Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Κωνσταντίνος Σωτηρίου

Κωνσταντίνος Σωτηρίου

972
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Κωνσταντίνος Σωτηρίου
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Κωνσταντίνος Σωτηρίου

Ήταν μοναχογυιός του Βορειοηπειρώτη από την Κορυτσά Δημητρίου και της Ελένης, κάτοικος Ιερισσού. Γεννήθηκε το 1880. Ο πατέρας του εργαζόταν στο Άγιον Όρος. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Τον εφρόντιζε μία θεία του. Είχε και έναν αδελφό ο οποίος εκοιμήθη σε ηλικία πέντε ετών.

Μια ημέρα αρρώστησε από υψηλό πυρετό. Ήταν μικρό παιδί, μόνο του στο σπίτι· πήγε να πιη νερό και η στάμνα ήταν άδεια. Ξάπλωσε, έκλαιγε με λυγμούς και έλεγε: «Γιατί να μην έχω και εγώ την μαννούλα μου;». Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου, βλέπει έναν ιερέα με πετραχήλι να του χαμογελά και να τον χαϊδεύη στο μέτωπο. Του λέει ο μικρός:

– Ποιος είσαι εσύ, δεν είσαι δικός μας ιερέας· τους ξέρω όλους.
– Σωστά λες, Κωνσταντή. Εγώ είμαι αυτός, και του έδειξε την εικόνα του αγίου Νικολάου που είχαν στο σπίτι. Η μητέρα του ευλαβείτο πολύ τον Άγιο. Ο μικρός λέει:

– Αυτός είναι ο άγιος Νικόλαος, μου έλεγε η μητέρα μου.
– Ναι, εγώ είμαι ο άγιος Νικόλαος και ήρθα για να σε βοηθήσω, μη κλαις.

– Έχω πυρετό και διψώ αλλά η στάμνα δεν έχει νερό.

– Σήκω να δης, η στάμνα είναι γεμάτη νερό. Απόρησε ο μικρός που την είδε γεμάτη. Ήπιε νερό, αμέσως έπεσε ο πυρετός.

– Άχ, είμαι καλά.
– Ναι, Κωνσταντή, και τώρα θα έλθει η θεία σου, θα σου φέρει να φας και θα πας να παίξης με τα άλλα παιδάκια που παίζουν έξω. Θα ανάβεις το καντήλι και όποτε με χρειάζεσαι θα με φωνάζεις· εγώ θα έρχομαι να σε βοηθώ. Και τον έχασε από εμπρός του. Όπως ήρθε ξαφνικά έτσι και έφυγε.

Τον χειμώνα έμεινε μόνος στο χωριό για να πηγαίνη στο σχολείο, και το καλοκαίρι τον έπαιρνε ο πατέρας του στο Άγιον Όρος. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να μένη μόνος του στην ηλικία που ήταν, γι’ αυτό αναγκαστικά διέκοψε το σχολείο. Πήγε μόνο δύο τάξεις και μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ιερά Μονή Καρακάλλου κοντά στον πατέρα του, που εργαζόταν ως πελεκητής (πελεκάνος, όπως αποκαλούνται αυτοί που τετραγωνίζουν πελεκώντας τις κομμένες καστανιές). Τον είχε μαζί του στην δουλειά του.

Και από την μητέρα του που ήταν πολύ ευλαβής, αλλά κυρίως κατά την διαμονή του στο Άγιον Όρος, έμαθε να εκκλησιάζεται, να εξομολογήται, να νηστεύη και να κοινωνά. Πρωΐ – βράδυ προσευχόταν ανελλιπώς και έκανε πολλές μετάνοιες.

Αργότερα ήρθε στην Ιερισσό και έμαθε την τέχνη του βαρελοποιού. Ήταν καλός και έντιμος στην δουλειά του και εξυπηρετούσε τα γύρω χωριά. Ήταν γνωστός ως «ο Σωτήρης ο βαρελάς». Από το επώνυμό του (Σωτηρίου) πήρε το όνομα «Σωτήρης» και το «Βαρελάς» δήλωνε το επάγγελμά του. Τους έξι μήνες εργαζόταν στην Ιερισσό και τους υπολοίπους στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Καρακάλλου και σε διάφορα κελλιά, όπως στους Μουτάφηδες και στους Τραμουνταναίους.

Νυμφεύθηκε την Δάφνη, κόρη του Γεωργίου Παππά. Ο πατέρας της είχε ξενοδοχείο στην Ιερισσό και ήταν πρόεδρος του χωριού. Ήταν πιστός και καλός οικογενειάρχης. Από τους γονείς της έμαθε και η Δάφνη την ευλάβεια και την πνευματική ζωή. Ήταν καλή σύζυγος, στοργική μητέρα, καλή χριστιανή και χαιρόταν να εξυπηρετή τον καθένα. Απέκτησαν έξι παιδιά. Τα δύο πρώτα κοιμήθηκαν σε νηπιακή ηλικία. Ως οικογένεια ήταν πολύ δεμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους. Λόγω της ελλιπούς συγκοινωνίας φιλοξενούσαν στο σπίτι αρκετούς πατέρες από το Άγιον Όρος, όπως τον τότε Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Καρακάλλου Γέροντα Παύλο και τον αντιπρόσωπο της ιδίας Μονής στην Κοινότητα π. Βασίλειο «για να ξαποστάσουν λίγο», όπως έλεγε.

Στον σεισμό του 1932 καταστράφηκε το χωριό. Ο Κωνσταντής για να απεγκλωβίση τους δικούς του, σήκωσε βάρος και έπαθε κήλη, την οποία άφησε ανεγχείρητη μέχρι το τέλος της ζωής του, και γι’ αυτό ταλαιπωρήθηκε πολύ. Παρά ταύτα δούλεψε σκληρά για να κάνη δύο καινούργια σπίτια.

Στο Άγιον Όρος είχε και ένα ατύχημα· στην προσπάθεια του να συναρμολογήση (να δέση) ένα καινούργιο βαρέλι, αυτό έπεσε πάνω του και του έσπασε το πόδι άσχημα. Μεταφέρθηκε στο χωριό για να θεραπευθή. Όμως δεν κόλλησε καλά το σπασμένο πόδι και έτσι παρέμεινε ένα εξόγκωμα στην κνήμη που τον δυσκόλευε και στις μετάνοιες.

Ο άγιος Νικόλαος συνέχιζε να τον επισκέπτεται σε ώρες κινδύνου. Ένα βράδυ κινδύνευε ο γυιός του στην θάλασσα και εκείνη την ώρα τον ξύπνησε ο Άγιος λέγοντάς του: «Κωνσταντή, ξύπνα το παιδί σου κινδυνεύει και εσύ κοιμάσαι, σήκω να προσευχηθής». Όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε τον Άγιο και το κρεμαστό καντήλι στο δωμάτιο να κινήται συνεχώς από μόνο του. Ξύπνησε και την γυναίκα του, έκαναν προσευχή και το παιδί τους σώθηκε· όντως, όπως έμαθαν αργότερα, εκείνη την ώρα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο.

Η γυναίκα του, η Δάφνη, μετά από μακροχρόνια ασθένεια, εκοιμήθη σε ηλικία πενήντα πέντε ετών, το έτος 1944. Ξεψύχησε δίνοντας ευχές σε όλη την οικογένειά της. Ο μπάρμπα-Κωνσταντής τίμησε την χηρεία του. Ήταν τότε 64 ετών. Πάντρεψε τα παιδιά του (τρεις κόρες και ένα γυιό), και έμεινε με τον γυιό και τη νύφη του.

Συνέχιζε να εργάζεται ως βαρελοποιός. Κατασκεύαζε πατητήρια τόννων και βαρέλια μεγάλων διαστάσεων. Ο γυιός του ασχολήθηκε με το εμπόριο. Πατέρας και γυιός παρεσκεύαζαν με μεράκι μεγάλες ποσότητες και διάφορες ποικιλίες κρασιού και τσίπουρου. Έπαιρνε εργάτες στον τρύγο. Αυτοί αγαπούσαν πολύ τον παππού γιατί τους φερόταν με αγάπη σαν παιδιά του. Φωτίζονταν τα πρόσωπά τους όταν έφθαναν στην αυλή του σπιτιού και έβλεπαν με χαρά τον παππού να τους υποδέχεται και να τους χαιρετά γεμάτος καλωσύνη.

Στο αμπέλι, στις ελιές και στα δένδρα που είχαν πολύ έξω από το χωριό, δούλευε σκληρά με ζήλο. Μετέφερε νερό στην πλάτη για να τα ποτίζη. Κουραζόταν πολύ. Οι δικοί του ζητούσαν να σταματήση να πηγαίνη. Ήταν ανένδοτος. Η επιμονή του να πηγαίνη στα χωράφια, ενώ δεν είχαν πρόβλημα οικονομικό, τους προβλημάτιζε. Επειδή επέμεναν πολύ να σταματήση λέγοντάς του· «Τώρα πια ούτε να δουλεύης μπορείς. Τι πηγαίνεις και κάνεις εκεί;», αναγκάστηκε να τους εμπιστευθή: «Τι κάνω…να τι κάνω…πηγαίνω εκεί και προσεύχομαι».

– Καλά, και πρέπει να πας εκεί για να προσευχηθής;
– Ναι, γιατί εκεί είμαι ολομόναχος. Αυτό το σεβάσθηκαν και δεν τον εμπόδισαν πλέον. Πλήρωναν και κάποιο άτομο να εργάζεται εκεί κάποιες ώρες, ώστε ο παππούς μόνο να επιβλέπη.

Σ’ αυτά τα κτήματα πήγαινε και περνούσε ώρες ατελείωτες. Εκεί σ’ ένα βράχο σχηματιζόταν μία μικρή κρύπτη η οποία μετά βίας χωρούσε έναν άνθρωπο. Εκεί έμπαινε όταν είχε κακοκαιρία.

Εκτός από τις λίγες ώρες που κοιμόταν, τις υπόλοιπες και να ήταν στο δωμάτιό του, στο κρεβάτι του ποτέ δεν ξάπλωνε. Συνήθως τον έβλεπαν να κάθεται με τα πόδια κάτω και το κεφάλι σκυφτό. Σ’ αυτήν την στάση ήταν συνήθως ή σε στάση προσευχής.

Κι’ όταν καθόταν, φαινόταν σαν να βρίσκεται απέναντι σε κάποιον που σεβόταν, σαν να απολογείτο, με το κεφάλι σεμνά, πάντα κάτω. Έκανε συνεχώς, ως απεδείχθη, νοερά προσευχή, αλλά ποτέ δεν είχε πει γι’ αυτό. Κάποια ημέρα καθισμένος στο πεζούλι μουρμούριζε. Τον ρώτησαν τι λέει και απάντησε αόριστα: «Τι λέω…να λέω και εγώ». Όμως κατά τακτά χρονικά διαστήματα σήκωνε το κεφάλι του λίγο, έπαιρνα βαθειά αναπνοή και έλεγε μεγαλόφωνα το «Κύριε ελέησον». Ήταν ολιγόλογος. Εκεί που φαινόταν ότι δεν συμμετείχε και ήταν στον κόσμο του, έδινε ξαφνικά συμβουλή και γινόταν αμέσως αυτό που έλεγε, γιατί τον σέβονταν και ασπάζονταν την γνώμη του. Όλα όμως από την πλευρά του γίνονταν με προσευχή. Απέφευγαν μερικές φορές από σεβασμό και αγάπη να του μιλούν· μόνον τον έβλεπαν, εντυπωσιάζονταν από την στάση του και έφευγαν πιο πέρα. Όποιος ήταν κοντά του ένιωθε μια απέραντη γαλήνη.

Σπανίως ήταν αυστηρός. Όσες φορές μίλησε λίγο αυστηρά ήταν μόνον για θέματα πνευματικά. Μία ημέρα είδε έναν συγχωριανό με πρόβλημα υγείας να κάνη κακό σε ζώα και τον μάλωσε. Όταν ήρθε στο σπίτι είπε: «Γι’ αυτό του έδωσε ο Θεός αυτή την αναπηρία, γιατί, εάν ήταν γερός, θα έκανε μεγάλο κακό». «Τι είναι αυτά που λες», του είπε η νύφη του. «Έτσι είναι», απάντησε εκείνος. Ήταν μερικές φορές απόλυτος. Τον ενδιάφερε μόνον το θεάρεστο και απαντούσε ευθέως και κοφτά. Άκουγε π.χ. κάποιες που έλεγαν τα προβλήματά τους, όταν έρχονταν στο σπίτι, σκεπτόταν χωρίς να μιλά και κάποια στιγμή, όταν ήταν μόνον με τους δικούς του, έλεγε χωρίς να το περιμένη κανείς: «Αυτή να μην την ξαναβάλετε στο σπίτι· δεν είναι καλή γυναίκα». Αυτό που έλεγε γινόταν αμέσως πράξη. Τον σέβονταν πολύ.

Το τριήμερο της Καθαράς Εβδομάδος εκείνος έκανε ενάτη. Του είπαν ορισμένες γυναίκες, γνωστές του, ότι έμειναν κλεισμένες στο σπίτι επί τρεις ημέρες και δεν έτρωγαν τίποτε. «Τι νιώθουν αυτές;» ρώτησε. «Καλύτερα θα έκαναν να συμμάζευαν το στόμα τους παρά να κάνουν τριήμερο».

Όταν ερχόταν Πνευματικός στο χωριό από το Άγιον Όρος, πήγαινε από τους πρώτους για εξομολόγηση και μετά έστελνε και τους δικούς του. Στο ναό στεκόταν σ’ ένα στασίδι κοντά στη πλαϊνή πόρτα του Ιερού, όρθιος τις περισσότερες ώρες. Όρθιος σε στάση προσοχής ήταν και στο «Άξιον εστίν», στο τέλος μόνον έκανε τρεις μετάνοιες. Το πρόσεξε η νύφη και ρώτησε: «Έτσι πρέπει να κάνουμε;». «Ναι» είπε. «Πως στεκόμαστε στον Εθνικό Ύμνο, για την Σημαία; Έτσι πρέπει να είμαστε και στην Παναγία μας».

συνέχεια…