Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Γερόντισσα Άννα

Γερόντισσα Άννα

1566

Και άλλη αδελφή σημειώνει: «Το έτος 1944 ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά επισκέφθηκε και φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι μας η γερόντισσα Άννα. Η χάρις ήταν διάχυτη στο πρόσωπό της, χαρίζοντας στην όλη μορφή της μια μυστηριώδη γλυκύτητα που είλκυε τον κάθε πνευματικό άνθρωπο προς αυτήν. Αυτή η γλυκύτητα της προξένησε και σ’ εμένα την επιθυμία να την πλησιάσω και να συνομιλήσω μαζί της με πνεύμα μαθητείας στα όσα θα είχε τυχόν να διδάξη. Η γερόντισσα Άννα ήταν πολύ γνωστή και είχε φήμη αγίας γυναικός, αλλά παρόλ’ αυτά δεν έτυχε ποτέ να φθάση κάτι στ’ αυτιά μου γι’ αυτήν, γι’ αυτό και την πλησίασα έχοντας το μυαλό μου καθαρό και ανεπηρέαστο από εντυπώσεις τρίτων. Έσκυψα, πήρα ταπεινά την ευχή της και σηκώνοντας το κεφάλι μου συγκλονίστηκα ολόκληρη καθώς το βλέμμα έπεσε στα βαθυγάλανα της μάτια που με διαπερνούσαν ολόκληρη και βυθίζονταν στο είναι μου. Πνευματική ακτινογραφία σκέφτηκα.

» Το όλο της παρουσιαστικό θύμιζε παλαιά ασκήτρια. Ένα μικρό άνθος της ερήμου. Τα φτωχικά μοναχικά ενδύματα, το εξαϋλωμένο της παρουσιαστικό από αέναες νυχθήμερες προσευχές της, τα βαθουλωμένα της μάτια, σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι βρισκόσουν μπροστά σε μια ασκήτρια του όρους της Νιτρίας. Προπαντός δε η ασκητική ευωδία που ανέπεμπε στην όλη ατμόσφαιρα γύρω της. Ακόμη θυμάμαι το ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία κομποσχοίνι της που έφερνε ατελείωτους γύρους στα ροζιασμένα της δάκτυλα λέγοντας την αγαπημένη της μονολόγιστη ευχή.

» Στην Εκκλησία ήταν πάντοτε όρθια, σπανίως καθόταν, και αυτό μόνο αν η δική μας Γερόντισσα ήταν καθιστή. Όταν δε η ακολουθία ετελείτο στο μικρό εκκλησάκι του γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, την Ανάληψη, την βλέπαμε αν ήταν καθιστή, να πετάγεται πάνω ή όταν ήταν όρθια, να μένη αποσβολωμένη και να κοιτάη με επιμονή προς μια κατεύθυνση. Κατόπιν, γύριζε έκπληκτη προς εμάς και μας ρωτούσε με απορία: «Καλά, εσείς δεν είδατε τον Γέροντα; Τόση ώρα βρισκόταν ανάμεσά σας και σας κοίταζε!». Τέτοια καθαρότητα είχαν τα μάτια της ψυχής της ώστε έβλεπαν τους ουράνιους επισκέπτες. Αυτή όμως δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήση αυτό λόγω της μεγάλης της απλότητας.

» Η γερόντισσα Άννα φιλοξενούμενη στο μοναστήρι μας διέμενε πλησίον στο ναΰδριο του Γέροντα. Πολλές φορές τα πρωινά μας έλεγε με θαυμασμό: «Πω, Πω! Τι αγρυπνία ήταν αυτή που είχατε απόψε! Μα τι ψαλμωδίες ήταν αυτές!». Και πάλι στις δικές μας αντιρρήσεις ότι δεν είχαμε αγρυπνία εκείνο το βράδυ, αδυνατούσε να συνειδητοποιήση ότι δεν ήταν ανθρώπινες ψαλμωδίες εκείνες που άκουσε. Παρόμοιο περιστατικό μας διηγήθηκε μια κυρία που γνώριζε την Γερόντισσα.  Δίπλα από το σπίτι της γερόντισσας Άννας υπήρχε το κτίριο του ΟΤΕ. Κάθε νύχτα άκουγε απ’ εκεί ψαλμωδίες. «Μα τι καλά παλληκάρια είναι αυτά»; διηγόταν στην κυρία. «Όλη μέρα δουλεύουν και κάθε βράδυ αγρυπνία. Μπράβο τους! Ο Θεός να τα ευλογή». Φυσικά, εννοείται ότι το βράδυ το κτίριο ήταν κυριολεκτικά βυθισμένο στην σιωπή για όλους τους άλλους γείτονες.

» Η γερόντισσα  Άννα  προσευχόταν αδιαλείπτως. Κάθε φορά που πήγαινα στο κελλί, όποια ώρα και να ήταν πρωί η βράδυ, την εύρισκα να προσεύχεται, είτε καθιστή είτε όρθια με το κομποσχοίνι της και τα μάτια της πάντα γεμάτα δάκρυα. Έτσι την βρήκα και μια μέρα που πήγα να της πάω το δίσκο για μεσημεριανό φαγητό. Σηκώθηκε όρθια, μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ευχήθηκε στοργικά. Την ρώτησα:

– Γερόντισσα, τι να κάνω όταν μ’ ενοχλούν κακοί λογισμοί;
– Να κάνης κομποσχοίνι. Πιο αργά θα φύγουν αυτά. Πιο αργά όμως.
» Μετά κοίταξε το μέτωπο μου, άστραψε όλη η μορφή της και είπε με χαρά:
– Α! Αυτός ο σταυρός που έχεις στο κάλυμμα σου, και μου σταύρωσε το κεφάλι λέγοντας μου: «Ο Θεός να σου δώση αυτά που ποθεί η ψυχή σου».

» Είχε καταλάβει όλες μου τις πνευματικές επιθυμίες.
– Ο Θεός σ’ αγαπάει, μου είπε ξανά. Να τον προσκυνάς τον Χριστό. Ν’ απολαύσης αυτήν την ζωή (την μοναχική). Σε καλό μέρος είσαι εδώ. Ο Θεός σ’ έπλασε για να τον αγαπάς και γεννήθηκες μόνο για Εκείνον, για να Τον αγαπάς. Θα ζήσεις πολλά χρόνια και πολύ μεγάλη θα πεθάνεις.

» Άλλοτε σε μια συζήτηση την ρώτησα:
– Πως ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό;
– Να τον κλαίτε τον Χριστό. Να σκέφτεστε συνέχεια το πάθος Του. Να κλαίτε. Και αν δεν μπορήτε να κλαίτε, ας πονάη η καρδιά σας· τα δάκρυα θάρθουν μετά και θα είναι και καλύτερα. Είσαι ακόμα μικρή. Να ξεχάσης αυτά που έχεις στον νου σου. Να κοιτάς τον Χριστό στον Σταυρό, Εκείνον που πέθανε για μας, για όλους μας. Και τότε θα έρθει η αγάπη για Εκείνον.

»Μου διηγήθηκε ότι όταν ήταν στα Ιεροσόλυμα, είδε σε όραμα την Παναγία να ψάχνη τον Υιόν της (τον Όποιο είχαν τότε φυλακισμένο) και να ρωτάη μέσα στον πόνο και την αγωνία της τους στρατιώτες και κανείς να μην της απαντάη. Αυτά όλα τα έλεγε μέσα σε λυγμούς και βρισκόταν ακόμη και εκείνη την στιγμή μπροστά ίσως στο ίδιο θέαμα. Τόσο με μαγνήτισε η μορφή της εκείνη την στιγμή που δεν ήθελα να φύγω από κοντά της.

»Άλλη φορά της είπα: «Γερόντισσα, πονώ όταν σκέφτωμαι τον Χριστό», και μου απάντησε: «Αυτό θα σε σώσει». Σε ερώτηση μου πως να γίνω καθαρή, μου απάντησε: «Αυτό θάρθει μετά από χρόνια». Όταν της είπα ότι έχω κακούς λογισμούς, μου είπε: «Να φέρνης πάντοτε τον Χριστό μπροστά σου και να Τον έχης μέσα στην καρδιά σου. Ζήτα Του να μην χάσης αυτά που έχεις και όλα τα κακά θα φύγουν. Να φωνάζης την Αγία Τριάδα. Ποτέ να μην απομακρύνης τον Χριστό από την σκέψη σου. Εγώ πάντα Τον έχω μέσα μου, Ιησού Χριστό Εσταυρωμένο. Και εσύ να έχης πάντοτε τον Χριστό μπροστά σου και να μην στενοχωριέσαι, γιατί ο διάβολος μας πολεμά όλους».

»Πολύ την αγάπησα την γερόντισσα Άννα γιατί αγαπούσε με όλο της το είναι τον Χριστό. Ήταν η ζωή της, δεν σκεφτότανε τίποτα άλλο. Ζούσε σε άλλο κόσμο, τον δικό Του κόσμο. Τα μάτια της, αυτά τα ωραία μάτια, πίστευες ότι βλέπανε τα πάντα, ορατά και αόρατα. Είχε μια αγάπη, μια στοργή για όλους, προσευχόταν για όλον τον κόσμο και μνημόνευε τα ονόματα που της έδιναν. Λάτρευε κυριολεκτικά τον Θεό με όλη την ύπαρξη της, Δεν έτρωγε, δεν κοιμότανε, για να τα δώση όλα στην προσευχή. Ζούσε πάμπτωχη. Δεν είχε καμμία άνεση. Το σπίτι της ερείπιο. Δεν την πείραζε και ου τε ποτέ έκανε παράπονο για τίποτα. Δεν ήθελε τίποτα. Η μόνη μέριμνα της ήταν να κρατάη τον Χριστό».

Το φτωχικό κελλάκι της γερόντισσας Άννας συγκέντρωνε πολλούς πονεμένους και διψασμένους πνευματικά ανθρώπους και αυτή η ευλογημένη μετέδιδε παρηγοριά και ειρήνη. Ανάλογα με τις πνευματικές ανάγκες του καθενός, συμβούλευε απλά και πρακτικά από την πείρα και την Χάρι που είχε:

«Να πας (για προσκύνημα) στα Ιεροσόλυμα, εκεί είναι όλοι οι Άγιοί μας».
«Πρέπει να τυραννήσης την ψυχή σου για να σε ακούση ο Θεός».
«Σ’ αυτή την ζωή είμαστε προσωρινοί. Ήρθαμε και φεύγομε. Μόνο τα βουνά μένουν στην θέση τους».
«Έκανε ο άλλος λάθος, άρρωστος είναι. Η αμαρτία είναι αρρώστια. Να τους λυπώμαστε τους ανθρώπους που κάνουν αμαρτίες».
«Όλοι θα πεθάνουμε, αλλά είναι δύσκολος ο θάνατος».
«Εδώ (σ’ αυτή την ζωή) είναι το βαρύ (δύσκολο). Πως να ελαφρώσουμε την ψυχή μας. Εκεί πάνω είναι όλα τελειωμένα».

«Ο καθένας να νηστέψη κατά την κράση του, όσο βαστάει (αντέχει) το πνεύμα του. Εκείνα τα πολλά που θα νηστέψουμε δεν μας τα γνωρίζει (λαμβάνει υπ’ όψη του) ο Θεός. Ο Θεός γνωρίζει την ψυχή μας. Με την ελιά ξημερωνόμουνα και, όταν ήταν να κοινωνήσω, και την ελιά βαστούσα (νήστευα). Δεν με έβλαπτε. Η πολλή νηστεία όμως δυσκολεύει την ψυχή και δεν μπορεί να προσευχηθή. Δεν μπορεί να κατεβάση το μυαλό όταν είναι νηστικό, όταν είναι ταλαιπωρημένο, δεν μπορεί ν’ ακούση την ψυχή».

«Να υπηρετής τον εαυτό σου και αυτούς που έχεις στο σπίτι σου. Εγώ και μ’ ένα μπουκάλι νερό περνούσα την μέρα, δεν πάθαινα τίποτα, αλλά το βράδυ έτρωγα κανά κρεμμύδι. Καθάριζα το χωράφι, αλλά να σε πω δεν πάθαινα τίποτε. Με τη νηστεία δεν παθαίνεις τίποτα, αλλά άμα περάση η ηλικία, όλα σε βρίσκουν. Αδυνατούν μέσα τα όργανα και δεν μπορείς. Τώρα έχω σταυρό, αλλά πολεμώ να κάνω τη νηστεία μου. Κρέας δεν τρώω».

«Όταν παρακαλήτε την Παναγία για κάτι, θέλει να σας ακούση αλλά θέλει και την δική σας υπομονή και θέληση. Να βαστάζετε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεία. Γενικά την θέλει η Παναγία τη νηστεία. Χαίρεται και μπορεί να μεσιτεύση στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».

«Οποιαδήποτε στενοχώρια να την σηκώνουμε με υπομονή. Δεν θα μαραίνουμε την ψυχή μας, κακό λόγο δεν θα πούμε, ούτε στον Θεό ούτε σε κείνον που προξενεί την στενοχώρια. Θα την κρατούμε σαν δικό μας βίο (βίωμα). Για μας ήρθε, ο Θεός θα την πάρει και θα φέρει καλύτερα. Και να παραπονεθούμε και να στενοχωρηθούμε, θα το βάλουμε στον τόπο του (θα το διορθώσουμε); Εμείς και να στενοχωριώμαστε και να σφιγγώμαστε χαλνάμε (ζημιώνουμε) τον εαυτό μας. Εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο και τάλλα στον Θεό. Η υπομονή άκρα (όρια) δεν έχει».

«Όλα τα δοκίμασα, μόνο η υπομονή με βοήθησε. Δόξα τω Θεώ».
«Ότι θέλετε δεν μπορείτε να το ζητήσετε από τον Θεό, άμα δεν κρατάτε τις νηστείες και την δικαιοσύνη. Ελεημοσύνες όσο μπορείτε να δίνετε. Που τα-χουμε όλα, να δοξάζουμε τον Θεό. “Δόξα τω Θεώ”, να το λέμε. Γιατί θυμάσαι και το χαίρεσαι. Εκείνη την χαρά την αναλαβαίνει ο Θεός».

«Να παρακαλάμε πρώτα τον Χριστό, υστέρα Αγγέλους, Αγίους. Όσους βάλεις στο μυαλό σου, όποιους θέλεις. Όχι μόνο κάποιον συγκεκριμένον. Γιατί όλοι προσπαθούν για μας. Και τη νύχτα κι όλας. Τη νύχτα όπως και μείς προσευχώμαστε και κείνοι τα παίρνουν εκείνα και τα πααίνουν στην Παναγία και η Παναγία τα πααίνει στον Χριστό».
«Όσο προσπαθούμε και μας έρχεται η ευλάβεια, θέλουμε πιο πολύ να δυσκολευτούμε. Και (για) κείνο μας δοκιμάζει ο Θεός. Λίγο να δη, θα μπορούμε να το βαστάξουμε; Θα κάνουμε υπομονή. Και καλό να είναι θα το βαστάξουμε και κακό να είναι θα το βαστάξουμε. Γιατί όλα ο Θεός εδώ τα έδωσε».

«Την τιμή (σήμερα) που να την βρούμε; Έφυγε, πέταξε, δεν υπάρχει. Η τιμή που είναι στον άνθρωπο στολίδι και στην ζωή του και στον θάνατο. Και που θα πεθάνουμε θα μας ζητήσουν την τιμή μας».

«Καμμιά φορά με έρχεται μια στενοχώρια χωρίς να θέλω. Όμως δεν απελπίζομαι. Ας έρθη και αυτή. Ο καιρός τα φέρνει, ο καιρός τα παίρνει. Να τα περάσουμε όλα, διότι είμαστε υποχρεωμένοι στον Θεό. Ο Θεός όπως τα δίνει, θα τα πάρει. Και άλλο καλύτερο δεν έχουμε από την υπομονή. Μην απελπιζώμαστε. Όσο περισσότερο βαστήξει, τόσο περισσότερη χαρά θα έχουμε».

«Να κρατάς τόσο πολύ τον εαυτό σου (το νου σου) στην ψυχή σου (συγκεντρωμένο), μην την βάζεις την λογική μέσα, να φέρης (σκέφτεσαι) άγια πράγματα, και να σκέφτεσαι ποιος Άγιος θα σε βοηθήσει. Ότι και να κάνης, Άγιοι θα σε εξυπηρετήσουν».

Σε πολλούς νέους έδινε την ευχή της να παντρευτούν και είχαν ευτυχισμένο γάμο. Σε άλλους προέλεγε την γέννηση των παιδιών τους και μάλιστα έλεγε πόσα θα είναι.

Σε κάποιον νέο προείπε ότι θα περάσει στην σχολή που επιθυμεί, στην αρχή θα δυσκολευτή και μετά θα είναι καλά, όπως και έγινε.

Σε κάποια κυρία που είχε πολλά παιδιά και δεν μπορούσε να τ’ αφήση για να πάη στους Αγίους Τόπους, ενώ το ήθελε πολύ, η Γερόντισσα της προείπε ότι θα εκπληρωθή ο πόθος της και μάλιστα στο σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός, θα κλάψει όπως συνέβη.

Στον Αντίγονο Γανιτίδη που την ρώτησε αν θα πρέπει να παντρευτή μία κοπέλλα που την πρότειναν οι δικοί του και που ήταν πολύ της Εκκλησίας, η Γερόντισσα απάντησε: «Όχι, όχι, δεν θα την πάρεις για γυναίκα σου. Εσύ θα πάρεις μια γυναίκα που θα είναι πολύ δεμένη με την μάννα της». Πράγματι έτσι έγινε.
Σε κάποια παντρεμένη που την επισκέφθηκε, της είπε όταν έφευγε ότι θα κάνει αγοράκι. Αυτή δεν κατάλαβε, γιατί δεν ήξερε ότι είναι έγκυος, πράγμα που η Γερόντισσα το είχε δεί πνευματικά.

Μερικές φορές, ενώ προσευχόταν στο κελλί της και χτυπούσε κάποιος την πόρτα, αυτή τον καλωσόριζε με το όνομα του πριν να τον δη. Βάδιζε στους δρόμους της Δράμας, και ενώ περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, αυτή, χωρίς να παρατηρή τ’ αυτοκίνητα, φώναζε κάποιον γνωστό της και τον χαιρετούσε από μακρυά, ενώ ήταν μέσα σε αυτοκίνητο. Ανθρωπίνως δεν ήταν δυνατόν ούτε το αυτοκίνητο να ξεχωρίση, αλλά αυτή τα έβλεπε διαφορετικά και διέκρινε ακόμη και τα γνωστά της πρόσωπα από μακρυά.

Κάποτε την ρώτησε η κυρία Έλλη Ραδή-Ταμπουλίδου: «Γερόντισσα, έχω χοληστερίνη και οι γιατροί μου είπαν να ελαττώσω την τροφή. Δεν είμαι καλά. Από την δίαιτα εξαντλήθηκα, δεν μπορώ να σηκώσω το χέρι μου». Απάντησε η Γερόντισσα: «Δεν τρως, παιδί μου. Η ζωή απ’ το φαί έρχεται. Μην ακούς τους γιατρούς. Ν’ αρχίσης να τρως». Μου είπε να γονατίσω στα εικονίσματα, και αυτή προσευχόταν μαζί μου: «…και την Έλλη… να μην αρρωστήση, τι θα κάνει τα έξι παιδάκια της. Πάρε από μένα και δώσε δύναμη σ’ αυτήν». Σηκώθηκε η κυρία Έλλη και ήταν καλά.

Η γερόντισσα Άννα πολλές φορές έλαβε πείρα δαιμόνων αλλά η μακάρια απλότητα της και η ταπείνωση της σαν θώρακες την προστάτευαν από την κακία του διαβόλου. Την ρώτησε κάποιος: «Σου παρουσιάζονται δαίμονες;». Απάντησε: «Τους στέλνει ο άλλος, αλλά δεν έχουν δικαίωμα νάρθουν κοντά μου. Έχουν τον φόβο».

Διηγήθηκε: «Πήγα να προσευχηθώ και έρχεται ένας και μου δίνει ένα χαστούκι εδώ και βρωμίθησεν (αισθάνθηκα δυσωδία). Σηκώνομαι και σκεύομαι… Μόλις με χτύπησε ήρθε Άγγελος Κυρίου, τον είδα τον Άγγελο Κυρίου, και είπε: “Τι δικαίωμα έχεις και πας σ’ αυτήν; Αυτή στεφάνι φοράει στο κεφάλι της”. Εξαφανίστηκε. Το χαστούκι που με πόνεσε το θυμάμαι».

Την ρώτησε ο Αντίγονος Γανιτίδης από το Δοξάτο Δράμας για τα τελώνια και η Γερόντισσα τον μάλωσε λέγοντας του ότι είναι μικρός και να μην ασχολήται μ’ αυτά. Και ύστερα του διηγήθηκε: «Κα ποιο καλοκαίρι, ήταν βράδυ και καθόμουν σ’ αυτό το καμαράκι. Ήρθαν δύο άσχημοι άντρες (δαίμονες) με κόκκινα μάτια και με χτυπήσανε και με ρίξανε κάτω από το κρεββάτι, αλλά μετά ήρθαν οι δικοί μας (Άγγελοι) και τους έκαναν “με τα κρεμμυδάκια”. Το πρωί με βρήκε ο εγγονός μου κάτω πεσμένη, χτυπημένη και με πήγανε στο Νοσοκομείο Δράμας. Γι’ αυτό σου λέω μην ασχολήσαι με τα τελώνια».

Κάποια που την γνώρισε μαρτυρεί: «Όταν γνώρισα την γερόντισσα Άννα, ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Την ένιωσα όχι σαν ηλικιωμένη αλλά σαν μικρό απίστευτα χαρούμενο παιδάκι. Ήταν ανάλαφρη και αθώα, και ο χρόνος θαρρείς πως δεν την είχε αγγίξει. Ήταν το ομορφότερο και γλυκύτερο πρόσωπο που είχα δει στην ζωή μου. Αναπαύομαι και αισθάνομαι παρηγοριά ακόμη και τώρα, όταν μόνο σκέφτωμαι την γλυκύτητα και την χάρη του προσώπου της γερόντισσας Άννας».

Εκοιμήθη το έτος 1998 σε ηλικία 95 ετών. Όταν ξεψυχούσε, επικαλείτο όλους τους γνωστούς της Αγίους και ιδιαίτερα τον άγιο Αλέξιο που τον είχε σε ξεχωριστή ευλάβεια.

Αιωνία η μνήμη της γερόντισσας Άννας. Να έχουμε την ευχή της. Αμήν.

«Ασκητές μέσα στον κόσμο – A΄», Άγιον Όρος, 2008 <