Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Κωνσταντίνος Σωτηρίου

Κωνσταντίνος Σωτηρίου

974

Είχε μεγάλο σεβασμό στο ράσο και ευαισθησία στα προβλήματα της Εκκλησίας. Ο γυιός του ήταν επίτροπος στον Ιερό Ναό και τον ανέπαυε αυτό.

Χαμογελούσε στην συζήτηση με καλωσύνη αλλά σπάνια γελούσε. Ήταν πράος και πολύ απλός. Δεν ήταν θορυβώδης. Ούτε που τον καταλάβαινε κανείς όταν περνούσε δίπλα του. Ήταν απλός και στο ντύσιμο. Κάποτε έδωσαν στον φωτογράφο μία φωτογραφία για μεγέθυνση κι εκείνος χωρίς να ρωτήση, του πρόσθεσε μια γραβάτα. Όταν είδε την φωτογραφία αναστατώθηκε και είπε: «Πέταξέ την γρήγορα να μην την βλέπω. Τι μου έβαλε αυτό το καπίστρι;». Συχνά ζητώντας μία πετσέτα έλεγε: «Δώσε εκείνο το τσόλι». Ακόμη και τα καινούργια και τα κεντημένα έτσι τα έλεγε. Δεν αναπαυόταν η νύφη του και του έλεγε: «Γιατί δεν λες πετσέτα;». Εκείνος χαμογελούσε όλο νόημα και επαναλάμβανε «Ε…τσόλι, τσόλι είναι». Μόνον όταν δεν ήταν στην ζωή κατάλαβαν ότι για πνευματικούς λόγους και τα όμορφα ρούχα τα θεωρούσε σκύμβαλα.

Στο δωμάτιο του ήταν το εικονοστάσι, η εικόνα του αγίου Νικολάου και ένα κρεμαστό καντήλι. Είχε ένα σιδερένιο κρεββάτι με λεπτό στρώμα και μαξιλάρι πολύ συμπαγές, σκληρό σαν ξύλο. Τον χειμώνα σκεπαζόταν με μαύρη φλοκάτη (τζέργα). Στάθηκε αδύνατον να του τα αλλάξουν. «Γιατί είναι τόσο σκληρό το μαξιλάρι;», ρωτούσαν τα παιδία. «Ε! έτσι πρέπει», απαντούσε. Ένα μεγάλο ρολόϊ στο τζάκι έδειχνε την «παλαιά» βυζαντινή ώρα. Με βάση αυτήν έκανε την προσευχή του, όπως είχε συνηθίσει από το Άγιον Όρος. Δεν την άλλαζε. «Το δικό σας ρολόϊ πάει με το φράγκικο», έλεγε.

Όταν τον ρωτούσαν για μετάνοιες έλεγε: «Τι, να μην κάνουμε σαράντα μετάνοιες τουλάχιστον;». Ήταν ο αριθμός που θεωρούσε σαν ελαχιστότατο και απαραίτητο για όλους. Ο ίδιος έκανε όλες τις μετάνοιες του στρωτές· σηκωνόταν πάνω και στεκόταν λίγο προσευχόμενος μέχρι την επόμενη. Δηλαδή τις έκανε με αργό ρυθμό· ήταν μια ιεροτελεστία. Το ότι όμως έσκυβε να κάνη μετάνοια ερχόταν δεύτερο. Το κυρίαρχο ήταν η θερμή προσευχή του, η ηρεμία του. Ήταν πλήρως απορροφημένος σ’ αυτό που έκανε. Δεν ήταν τυπική και στεγνή η προσευχή του, είχε γλύκα και πολύ φόβο Θεού.

Μερικά χρόνια πριν από το τέλος της ζωής του μπαρμπά-Κωνσταντή διαπιστώθηκε ότι έβλεπε συχνά τον άγιο Νικόλαο.

Ο κ. Αριστείδης Γιαπουντζής, ειρηνοδίκης, παρέμεινε κάποιο χρονικό διάστημα στο σπίτι και έγινε αφορμή να αποκαλυφθή η έκταση που είχε η επικοινωνία του με τον Άγιο. Το δωμάτιό του ήταν δίπλα στο δωμάτιο του παππού· τους χώριζε ένας τοίχος. Ο κ. Αριστείδης έκανε υπομονή γι’ αυτό που συνέβαινε τη νύχτα, αλλά επειδή ταλαιπωρήθηκε πολύ και θορυβήθηκε, παραπονέθηκε στο γυιό του μπαρμπά-Κωνσταντή ότι δεν μπορούσε να κοιμηθή τα βράδια από συζητήσεις. «Το βράδυ» είπε, «σηκώνεται από τον ύπνο ο παππούς και ακούγεται καθαρά ότι μιλά με κάποιον· κάποιος τον επισκέπτεται. Εσείς γνωρίζετε τι γίνεται; Μήπως στέκεται κάποιος έξω από το παράθυρο; Με ξυπνά και εμένα η συζήτηση», είπε «δεν μπορώ να κοιμηθώ και το πρωΐ είμαι χάλια στην δουλειά μου».

Τότε ο γυιός του ζήτησε ιδιαίτερα από τον παππού να μάθη τι γίνεται, γιατί είχε στενοχωρηθή, επειδή εταλαιπωρείτο ο φιλοξενούμενος. Στην αρχή ο παππούς ξαφνιάστηκε, φοβήθηκε ότι θα αποκαλυφθή και δεν μιλούσε· θύμωσε μάλιστα επειδή ασχολούνταν μαζί του. Στην μεγάλη όμως πίεση που του ασκήθηκε να δώση μία απάντηση, εκείνος με παράπονο και δυσκολία είπε: «Τι να πω…Να, το βράδυ παρουσιάζεται ο άγιος Νικόλαος και μου μιλάει. Τι να κάνω; Βουβός να κάθωμαι;». Αυτό δεν το γνώριζαν οι δικοί του, γιατί το δωμάτιό τους ήταν πιο μακρυά, και εάν κάποτε άκουγαν, νόμιζαν ότι μουρμούριζε, επειδή προσευχόταν, πράγμα που συνέβαινε. Αλλά ο κ. Αριστείδης επέμενε· δεν ήταν μουρμουρητό προσευχής.

Κάποια στιγμή η νύφη του τον ρώτησε: «Πως είναι ο Άγιος;». Ο παππούς φειδωλός μόνον χαμογέλασε καθώς τον έφερε στην μνήμη του και είπε: «Να, είναι…κοντός, δεν είναι ψηλός άνδρας». Χαμογέλασε και σταμάτησε εκεί τη συζήτηση.

Στο εξής, όταν συνέβαινε κάτι παράξενο στην συμπεριφορά του και ρωτούσαν να μάθουν τον λόγο, λίγο ευκολώτερα έκανε αναφορά σε εμφανίσεις του Αγίου ο παππούς. Μετά από τέτοιες συζητήσεις με τον Άγιο τις επόμενες μέρες, καθώς καθόταν με το κεφάλι σκυφτό, έκλαιγε. Κάποια ημέρα τα δάκρυα του έπεφταν στο πάτωμα. Θορυβήθηκαν οι δικοί του και τον ρώτησε επίμονα η νύφη του αν πονά, εάν του έχουν κάνει κάτι που τον στενοχώρησε, κι εκείνος απάντησε: «Δεν πονώ, δεν μου φταίει κάτι, εγώ τα έχω όλα, δεν κλαίω για μένα, για σας κλαίω, γι’ αυτά…(και έδειξε τα παιδιά), για την ανθρωπότητα κλαίω, που δεν θα δει από εδώ και πέρα άσπρη μέρα».

Ο μπαρμπά-Κωνσταντής είχε κάνει την στρατιωτική του θητεία στον Βόλο. Ήταν πολύ καλός πατριώτης. Συχνά ζητούσε από τα εγγόνια του να του απαγγείλουν ποιήματα από Εθνικές Εορτές, κ’ εκείνος έκλαιγε. Για την κατάσταση στην Κύπρο πολύ στενοχωρήθηκε, προσευχήθηκε και έκλαψε. Λυπόταν για τους Κύπριους.

Ο γυιός του είχε σχεδιάσει να μετακομίσουν στην Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν κοιμηθή ο παππούς. Όταν όμως του το ανακοίνωσαν, εκείνος ήταν ανένδοτος. Τους είδε να επιμένουν και τότε απάντησε: «Να ο δρόμος και τραβάτε». Τρόμαξαν. Ποτέ άλλοτε δεν τους μίλησε έτσι. Να χωρίσουν; Αδύνατον. Δεν μπορούσαν να φαντασθούν να ζουν χωρίς τον παππού. Γι’ αυτό αμέσως απεφάσισαν να παραμείνουν. Εκείνος δεν ήθελε να αφήση τον τόπο του γιατί ζούσε ασκητικά πηγαίνοντας καθημερινά στα χωράφια, αλλά οι άλλοι δεν το είχαν συνειδητοποιήσει.

Όταν κάποιος στο σπίτι ήταν πολύ άρρωστος, δεν καθόταν δίπλα μαζί με τους άλλους αλλά πήγαινε βιαστικά στο δωμάτιο του για προσευχή. Έβγαινε πέντε λεπτά, ρωτούσε, έβλεπε την κατάσταση και δεν χρονοτριβούσε, έφευγε πάλι βιαστικά για προσευχή. Ήταν η ισχυρότερη γέφυρα του σπιτιού προς τον Θεό. Προσευχή αμέσως έκανε και για τα προβλήματα που είχαν τα παιδιά του αλλά και για όλη την ανθρωπότητα.

Ο παππούς μυστικά είχε την μέριμνα μιας συγχωριανής χήρας η οποία δεν είχε οικονομικούς πόρους. Ήταν πολύ δίκαιος άνθρωπος. Στην διαθήκη που έκανε, έγραψε ότι όλα τα κτήματά του είχαν λιγώτερα μέτρα απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα· φοβόταν το παραπάνω και δεν έγραφε ούτε το νόμιμο.

Από το Άγιον Όρος του είχαν δώσει ευλογία δύο βιβλία: Το «Αμαρτωλών σωτηρία» και το «Θησαυρός Δαμασκηνού». Αυτά τα φύλαγε ως κόρη οφθαλμού. Πάμπολλες φορές τα βράδια ή στις γιορτές διάβαζε η νύφη του (ο ίδιος δεν μπορούσε άνετα) κ’ άκουγαν όλοι. Μερικές φορές ήταν και κάποιος φίλος στο σπίτι ή κάποια γειτόνισσα και άκουγαν και αυτοί.

Έκαναν κάθε πρώτη του μηνός στο σπίτι Αγιασμό· μία φορά τον χρόνο το Ευχέλαιο και δύο φορές το χρόνο, το λιγότερο, ιδιωτική θεία Λειτουργία στα εξωκκλήσια του χωριού με την σειρά· κυρίως όμως στου αγίου Νικολάου και στου αγίου Δημητρίου. Πολύ τις χαιρόταν ο παππούς αυτές τις θείες Λειτουργίες και έτρεχε πρώτος, ενώ έκαναν πάντα αρτοκλασίες στις ονομαστικές τους εορτές και του αγίου Νικολάου.

Ήταν ογδοήκοντα ενός ετών, όταν πήγε στα κτήματά του για τελευταία φορά. Με την άσκηση που έκανε εκεί πάνω και με την μεγάλη απόσταση από το χωριό, δεν άντεξε άλλο και όταν έφθασε στην γειτονιά του επιστρέφοντας τρίκλιζε. Παρεξηγήθηκε από τους γείτονές του που τον νόμισαν μεθυσμένο. Δεν είχε μεθύσει ούτε τότε ούτε άλλοτε στην ζωή του. Στο καφενείο δεν πήγε ποτέ. Έπινε ένα κύπελο κρασί μόνον στο φαγητό που το έλεγε «διακονιά» (Αγιορείτικη έκφραση που σημαίνει μερίδα). Όταν του πρότειναν να του βάλουν επιπλέον δεν το δεχόταν· «όχι, φτάνει αυτό», έλεγε. Μικρή ποσότητα έπινε και την ημέρα που κοινωνούσε μόλις ερχόταν στο σπίτι «για να πάη κάτω η θεία Κοινωνία», όπως έλεγε.

Μετά το περιστατικό που προαναφέρθηκε του απαγορευόταν να βγή ξανά στα χωράφια. Λυπήθηκε πολύ. Κτυπώντας ελαφρά το στήθος του, είπε: «Η καρδιά πετάει, λαχταράει, θέλει να πάη παντού, να τρέξη, όμως τα πόδια δεν ακούνε», και έπιανε τα πόδια του.

Ποτέ δεν είπε πονάω. Μόνον κάποια ημέρα που τον είδαν να τρίβη τα χέρια του ρώτησαν: «Τι έχεις; Πονάς στα χέρια;» αναγκάστηκε να απαντήση: «Ε, ναι, πονάνε. Γιατί να μην πονάνε; Γέρασαν κι αυτά».

Ο Νικόλαος, γαμπρός του στην μικρότερη κόρη του, είχε αρρωστήσει βαρειά από νεφρική ανεπάρκεια. Ήταν πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών. Οι γιατροί δεν του έδωσαν ελπίδες ζωής. Αναγκάσθηκαν να το πουν στον παππού. Πικράθηκε γιατί σκεφτόταν τα ορφανά. Εκείνο το βράδυ προσευχόταν κλαίγοντας και παρακαλώντας τον Θεό για τον άρρωστο. Τα ξημερώματα άκουσε τον άγιο Νικόλαο να του λέη: «Φτάνει Κωνσταντή, μην παιδεύεσαι άλλο· τετρακόσιες μετάνοιες έκανες εώς τώρα. Σταμάτησε όμως γιατί ο Νικόλαος δεν θα ζήσει. Έτσι πρέπει να γίνη. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού». Γέμισε πόνο και δάκρυα. Το πρωί δεν βγήκε από το δωμάτιό του. Τον αναζήτησαν. Δεν είχε διάθεση για τίποτε. Ήταν πολύ στενοχωρημένος και έκλαιγε συνεχώς. Ρώτησαν τι συνέβη και απάντησε: «Ο Νίκος θα πεθάνει. Μου το είπε ο Άγιος Νικόλαος». Ο καλός Θεός όμως δεν επέτρεψε να το ζήση, διότι εκοιμήθη έξι μήνες πριν από τον γαμπρό του.

Εκείνο το διάστημα είχαν αρχίσει όλοι να κάνουν μαρμάρινους τάφους για τους νεκρούς. Ο παππούς είπε στους δικούς του: «Εμένα δεν μου αρέσουν αυτά. Όταν πεθάνω, θα μου κάνετε απλό τάφο με κάγκελα και όχι μάρμαρα».

Μακρυά από τα χωράφια κάθησε περίπου ένα χρόνο. Έκλεισε τα 82. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του είπε ο άγιος Νικόλαος: «Τώρα πια, Κωνσταντή, να αρχίσης να ετοιμάζεσαι και να μην ξαναφάς ποτέ άλλη φορά κρέας». Ο παππούς ενημέρωσε τους δικούς του γι’ αυτό.

Την Μεγάλη Δευτέρα του 1963 ένιωσε μεγάλη καταβολή και δεν βγήκε από το δωμάτιό του. Το ίδιο την Μεγάλη Τρίτη. Την Μεγάλη Τετάρτη ανησύχησαν. «Κάτι ξεκόβεται μέσα μου», είπε. Ζήτησε λίγο φαγητό. Η κατάσταση ίδια. Κάλεσαν τον γιατρό. Δεν βρήκε οργανικά τίποτε το παθολογικό. «Γεροντικός μαρασμός», είπε. Οι κτύποι της καρδιάς του ήταν λίγο μειωμένοι. Ο γιατρός προετοίμασε τους δικούς του λέγοντας ότι σε δύο-τρεις μέρες θα τελειώσει. Ήταν πολύ ήρεμος και προσευχόταν. Την Μεγάλη Πέμπτη ρώτησαν εάν ήθελε να βάλουν λίγο λάδι στο φαγητό. Αρνήθηκε.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωΐ ζήτησε να του διαβάσουν την Παράκληση της Παναγίας. Μετά το μεσημέρι δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Γυρισμένος προς τον τοίχο κάτι έβλεπε και ψιθύριζε. Την ώρα που έψαλλαν τα εγκώμια στην Εκκλησία, γύρω στις 9 μ.μ., ξεψύχησε, το έτος 1963 σε ηλικία 83 ετών. Μόλις τελείωσε η περιποίηση της σωρού του, κτύπησε η καμπάνα για την έξοδο του Επιταφίου. Σε λίγο περνούσαν τον Επιτάφιο μπροστά από το σπίτι του. Το Μεγάλο Σάββατο έγινε η κηδεία του.

Οι δικοί του ενημέρωσαν τους πατέρες της Ιεράς Μονής Καρακάλλου και τους παρακάλεσαν να του κάνουν σαρανταλείτουργο, το οποίο και έγινε.

Αιωνία η μνήμη του. Αμήν.

«Ασκητές μέσα στον κόσμο – A΄», Άγιον Όρος, 2008