσκητικῆς ἀνδρείας, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί συνόλου τῆς εὐεκτικῆς ἐργασίας ἐτόλμησεν, ἐζήτησεν καί ἐπέτυχεν τοῦ χαρίσματος. Ἐντός αὐτοῦ θαλερῶς ἐπενείργει ἡ δροσοβόλος καῦσις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἐξ ὦν ἔπαθεν, ἔμαθεν, ἐδίδαξεν, ἐνέπνευσεν καί παρέδωκεν τοῖς μετ’ αὐτοῦ καί τοῖς ἐπιγενομένοις διά λόγου καί ἔργων ἀγάπης ἄρτον ζωοποιῶν, βρῶσιν ἄφθαρτον, ὕδωρ ζῶν, θησαύρισμα ἀγαλλιάσεως. Συνελόντ’ εἰπεῖν «οὖτος,ὁ μηδέν ἔχων κατεῖχε πάντα», ἐφόσον ἦτο ἀφοσιωμένος εἰς τήν Νῆψιν, τήν προσευχήν, τήν ἄσκησιν, τήν ποδηγεσίαν ψυχῶν. Διά τοῦτο καί πανθομολογουμένως ἀνεγνωρίσθη ὡς ἀκραιφνής τῶν θείων δογμάτων ὑποφήτης, ἀπλανής τῆς πίστεως διδάσκαλος, γενναῖος τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀληθείας πρόμαχος, στοργικός τῆς μοναδικῆς πολιτείας μύστης, θερμουργός τῆς ἀσπίλου Ὀρθοδοξίας ἀμύντωρ. Ἐξαιρέτως δέ ἡ Χριστοειδής αὐτοῦ ἀγάπη συνέθλιβε τάς προσωπικάς ἀνάγκας αὐτοῦ καί τῶν μετ’ αὐτοῦ ἐνώπιον τῶν ἀκανθωδῶν προβλημάτων τοῦ λιμώττοντος πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν εἰς αὐτῶν καταφευγόντων πιστῶν. Ἐνέπνευσε πλείστους ἐκ τῶν τοῦ ἱεροῦ καταλόγου, ὡς καί τήν ἡμετέραν μετριότητα ἐν τῇ περιόδῳ τῶν θεολογικῶν ἡμῶν σπουδῶν ἀποστείλας ἐπιστολάς πλήρεις πατρικοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐποικοδομητικοῦ περιεχομένου».

Ο ΑΓΙΟΣ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

Ο Γέροντας κατ’ αρχάς υπήρξε ο κατ’ εξοχήν πνευματικός άνθρωπος υπό τη γενικότερη έννοια του όρου, εμποτισμένος με πίστη ακλόνητη και με σταθερά προσήλωση εις τας παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το στερρό θεμέλιο στο πνευματικό οικοδόμημα της ψυχής του ήταν η υψοποιός ταπείνωση, η διφυής αγάπη προς το Θεόν και τον πλησίον και η αγωνιστική ορθόδοξος βιωτή. Η εναρμόνιση του θελήματός του προς το θέλημα του Θεού και εκούσια σταύρωση και νέκρωση του εαυτού του καταδεικνύονται στους ασκητικούς του αγώνες. Η θεία χάρις αλλοιώνει εσωτερικά κι εξωτερικά τη μορφή του. Κυρίως όμως αλλοιώνει την καρδιά του. Χρηματίζει έτσι όργανον του Άγιου Πνεύματος. Με χαρακτηριστικά την αγάπη, στοργή την αυταπάρνηση και την αυτοθυσία, εξέρχεται κυριολεκτικά και μεταφορικά προς αναζήτηση του πλανηθέντος προβάτου. Διατρέχει ξηρά, διαπλέει θάλασσα. Ήταν Κυριακή μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας .Ο Γέροντας είχε μια πάνινη ξαπλώστρα θαλάσσης και σε αυτή ήταν ανακεκλιµένος, προσηλωμένος στην καλλιέργεια της ευχής. Ακούει τότε καθαρά «Πήγαινε στην Ικαρία να βρείς την Ελένη». Δεν έδωσε σημασία στη φωνή γιατί το θεώρησε πειρασμικό. Όταν όμως άκουσε τη φωνή και δεύτερη και τρίτη φορά, χωρίς αναβολή σηκώνεται, παίρνει το πρώτο σκάφος για Ικαρία και τρέχει στο λιμάνι. Εκεί βλέπει μια γυναίκα να τρέχει. Φωνάζει την άγνωστη γυναίκα με το όνομά της «Παιδί μου Ελένη στάσου!!». Η γυναίκα στρέφεται στον Ιερωμένο «Συγχώρεσέ με Πάτερ. Με προλάβατε. Θα αυτοκτονούσα. Ήμουν απελπισμένη γιατί πέθανε ο άντρας μου». «Παιδί μου δεν θέλω να απελπίζεσαι. Εγώ θα είμαι κοντά σου. Από δω και πέρα εγώ θα είμαι ο πνευματικός σου πατέρας».

Ο ΑΓΙΟΣ ΩΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Στην πρώτη περίοδο της Ιεραποστολικής προσφοράς συνεδέθη πνευματικώς μετά της νεάνιδος Καλλιόπης Γούναρη. Σ’ αυτήν είδε τη ιεραποστολική μορφή που θα τον βοηθούσε στην πραγμάτωση του ιεραποστολικού του έργου στα Δωδεκάνησα και στις επτά εκκλησίες της Μικράς Ασίας. Περιοδεύει όλα τα Δωδεκάνησα ως πνευματικός, συνεργάζεται με τον ιεροκύρηκα της «Ζωής» κ. Λάζαρον Χατζηθέμελη για να τονώσει το θρησκευτικό και εθνικό φρόνημα των Δωδεκανησίων που βάλλονται απ’ τον προσηλυτισμό των ιταλίδων καλογριών. Ιδρύει αδελφότητα παίδων, δεσποινίδων, κυριών και κατηχητικά σχολεία για να χτυπήσει την ιταλική προπαγάνδα. Δημιουργεί τους πρώτους κύκλους, πολύ πριν από τις αδελφότητες Ζωή και Σωτήρ. Το ησυχαστήριο Χριστός της Αργυρής γίνεται ο πνευματικός σταθμός της νήσου Κω για όλα τα Δωδεκάνησα και το πρώτο κρυφό σχολειό. Ιδρύει θρησκευτικόν όμιλον νεανίδων τις οποίες καθ’ εκάστην Κυριακή κατηχεί καθώς και φιλόπτωχον αδελφότητα κυριών επ’ ονόματι της οσίας Ξένης για να περιθάλψει τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ο Γέροντας πολύ θλίβονταν όταν ἀντίκριζε από την Πάτμο τά βουνά της Μικράς Ασίας όπου υπάρχουν οι επτά σβησμένες Λυχνίες τῆς ᾽Αποκαλύψεως, δηλαδή η ῎Έφεσος, η Σμύρνη, η Πέργαμος, τα Θυάτειρα, οι Σάρδεις, η Φιλαδέλφεια και η Λαοδίκεια. ῾Η μόνη Λυχνία που ήταν αναμμένη ήταν η Λυχνία της ᾽Αποκαλύψεως (στην Πάτμο). Σε ομαδα προσκυνητών είπε: «῎Έχουμε ένα ανεξόφλητο χρέος πρώτα προς τους κρυπτοχριστιανούς απέναντι οι οποίοι περιμένουν μέχρι τώρα κάτι από εμάς και δεύτερο στον τουρκικό λαό ο οποίος στο σύνολό του μάλλον περίπου κατά το 50% είναι ῞Έλληνες εξισλαμισθέντες.

Ο ΑΓΙΟΣ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ

Προκειμένου να επιτελέσει το πατρικό του καθήκον δεν σκέφτεται ταξίδια, δεν υπολογίζει τους κόπους και την επισφαλή υγεία του. Η τρελή αγάπη για τα τέκνα του δεν τον αφήνει ήσυχο. Κάποτε ευρισκόμενος στην Ρόδο και διακονών την εξομολόγηση λαμβάνει νοερώς μήνυμα από πνευματική του θυγατέρα που σπουδάζει στην Αθήνα ότι αυτή πολεμείται από λογισμούς. Αμέσως δε χάνει καιρό, με το πρώτο αεροπλάνο της γραμμής ταξιδεύει εις Αθήνας συναποκομίζων και Ιερά λείψανα για να σώσει μία ψυχή που όπως και κάθε άλλης ψυχής δεν είναι αντάξιος όλος ο κόσμος « ὑπέρ ἧς ὁ Χριστός ἀπέθανεν». Επιστολή προς πνευματικόν τέκνον (Πάτμος 16-3-1957)). «Γιά να ἀπολαύσεις τίς χαρές, τῆς πνευματικής ζωής, πρέπει να καλλιεργήσεις με ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σου τήν προσευχή, τήν ὑπομονή καί τήν σιωπή. Χωρίς τήν προσευχή δέν εἶναι εὔκολο νά ὑπομένεις, οὔτε νά σιωπᾶς. Μέ τή Χάριν τοῦ Θεοῦ, αὐτά ἐφήρμοσα στήν ζωήν μου. Μᾶς βοηθοῦν νά ὁ Χριστός κάτοικος εἰς τήν καρδιά μας. Πρώτιστον καθῆκον εἰς τόν Θεόν εἶναι ἡ γλυκύτατη συνομιλία μ’ αὐτό τό παντοδύναμον ὄπλο τῆς προσευχῆς ἡ ἀναπνοή τῆς ψυχῆς.» Ο Άγιος Γέροντας καθήμενος, ιστάμενος, αναπαυόμενος, συνομιλών, εξομολογών, συμβουλεύων μετουσιώνει σε πράξη το θεόπνευστο παράγγελμα του ουρανοβάμωνος Αποστόλου Παύλου και αδιαλείπτως προσεύχεται : «Κρατῆστε ψηλά τή σημαῖα τοῦ Χριστοῦ γιά νά ἔχετε πάντα τό τηλέφωνο τοῦ Γέροντά σας, ὅπου καί ἄν εἶστε. Ἡ διάθεσις ἡ δική σας μοῦ ἀνάβει φωτιά. Εἶναι σάν νά μοῦ ρίχνετε κάρβουνα σ’αὐτό πού ὑπάρχει μέσα μου. Θέλω παιδί μου, νά ζεῖς γιά τόν Χριστό, ὁλόκληρος νά δοθεῖς σ’Αὐτόν. Θέλω ὄταν τύχει ν’ἀνοίξει κανείς τήν καρδιά σου τίποτε ἄλλο νά μή βρεῖ. Μόνο τόν Χριστό.» (επιστολή προς πνευματικόν τέκνον) «Γίνεστε παιδιά ποῦ κατοικεῖ ὁ Θεός στήν καρδιά σας. Ἡ προσευχή ὅλα τά τακτοποιεῖ . Τήν θάλασσα μπορεῖς νά τήν περπατᾶς. Ἐκμηδενίζει τίς ἀποστάσεις. Τίς βουλήσεις τῶν ἀνθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη καί ὑπομονή στήν ζωή μας πάντοτε».

ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ

«Σ’ όλη του τη ζωή εβασανίζετο από αρρώστιες, ήταν ευαίσθητος στα κρυολογήματα και κάθε χρόνο τον επισκέπτετο η γρίππη. Τέλη Μαρτίου 1970 προσεβλήθηκε από πνευμονία· ήταν Μ. Τεσσαρακοστή και με δυσκολία δέχθηκε να πάρη λίγο γάλα. Έδωσε σε όλους τις συμβουλές που ο καθένας είχε ανάγκη. Είχε το προορατικό χάρισμα. Στην προσπάθεια των πνευματικών του παιδιών να τον κρατήσουν με ορούς λίγες μέρες στην ζωή, παρακαλούσε κι έλεγε: αφήστε με καλά μου παιδιά να φύγω, ήρθε η ώρα μου. Γιατί, Γέροντα, τούλεγα, δεν μένεις μαζί μας τούτο το Πάσχα; Δίσταζε να μου απάντηση, και δεύτερη και τρίτη φορά τον παρεκάλεσα να μου πη πώς ξέρει ότι θα φύγη σύντομα κι εκείνος με δυσκολία μου απεκάλυψε: ευλογημένε Παύλε, είδα την Παναγία και τον Θεολόγο προ ολίγου και τους παρεκάλεσα να μείνω κοντά στα παιδιά μου κι αυτό το Πάσχα, αλλά μου είπαν «Δεν γίνεται άλλο, ελήφθη η απόφασις, Πάσχα θα κάμης στους Ουρανούς μαζί μας» κι αυτό το λέγω σαν εξομολόγηση, επειδή με βιάζεις, μη το ειπείς σε άλλους. Κι έφυγε από τον κόσμο της ματαιότητος, αφού έδωσε την ζωήν του για τους άλλους, αφού εργάσθηκε σαν καλός εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου, αφού αρίστευσε στις εξετάσεις του στο στάδιο των πνευματικών ασκήσεων, αφού υπηρέτησε και Εκκλησία και Πατρίδα σαν καλός χριστιανός και ακέραιος Έλληνας. Κοιμήθηκε στις 16 Απριλίου 1970 σε πλήρη διαύγεια των αισθήσεών του. Το λείψανό του πήρε μορφή ουράνια, όψι χαρούμενη κι ειρηνική, απέραντη γαλήνη βασίλευε στο ασκητικό του πρόσωπο, πράγματι αγιασμένου ανθρώπου έκφραση, που εκοιμήθη εν Κυρίω…».

Από το βιβλίον «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΜΑΚΡΗΣ» του Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά