Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Ησυχαστική Θεολογία

Ησυχαστική Θεολογία

390

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΓεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Ὁ Ἡσυχασμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἐποχικὸ ἢ περιθωριακὸ φαινόμενο τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνιστᾶ κεντρικὸ ἄξονα τῆς μοναχικῆς παραδόσεώς της καὶ σφραγίζει διαχρονικὰ τὸ χαρακτήρα τῆς πνευματικῆς της ζωῆς. Ἤδη, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς ἡσυχίας συνδέθηκε μὲ τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα καὶ ταραχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐπιστροφή του πρὸς τὸν Θεό.

Ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι πλαδαρότητα ἢ ἀκινησία, ἀλλὰ ἀφύπνιση καὶ ἔντονη ἐνεργοποίηση στὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι μία ἐσωτερικὴ ἀνασύνταξη καὶ ἐπανατοποθέτηση, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴν περισυλλογή, τὴν αὐτοσυγκέντρωση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, Καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ ζωή, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴ φυγὴ στὴν ἔρημο, δὲν ἐκφράζει ἀποστροφὴ πρὸς τὸν κόσμο, ἀλλὰ προσήλωση στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡσυχαστὴς ἀπομονώνεται στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χωρέσει μέσα του ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἡ ἡσυχαστικὴ ὅμως ζωὴ μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ μέσα στὶς πόλεις, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Κωνσταντῖνος ζοῦσε ἡσυχαστικὴ ζωὴ μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς συγκλητικὸς καὶ μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσήλωση στὸν κόσμο καὶ ἡ πλήρης ἀναφορὰ στὸν Θεό.

Προσήλωση

Κεντρικὴ θέση στὸν ἡσυχασμὸ ἔχει ἡ νοερὰ ἢ καρδιακὴ προσευχή, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τὴ συντομία της βοηθάει στὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ στὴν ἀπερίσπαστη προσήλωση στὸν Θεό, Μὲ τὴ συνεχῆ ἐπανάληψή της καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσευχὴ μεταφέρεται σταδιακὰ ἀπὸ τὰ χείλη στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅπως γράφει ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡσυχαστὲς θεολόγους, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ τὸ κυριότερο ὅπλο τοῦ πιστοῦ στὸν ἀγώνα του ἐναντίον τοῦ πονηροῦ: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γὰρ ἔστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον» (Κλῖμαξ 21, ΡG 88, 9450). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ ἀντιμετωπίζει ὁ πιστός τούς πειρασμοὺς καὶ καταπολεμεῖ τὰ πάθη. Καὶ ὅταν ἡ προσευχὴ ριζώσει στὴν καρδιά, ξεριζώνονται τὰ πάθη καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐλευθερώνεται.

Ὁ ἡσυχασμὸς πολεμήθηκε ἔντονα τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἑλληνικῆς καταγωγῆς μοναχὸ Βαρλαάμ, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Θεσσαλονίκη. Τὴν πολεμική τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὁμοφρόνων του ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος καὶ πρόβαλε τὴ θεολογικὴ θεμελίωση τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία συνδέθηκαν στενότερα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ μὲ τὴν ἐποχή του.

Στοὺς κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας ποὺ ἀναπτύχθηκε ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκαταλέγονται ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ μοναχὸς Εὐάγριος, ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής, ὁ Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κ.α.

Σκοπὸς τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο σὲ προσωπικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ, ὅμως, αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοτριωτικὴ ἐξωστρέφεια καὶ τὴν προσκόλλησή του στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἐσωτερική του ἑνότητα καὶ καθαρότητα. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ καὶ νὰ καθρεφτίσει μεσά του τὸν ὄντως Ὄντα Θεό.

Σὲ τελικὴ ἀνάλυση δηλαδὴ ὁ ἡσυχασμὸς δὲν ἐπιδιώκει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴ φυσική του κατάσταση. Νὰ τὸν ἀποκαταστήσει δηλαδὴ στὴν κατάσταση ἐκείνη, ὅπου εἶναι δυνατὴ καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐντολὲς αὐτές, ποὺ συνοψίζονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴ διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης («ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» Λουκ. 10, 27), ζητοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ στρέψει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του. Πῶς ὅμως, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό, ἂν δὲν ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλλησή του στὸν κόσμο καὶ δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ διάσπαση στὴν ὁποία βρίσκεται; Πῶς μπορεῖ νὰ δώσει ὁλόκληρη τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή του, καὶ ὁλόκληρη γενικὰ τὴν ὕπαρξή του στὸν Θεό, καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του ὅπως τὸν ἑαυτό του, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι μοιρασμένος καὶ αἰχμαλωτισμένος σὲ πάθη καὶ ἐπιθυμίες;

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΧαρακτήρας

Ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία, ὡς ὀρθόδοξη θεολογία, ἔχει ἐμπειρικὸ χαρακτήρα. Ἑνώνει τὴ γνώση μὲ τὴ ζωή. Ἔτσι, στηρίζει καὶ ἐμπνέει τὴ ζωή. Ἡ θεολογία αὐτὴ ἀποτέλεσε τὸ στήριγμα καὶ τὴν ἀνακαινιστικὴ πνοὴ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἀκολούθησε καὶ ὡς σήμερα, ὄχι μόνο στὸν ἑλληνικὸ ἀλλὰ καὶ στὸν σλαβικὸ κόσμο. Σ’ αὐτὴ στηρίχθηκε τὸ ὀρθόδοξο γένος κατὰ τὴ μακραίωνη περίοδο τῆς δουλείας καὶ αὐτὴ ἐνέπνευσε τὸ πλῆθος τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ περίφημη «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1782 ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη καὶ περιέχει συλλογὴ βασικῶν κειμένων ἡσυχαστικοῦ περιεχομένου, εἶχε τεράστια ἀπήχηση. Μεταφράστηκε σύντομα στὴ σλαβωνικὴ γλώσσα καὶ ἀποτέλεσε τὴν πυξίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μοναχῶν καὶ λαϊκῶν σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία.

Παράδοση

Ἡ ἡσυχία, ποὺ καλλιέργησε ἰδιαίτερα ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός, δὲν περιοριζόταν στὶς ἐρήμους, ἀλλὰ εἰσχωροῦσε καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιοτῶν μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὸ βεβαιώνεται σὲ ὁλόκληρη τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἰδιαίτερα ὅμως ἐπίκαιρη καὶ ἐπιτακτικὴ γίνεται ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση στὴν ταραγμένη ἐποχή μας. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἀνήσυχο καὶ κουρασμένο ἄνθρωπο νὰ βρεῖ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν ψυχική του ὑγεία. Νὰ βρεῖ τὸ νόημα καὶ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς του.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπιστρέψει στὸν ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὴν ἀληθινὴ ταυτότητά του. Σὲ ὅποιον γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, σημειώνει ἕνας ἀσκητικὸς συγγραφέας, «ἡ γνῶσις τῶν πάντων δίδοται» (Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 16, ἔκδ. 1. Σπετσιέρη, Ἀθῆναι 1985, σ. 58). Ἐπιστρέφοντας ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του καὶ ἀνακαλύπτοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα του, ὁδηγεῖται στὸ ἀρχέτυπο τῆς ὑπάρξεώς του, στὸν Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀπομακρύνει τὴ σύγχυση καὶ τὴν ἀκαταστασία ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ φανερώνει τὴν «κστ’ εἰκόνα Θεοῦ» ὑπόστασή του.