Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Γερόντισσα Άννα

Γερόντισσα Άννα

1564

Διηγείται η κυρία Έλλη Ραδή-Ταμπαλίδου, στην οποία η γερόντισσα Άννα εργαζόταν ως οικιακή βοηθός: «Όταν ερχόταν στο σπίτι μου άναβε το θυμιατό και θυμίαζε όλο το σπίτι λέγοντας προσευχές. Με συμβούλευε να το κάνω και εγώ αυτό διότι έτσι δεν μπορεί να πλησιάσει ο διάβολος. Μάλιστα έλεγε να θυμιάζω τα παιδιά, και πριν κοιμηθούν να σταυρώνω τα παιδιά και τα προσκέφαλά τους. Όταν προσευχόταν είχε σκυμμένο το κεφάλι και αναστέναζε. Όταν σηκωνόταν τις νύχτες για να προσευχηθή, την άκουγαν τα παιδιά και μου έλεγαν ότι αυτή η γιαγιά όλη τη νύχτα τραγουδάει (ψέλνει, προσεύχεται). Αυτή έψελνε όλη την νύχτα στον Χριστό, όπως έλεγε, και τα δάκρυά της έβρεχαν το πάτωμα. Ευχόταν για όλους τους ανθρώπους».

Συμβούλευε: «Να προσεύχεσαι χαράματα και έξω από το σπίτι με τα χέρια στον ουρανό. Τότε σε ακούει ο Θεός, βλέπεις και τους Αγγέλους. Όταν παρακαλάς, να παρακαλάς πρώτα τον Χριστό και έπειτα τους Αγίους, όσους θυμάσαι όχι μόνον έναν. Και αυτά τα παρακάλια τα παίρνουν οι Άγιοι και τα πάνε στην Παναγία και η Παναγία τα δίνει στον Χριστό. Εγώ μια φορά παρακαλούσα τον άγιο Θεόδωρο. Εμφανίστηκε, λοιπόν και μου λέει: «Όλους τους παρακαλάς και μένα με ξέχασες». «Ποιος είσαι;», λέω, «δεν σε γνώρισα». «Ο άγιος Θεόδωρος είμαι», λέει. Από τότε κάθε φορά τον παρακαλάω».

Έλεγε με απλότητα την προσευχή της: «Η αδελφή Άννα σας παρακαλεί: Άγιε Αλέξιε, Άγιε Παντελεήμων» και μνημόνευε πολλούς Αγίους που είχε σε ευλάβεια, και όσων Αγίων είχε εικονάκια.

Ήταν φυσική η επικοινωνία της γερόντισσας με τους Αγίους. Δεχόταν απλά και απερίεργα τα εμφανίσεις των Αγίων με πίστη, χωρίς να περνούν λογισμοί κενοδοξίας. Όταν πήγαινε η κόρης της στο κελλάκι της, η Γερόντισσα την απέτρεπε να κάθεται με την πλάτη προς την Ανατολή, γιατί εκεί έβλεπε να στέκεται κάποιος Άγιος και το θεωρούσε ασέβεια. Την συμβούλευε να κάνη πάντα προσευχή πριν από κάθε της έργο για να πετύχη. Στις δυσκολίες έλεγε στην κόρης της: «Μην στενοχωριέσαι· θα κάνω προσευχή και όταν έρθη η ώρα θα γίνει (ξεπεραστή)· εάν δεν θέλη ο Θεός δεν γίνεται. Εκείνος ξέρει. Ξέρω κι εγώ γιατί δεν γίνεται;»

Κάποια χρονιά Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Γερόντισσα κρατούσε εικόνα στην λιτανεία και έβλεπε τον εικονιζόμενο Άγιο να προπορεύεται.

Η γερόντισσα Άννα είχε τέτοια απλότητα, ώστε δεν της περνούσε λογισμός υπερηφανείας, διότι τα θεωρούσε όλα φυσικά. Με την μακαρία απλότητά, την ευλάβεια, την καθαρότητα και το φιλότιμο αγώνα της, αξιώθηκε να έχει πολλές αγιοφάνειες. Είδε τον προφήτη Ηλία και του ασπάσθηκε το χέρι· τον Τίμιο Πρόδρομο και μάλιστα παρατήρησε το σημάδι της αποτομής από το ξίφος στον λαιμό του· τους αγίους Θεοδώρους τους έβλεπε συχνά να περνούν τις νύχτες με τα άλογα και τις στολές μέσα από το Δοξάτο. Υπάρχει εξωκκλήσι των αγίων Θεοδώρων και αυτοί προστατεύουν το χωριό. Είδε και τον άγιο Βασίλειο σε ώρα θείας Λειτουργίας.

Ζήτησε να γνωρίσει και το Άγιο Πνεύμα, όπως διηγήθηκε η ίδια: «Είχα απορία, δεν μπορούσα να καταλάβω πως είναι το Άγιο Πνεύμα. Ήθελα να ξέρω όλα τα Άγια». Έκανε προσευχή και το είδε εν είδει περιστεράς.

Κάποτε η γερόντισσα ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως διηγήθηκε η ίδια: «Η Χάρις με πήρε…πααίνομε σ’ ένα δρόμο, καλός ο δρόμος, (περνούσε) μέσα από χωράφια που είχαν και αγκάθια. Μετά ανοίξαμε μια πόρτα και αρχίσαμε να πααίνομε σε κήπο. Μπήκαμε μέσα κάνα δυό βήματα και άρχισα να βλέπω πράγματα. Είχε πράγματα για φαγώσιμο. Είδα τα μούρα να λιμπίζεσαι. «Να φθάσω ένα μούρο;», «όχι δεν είναι δικά σ’» μου είπε «θα ‘ρθη η ώρα να είναι δικά σ’». Γυρίσαμε πίσω, δεν προχωρήσαμε άλλο μέσα στον Παράδεισο».

«Μια άλλη φορά», διηγήθηκε, «μια καλωσύνη έκανα, αλλά δεν θυμάμαι τι, όμως θυμάμαι με ανέβασε μια και μια στον ουρανό. Ανέβηκα και έβλεπα τους ανθρώπους να περπατάν σαν μυρμήγκια. Πώς να κατέβω εγώ από δω; Σκεύομαι, σκεύομαι…μοναχή ήμουν εκεί. Τα πουλιά πετούσαν εκεί κατ’, τάβλεπα. Ύστερα ήρθε ένας αγέρας δυνατός και εφθάσαμε κατ’. Αλλά λέω που είμαι τώρα, που να είμαι; Τότε κατάλαβα ότι πατούσα στη γη, ότι είμαι στον κόσμο που γνωρίζω, διότι εκείνον τον κόσμο δεν τον γνωρίζω. Ακόμα θυμούμαι τα πουλιά που ήταν κάτω μου».

Κάποτε άκουσε μια φωνή που της είπε: «Η αρετή σου περίσσεψε», και ταυτόχρονα αισθάνθηκε και μια χάρι. Η μακαρία και απλουστάτη γερόντισσα Άννα ενώ ζούσε την αρετή, δεν ήξερε τι είναι «αρετή» και ρωτούσε κάποιον: «Είχα μια γειτόνισσα στα Κύργια που την έλεγαν Αρετή και πέθανε. Που με θυμήθηκε τώρα μετά από χρόνια και ήρθε στον ύπνο μου;!».

Έλεγε ότι όταν κοινωνούσε ένιωθε τον Κύριο μέσα της επί μια εβδομάδα και αισθανόταν τα μέλη της μέλη Χριστού. Μετά που πήγαινε στο σπίτι της κόρης της και έπινε τον καφέ, πρώτα έπινε λίγο νερό για να κατέβη η θεία Κοινωνία. Μετά ξέπλυνε το ποτήρι του καφέ και έρριχνε τα νερά στην γλάστρα. Τιμούσε και πρόσεχε πολύ την θεία Κοινωνία.

Στην Εκκλησία πήγαινε από τις 6 η ώρα, πριν από τον παπά. Έλεγε: «Θα πάει ο Χριστός πριν από μας και μεις θα πάμε μετά;». Στο πρόσωπο του κάθε ιερέως έβλεπε τον Χριστό.

Συνήθιζε να πηγαίνει και σε μακρινά εξωκκλήσια, να προσκυνάη και να προσεύχεται. Με τα πόδια πήγαινε αλλά συνήθως κάποιος βρισκόταν και την έπαιρνε στο αυτοκίνητο.

Εργαζόταν για να οικονομήση τα προς το ζην, να σπουδάση την κόρης της και να φροντίση και την μητέρα της. Έπαιρνε την σύνταξη του ΟΓΑ, 15.000 δραχμές και έλεγε: «Βασίλισσα είμαι». Αν της έδιναν  χρήματα, τα έδινε στην Εκκλησία, ενώ τα τρόφιμα τα μοίραζε στους φτωχούς.

Η γερόντισσα Άννα επισκεπτόταν και το μοναστήρι της Αναλήψεως στην Σήψα. Οι αδελφές την αγαπούσαν και χαίρονταν να την φιλοξενούν. Η σημερινή γερόντισσα Πορφυρία ενθυμείται και σημειώνει για την γερόντισσα Άννα: «Του αγίου Χαραλάμπους το 1992 μετά από μία αγρυπνία η γερόντισσα μας Ακυλίνα μας έστειλε τρεις αδελφές στο Δοξάτο να δούμε την γερόντισσα Άννα και να της πάμε ξύλα και άλλες ευλογίες.

» Ήταν μια σκηνή από αρχαίο Γεροντικό. Το σπίτι παμπάλαιο, εγκαταλελειμμένο, πάμπτωχο. Η γερόντισσα Άννα κυρτωμένη, αδύνατη, με δύο γαλανά ματάκια που λάμπανε από το φως του Χριστού, μας είπε πολλά: «Για σας που νέα κορίτσια φύγατε από τα σπίτια σας και ζήτε μέσα στα βουνά που είναι το Μοναστήρι σας, που δώσατε την ζωή σας, που είστε παιδιά του Θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι κρυμμένο μέσα σας, αργότερα με τα χρόνια θα σας φανερώση ο Θεός τα μυστικά Του». Ήταν τότε αυτός ο λογισμός που πολύ με απασχολούσε αν η μοναχική μου ζωή θα είχε ποτέ καρπούς. «Εγώ», μας έλεγε με μία φοβερή απλότητα, «τώρα τα βλέπω αυτά που βλέπω και είμαι τόσο μεγάλη στην ηλικία».

» Ευωδίαζε ολόκληρη. Μας σταύρωσε μία μία και στην κάθε μία έλεγε χείμαρρο από ευχές που ήταν ότι η κάθε μία είχε ανάγκη.

» Είπε ότι είχε δει ένα όραμα με τρία κορίτσια. Το ένα λεγόταν νερό, το άλλο φωτιά, το άλλο τιμή. «Η τιμή» είπε, «αν την χάσης δεν την ξαναβρίσκεις, την φωτιά την βρίσκεις, το νερό επίσης».

» Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε μόνες, μας λέει ξαφνικά: «Εγώ πολλά πέρασα αλλά τα κράτησα μέσα μου και ζυμώθηκαν μέσα μου και γίναν ένα με μένα και το Άγιον Πνεύμα».

– Δηλαδή να μην μιλάμε Γερόντισσα;
– Ε! μοναχούτσικες είσαστε (μοναχούλες δηλαδή). Να μιλάτε λίγο αλλά να λέτε πάντα τα καλά όχι τα στραβά.

» Όταν είχαμε κάποια μεγάλη δυσκολία, ξαφνικά η γερόντισσα Άννα εμφανιζόταν στο Μοναστήρι μας απροειδοποίητα. Σκυφτή, γαλήνια, με τα γαλανά ματάκια της γεμάτα αγάπη. Στήριζε τις αδελφές, φερόταν με απέραντο σεβασμό στην Γερόντισσά μας, καθόταν δυο-τρεις μέρες και έφευγε πάλι. Τις νύχτες την άκουγαν οι αδελφές από τα γειτονικά κελλιά να σηκώνεται και να με προσεύχεται με δοξολογία, ευχαριστία, δάκρυα, γεμάτη θείο έρωτα. Έμπαιναν στο κελλί της και ούτε τις καταλάβαινε. Έλεγε ότι τα δάκρυα της προσευχής να μην τα σκουπίζουμε με μαντήλια αλλά με την φούντα από το κομποσχοίνι, διότι τα δάκρυα είναι ιερά.

» Ένα πρωινό, (τότε τις καθημερινές ακολουθίες τις κάναμε στην Ανάληψη), όταν έφθασε η ώρα που προσκυνάμε τις εικόνες, η γερόντισσα Άννα έτυχε να στέκεται δίπλα μου. Την βάζαμε να χαιρετάει μετά την Γερόντισσα και ουδέποτε και για τίποτε δεν είχε φέρει αντίρρηση. Εκείνο το πρωί την έβλεπα να μην κουνιέται. Της λέω σιγά: «Πάτε να προσκυνήσετε». Μου έκανε εντύπωση που δεν μου έδωσε σημασία. Της το ξαναείπα. Όλες οι αδελφές την περίμεναν. Μ’ έπιασε αγωνία και την σκούντησα ελαφρά. Ντρεπόμουν κι όλας, ήμουν τελευταία στην σειρά ρασοφόρα και την σεβόμουνα πολύ. Η Γερόντισσα άγαλμα. Δεν κουνιόταν. Οι αδελφές πήγαν στην σειρά τους και χαιρέτησαν. Τελείωσε η πρώτη Ώρα, πήραμε ευχή και φύγαμε. Η γερόντισσα Άννα μετά την πρωϊνή Τράπεζα ζήτησε να μιλήσει στην Γερόντισσά μας. Της είπε λοιπόν ότι εκεί δίπλα της στο παγκάρι της Αναλήψεως ανάμεσά μας στεκόταν ο γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης και αυτή από το δέος δεν κουνιόταν. «Με σκουντούσαν», είπε, «με έλεγαν να πάω να προσκυνήσω. Καλά, δεν βλέπανε τον Γέροντα;».

συνέχεια…