Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Λαμπρινή Βέτσιου

Λαμπρινή Βέτσιου

789
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Λαμπρινή Βέτσιου
Ασκητές μέσα στον κόσμο - Λαμπρινή Βέτσιου

Ἡ Λαμπρινή γεννήθηκε τό 1918 στό χωριό Ἁγία Παρασκευή Ἄρτης. Οἱ γονεῖς της Σπυρίδων Δρίβας καί Θεοδώρα ἦταν ἀπό τούς πιό εὔπορους τοῦ χωριοῦ καί εἶχαν ἀλλά τρία ἀγόρια. Ἡ Λαμπρινή ἦταν ἡ μικρότερη, καί τ’ ἀδέλφια της τήν ὑπεραγαποῦσαν γιά τόν χαρακτήρα της, τό ἦθος καί τήν πολύ καλή συμπεριφορά της πρός ὅλους.

Μεγάλωσε μέ χριστιανικές ἀρχές. Ἀπό μικρή ἔμαθε νά ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τελείωσε μόνο τό δημοτικό σχολεῖο καί διάβαζε μέ πόθο τήνἉγία Γραφή καί ἄλλα πνευματικά βιβλία. Διηγήθηκε ἡ ἴδια: «Ἤμουν ὀκτώ χρόνων καί καθόμουν σ’ ἕνα καρεκλάκι στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ. Κρατοῦσα μία μικρή Ἁγία Γραφή, μπῆκα στόν ἐνθουσιασμό καί μοῦ ἄρεσε νά την διαβάζω. Εἶχα διαβάσει τό χωρίο: «Πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἤ ἀδελφούς ἤ ἀδελφὰς ἤ πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναίκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει». (Ματθ. ιθ’, 29). Ἔτσι μπῆκε μέσα στήν καρδιά μου καί ἀγάπησα πάρα πολύ τόν Κύριο. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄναψε ὁ πόθος γιά να ἀκολουθήσω τήν μοναχική ζωή καί σκέφθηκα: «Δέν θέλω τίποτε, οὔτε χωράφια, οὔτε περιουσίες, θά πάω γιά Μοναχή».

Τότε ἐμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου κάποιος ντυμένος μέ ἱερατικά ἄμφια καί μοῦ ἄρεσε πολύ ἡ ὄψη του, ἦταν πολύ ὄμορφη. Τόν κοιτοῦσα μέ θαυμασμό. Μοῦ εἶπε:

– Τί μέ θαυμάζεις; Καί τά χεράκια σου εγώ τά ἔπλασα καί εἶσαι καί σύ ὄμορφη σάν ἐμένα.

– Ἐμένα μέ γέννησε ἡ μάννα μου καί εἶναι στήν κουζίνα. Νά τήν φωνάξω;
– Ὄχι, ἐγώ ἐσένα θέλω, καί ἔπιασε τά μαλλάκια μου. Αὐτά ποιός τά ἔπλασε;
– Αφού μέ έπλασες εσύ καί αυτά σύ θά τά έπλασες.
– Ναί, μοῦ εἶπε. Τώρα τί θά κάνεις, ποιά ζωή θά ἀκολουθήσεις;

– Αὐτό τό βιβλίο μοῦ ἄναψε τόν πόθο γιά τόν μεγάλο μου Θεό θέλω νά τόν ἀπολαύσω. Αὐτός νά ἐργάζεται γιά μένα καί ἐγώ γι’ αὐτόν.

– Θά γίνεις μεγάλη, παιδί μου, καί θά ἐργασθεῖς καί σύ γιά Μένα.
– Ποιός εἶσαι σύ;

– Αὐτός ποὺ εἶπες ἐσύ, μοῦ εἶπε. Ἀφοῦ θέλεις ἔτσι, θά τρῶς Τετάρτη καί Παρασκευή ψωμί καί σκόρδο. Ἐσύ εἶσαι καλό παιδί, ἔχω ὅμως καί ἄλλα καλά παιδιά. Θά ἔρθω μία μέρα νά μαζέψω ὅλα αὐτά τά καλά παιδιά. Ὕστερα ἔγινε ἄφαντος…»

Ἄρχισε μετά ἀπ’ αὐτό νά ἀγωνίζεται περισσότερο, νά νηστεύει, νά προσεύχεται καί νά ἑτοιμάζεται νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Πνευματικός της ἦταν ὁ π. Μητροφάνης, ὁ Γέροντας τῆςἹερᾶς Μονῆς Ροβέλιστας Ἄρτης. Διηγήθηκε ἡ ἴδια: «Ἀπό μικρή ἤθελα νά γίνω μοναχή. Ὅταν ἔγινα δεκαεπτά χρόνων πῆγα στό Μοναστήρι καί εἶπα στόν Γέροντα ὅτι θέλω νά γίνω μοναχή. Μοῦ εἶπε: – Νάρθεις, παιδάκι μου. Τήν ἄλλη μέρα ἦρθαν οἱ γονεῖς μου μέ φωνές νά μέ πάρουν. Ὁ Ἡγούμενος, ὅπως τούς εἶδε ἔτσι ἀγριεμένους, μέ ἔδωσε λέγοντάς μου νά μεγαλώσω λίγο καί μετά ξαναπηγαίνω.

Αὐτοί μέ πῆραν καί σέ λίγες μέρες ἄρχισαν τά προξενιά. Ἐγώ ἤμουν ἀρνητική καί εὕρισκα προφάσεις. Μετά μέ ρώτησαν τί θέλω καί τούς εἶπα: «Θά προσευχηθῶ ὅλη τή νύχτα καί ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Θεός».

Προσευχήθηκα καί εἶπα: «Θεέ μου, ἕνα πράγμα σοῦ ζητῶ. Νά μοῦ δώσεις ἄδεια νά πάρω τόν Οὐράνιο (νυμφίο) καί ἐγώ, ὅπως παίρνουν οἱ καλές ψυχές. Νά μή συζευχτῶ μέ ἐπίγειον ἄνδρα». Ἄκουσα φωνή: «Σέ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν. Μία ὥρα δική μας θά γίνεις. Πρέπει ὅμως νά συζευχθεῖς αὐτοῦ γιά νά δυναμώσεις. Νά βάλεις χαλινάρια στό στόμα, στά πόδια, στά χέρια, στή σάρκα».

– Στή σάρκα; Στήν παντρειά μέ στέλνεις.
– Σέ στέλνω Ἐγώ καί ἡ σάρκα εἶναι εὐλογημένη. Δοκιμασίες θά ἔχεις.

Ἐγώ συνέχισα νά προσεύχομαι γιά τό καλύτερο, νά γίνω Μοναχή, ὅμως μοῦ ἔλεγε ὅτι «τό καλύτερο γιά σένα εἶναι νά παντρευτεῖς, νά δοκιμαστεῖς, νά ψηθεῖς. Ἄν πᾶς στό Μοναστήρι, δέν θά βασανισθεῖς τόσο. Στό Μοναστήρι ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι θά κάνεις καί σύ, εἴτε τρῶνε, εἴτε προσεύχονται. Στόν κόσμο ὅμως θά συναντήσεις κακότητα, μοχθηρία. Ἐμεῖς τελειώσαμε τώρα, πάρε τήν δύναμη καί τήν φώτιση καί ἐργάσου ὅσο μπορεῖς».

Ἐργάσθηκα σέ ὅλη μου τήν ζωή. Ἀγωνίστηκα. Τά πεθερικά μου μετά δέν μέ ἤθελαν, μέ ἔδιωχναν, μέ ἔβριζαν μέ ἄπρεπα λόγια. Ὅσα μοῦ εἶπε ἡ φωνή, τό Πνεῦμα, τά βρῆκα ὅλα». Ἔτσι λοιπόν μετά τά 20 της τήν πάντρεψαν μέ τόν Ἀριστείδη Βέτσιο ἀπό τά Κολομόδια Ἄρτης καί ἀπέκτησαν δύο παιδιά, τόν Σπύρο καί τήν Σταθούλα.

Ἡ ζωή της δέν ἦταν καθόλου εὔκολη στήν οἰκογένεια τοῦ συζύγου της, γιατί ζοῦσαν δεκατρία ἄτομα μαζί στό ἴδιο σπίτι καί ὁ καθένας εἶχε τίς δικές του Ἰδιοτροπίες καί τόν δικό του τρόπο σκέψεως. Ἰδιαίτερα ὁ πεθερός της φερόταν πρός αὐτήν μέ ἄσχημο τρόπο, μέ περιφρόνηση καί σκληρότητα· τήν πλήγωνε μέ τά λόγια του. Ἡ Λαμπρινή ὅμως κατάφερε μέ τήνὑπομονή νά τά ξεπεράσει ὅλα. Στίς βρισιές του ἔλεγε: «Πές με ὅ,τι θέλεις. Ἐγώ εἶμαι μουγκή». Καί ἀπό τόν σύζυγό της εἶχε δυσκολίες. Κάποτε πού βρισκόταν σέ ἀγρυπνία στόν ἅγιο Φανούριο στό γειτονικό χωριό Γλυκόριζο, ἄκουσε φωνή πού τῆς εἶπε: «Αὐτή τή στιγμή καίγεται τό σπίτι σου». Ὅταν τελείωσε ἡ ἀγρυπνία καί γύρισε μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια, εἶδε τά βιβλία της καμένα καί πεταμένα ἔξω ἀπό τό σπίτι καί τόν σύζυγό της σέ ἔξαλλη κατάσταση νά τῆς φωνάζει νά φύγει ἀπό τό σπίτι. Ἡ Λαμπρινή ἀπάντησε: «Δέν φεύγω.Ἐσύ εἶσαι ὁ ἄντρας μου, ἐδῶ εἶναι τό σπίτι μου, σκότωσέ με, κάνε με ὅ,τι θέλεις, ἐγώ δέν φεύγω». Τή νύχτα τήν κλείδωσε ἔξω ἀπό τό σπίτι. Ὑπέμεινε ἤρεμα καί ἔλεγε: «Ὁ πειρασμός τόν βάζει, θά τοῦ περάσει. Αὐτός εἶναι καλός, ἀλλά στό καφενεῖο τόν “ἄναψε” ὁ τάδε καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, μέχρι νά τοῦ περάσει ὁ θυμός».

Παρά τίς τόσες δυσκολίες καί τίς κοπιαστικές ἀγροτικές ἐργασίες, δέν ἄφηνε δευτερόλεπτο τῆς ἡμέρας χωρίς νά προσεύχεται καί νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό. Μαζί της στό χωράφι πού πήγαινε νά ἐργαστεῖ ἔπαιρνε καί βιβλία πνευματικά γιά νά διαβάζει καί νά προσεύχεται. Σ’ ὅλη τήν ζωή της χάλασε ἀπό τήν πολλή χρήση τέσσερα βιβλία Μεγάλα Ὡρολόγια. Τά βιβλία της ἦταν ἡ περιουσία της, ὅπως ἔλεγε, καί ἀπό τήν μελέτη τους ἔπαιρνε πολλή δύναμη. Μετά ποὺ ἀπέκτησε τά δύο της παιδιά, μέ τόν ἄνδρα της ζοῦσαν σάν ἀδέλφια. Αὐτός τίς νύχτες κοιμόταν καί ἡ Λαμπρινή διάβαζε τά βιβλία της μέ τό φῶς ἑνός καντηλιοῦ καί ἑνός κεριοῦ.

Σ’ ὅλη τήν ζωή της εἶχε μονοφαγία καί ξηροφαγία. Ἔτρωγε συνήθως ψωμί καί ἐλιές. Στό τριήμερο (τῆς τεσσαρακοστῆς) δέν ἔτρωγε καί δέν ἔπινε τίποτε. Κοινωνοῦσε τήν καθαρά Τετάρτη καί μετά συνέχιζε τήν τελεία νηστεία. Τίς ἡμέρες ποὺ δέν ἔτρωγε τίποτε ἔπινε γύρω στίς 3 μ.μ. ἕνα κουταλάκι ζεστό νερό. Τό συνηθισμένο φαγητό της ἦταν μία πατάτα βρασμένη μέ ξύδι. Τά παιδιά της τήν πίεζαν νά φάει, ἀλλά ἀρνιόταν καί ἀπαντοῦσε: «Μή στενοχωριέστε, δέν θά πεθάνω ἀπό τή νηστεία, ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή μου. Τό σῶμα θά τό περιποιηθῶ γιατί εἶναι ἡ κατοικία τῆς ψυχῆς μου. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα θά φάω. Μήν ἀνησυχεῖτε». Τῆς ἔκανε τό πρωί ἡ κόρη της καφέ καί τό ἀπόγευμα ποὺ πήγαινε νά πάρει τό φλυντζάν ιἦταν ἀπείραχτο. Τό Πάσχα ποὺ κάθονταν ὅλοι μαζί νά φᾶνε, ἡ Λαμπρινή μιλοῦσε γιά τόν Θεό καί μετά ἀπό πίεση ἔτρωγε μία κουταλιά γιαούρτι ἡ μία πιρουνιά σαλάτα. ἔλεγε: «Σήμερα εἶναι ἡ μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ἄν ἐρχόταν ἕνα πεθαμένο παιδί μου ἐγώ θά ἔτρωγα; Θά στόλιζα τό σπίτι μου νά τό ὑποδεχθῶ».

Τήν τελευταία εἰκοσαετία τῆς ζωῆς της ἔτρωγε μόνο ψωμί, νερό καί ξύδι. Κάποτε θά πήγαινε στήν Ἀθήνα γιά μία ἑβδομάδα, διότι θά ἔκανε ἐγχείρηση ὁ ἀδελφός της. Μία γνωστή τηςἔψηνε ψωμί ἀπό καλαμπόκι καί τῆς ἔδωσε μία φέτα. Τό δέχθηκε μέ μεγάλη χαρά γιατί ἤξερε ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή χάραξε τόν σταυρό πάνω στό ψωμί. Ὅταν γύρισε ἀπό τήν Ἀθήνα εὐχαρίστησε τήν γυναίκα ποὺ τῆς ἔδωσε τό ψωμί, καί τῆς ἐκμυστηρεύτηκε ὅτι αὐτό τό ψωμάκι ἦταν ἡ τροφή της γιά ὅλη τήν ἑβδομάδα ποὺ πέρασε στήν Ἀθήνα. «Ἔτρωγα λίγο κάθε μέρα καί ἐρχόταν ὁ Κύριος καί μοῦ τό αὐγάταινε (αὔξανε)».

Πρίν τήν κοίμησή της γιά ἕνα διάστημα ἀρκεῖτο μόνο σ’ ἕνα κουταλάκι ἁγίασμα, στό ἀντίδωρο καί φυσικά στήν θεία Κοινωνία. Σέ κάποιον πού τήν ρώτησε τί εἶχε φάει, ἀπάντησε ὅτι ἔφαγε μόνο ἀντίδωρο ποὺ εἶχε κρατήσει ἀπό τήν θεία Λειτουργία ὅτι μ’ αὐτό ἦταν χορτασμένη καί θά τήν κρατήσει γιά κανά – δυό μέρες ἀκόμη.

Ἀφοῦ πάντρεψε τά παιδιά της, ἀπό τήν ἡλικία τῶν 45 ἐτῶν σταμάτησε τίς ἀγροτικές ἐργασίες καί ἀφοσιώθηκε στήν ἄσκηση καί στήν προσευχή. Ἡ ζωή της πλέον ἦταν μία συνεχής προσευχή στό σπίτι καί στήν Ἐκκλησία, ὅπου τακτικά πήγαινε καί κοινωνοῦσε συχνά.

Τό καθημερινό τυπικό της ἦταν περίπου τό ἑξῆς: Κοιμόταν μέχρι δύο ὧρες τό ἡμερονύκτιο ἀπό τίς 3 μέχρι τίς 4.30 τή νύχτα. Ἔκανε κομποσχοίνι γονατιστή καί μεγάλες μετάνοιες. Ἔκανεὅλες τίς ἀκολουθίες κάθε ἡμέρα. Τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο τά διάβαζε μέ τό ἀμυδρό φῶς ἀπό τό καντήλι καί μέ ἕνα κεράκι. Μελετοῦσε πολύ τήν Ἁγία Γραφή καί πατερικά βιβλία. Τήν ἡμέρα, διάβαζε, ἔκανε τήν ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν καί προσευχή. Σέ ὅσους τήν θαύμαζαν ποὺ μποροῦσε καί ἀφιέρωνε τήν ἡμέρα της στό διάβασμα ἔλεγε πὼς χρόνος ὑπάρχει για ὅλους. Καί μία σελίδα τήν ἡμέρα νά διαβάζεις εἶναι ἀρκετό, ἀρκεῖ νά γίνεται μέ πίστη. Ὅλα αὐτά τά ἔκανε μέ εὐλογία ἀπό τόν πνευματικό της π. Μητροφάνη, ὁ ὁποῖος τῆς εἶχε δώσει τόν κανόνα τῆς προσευχῆς. Τήν Μ. Σαρακοστή, ἔκανε τό Μεγάλο Ἀπόδειπνο καί ὅταν κάποιος τήν διέκοπτε δέν τό συνέχιζε, ἀλλά τό ἄρχιζε πάλι ἀπό τήν ἀρχή.

Ὅταν γινόταν ἀγρυπνία σέ κάποια Ἐκκλησία ἦταν πάντα πρώτη. Συνήθως τήν ἀκολουθοῦσαν καί γυναῖκες ἀπό τά γύρω χωριά. Πολλές νύχτες συγκέντρωνε τίς γυναῖκες στό σπίτι της καί ἔκαναν ὁμαδική προσευχή.

Ἀπό τήν ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν ἔραψε ἕνα τρίχινο σάκκο καί τόν φοροῦσε κατάσαρκα σ’ ὅλη τήν ζωή της, γιά ἄσκηση καί κακοπάθεια. Κανείς δέν τό ἤξερε. Γιά 54 χρόνια τόν φοροῦσε καί ποτέ δέν τόν ἔπλυνε. Πρίν ἀπό τήν κοίμηση τῆς ἄφησε ἐντολή στήν κόρη της νά μήν τόν πλύνει ποτέ. Ὅσοι τόν εἶδαν μαρτυροῦν ὅτι φαίνεται σάν νά βγῆκε ἀπό πλυντήριο καί μοσχοβολᾶ (εὐωδιάζει).

Παρ’ ὅλο πού ζοῦσε μέσα στόν κόσμο, ὁ πόθος της γιά τόν Μοναχισμό καί τήν Ἐκκλησία τήν ἔκαναν νά μετατρέψει τό δωμάτιό της σ’ ἕνα μοναχικό κελλί. Ὅ,τι χαρτάκι εὕρισκε ποῦ εἶχε φωτογραφία κάποιου ἁγίου τό κολλοῦσε στόν τοῖχο, δημιουργώντας μία ξεχωριστή ἀτμόσφαιρα.

Δέν ἀγαποῦσε τά χρήματα, ἦταν ἀνάργυρη. Τό μόνο πού τήν ἐνδιέφερε ἦταν νά μπορεῖ νά κάνει ἐλεημοσύνες καί νά βοηθᾶ τόν κόσμο. Ὅλη τήν σύνταξή της τήν μοίραζε σε ἐλεημοσύνες. Ὅταν τά παιδιά της, ἐπίσης τῆς ἔδιναν χρήματα, τά διέθετε καί αὐτά γιά νά βοηθᾶ φτωχούς. Ἔλεγε στά παιδιά της: «Τά χρήματα αὐτά πού δίνω, δέν εἶναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σέ σᾶς, γιατί δικά σας εἶναι». Ἀπέφευγε μάλιστα νά πιάνει μέ τά χέρια της τά χρήματα, ἀλλά μέ μία χαρτοπετσέτα ἤ μέ ἕνα κομμάτι ὕφασμα. Καί ὅταν πήγαινε νά ψωνίσει ἄνοιγε τό πορτοφόλι ἤ τήν χαρτοπετσέτα καί ἔπαιρνε ὁ μπακάλης μόνος του.

Ἀπό τό σπίτι της ἔβγαινε τή νύχτα κρυφά, νά μήν τήν βλέπουν, καί πήγαινε σέ φτωχά σπίτια, ἄφηνε ἔξω ἀπό τήν πόρτα ὅ,τι εἶχε καί ἔφευγε.

Στόν φούρναρη εἶχε δώσει παραγγελία νά ἐφοδιάζει μέ ψωμί μία φτωχή οἰκογένεια, χωρίς νά μάθει κανείς τίποτε. Τό εἶπε στήν κόρη της μόνο πρίν κοιμηθεῖ, καί τῆς ἄφησε παρακαταθήκη νά συνεχίσει τήν ἐλεημοσύνη. Ἡ Λαμπρινή συμβούλευε: «Μεγάλη εὐλογία ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού κάνει ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάνετε ἐλεημοσύνη δέν θά δίνετε αὐτό πού εἶναι γιά πέταμα, ἀλλά θά δίνετε γιά τόν ξένο καί τόν φτωχό τό καλύτερο. Οἱ γονεῖς νά μήν στενοχωροῦνται πού δέν ἔχουν ν’ ἀφήσουν περιουσία στά παιδιά τους, ἀλλά νά φροντίζουν γιά τήν κατά Θεόν πρόοδό τους καί τά ὑπόλοιπα θά τά τακτοποιήσει ὁ Θεός».

Ἐπισκεπτόταν ἀρρώστους χωρίς φόβο νά κωλύσει κάτι, ἀφοῦ πολλές φορές κοινωνοῦσε πρῶτα ὁ ἄρρωστος (ἑτοιμοθάνατος) καὶ ἀμέσως ἐκείνη, γιατί δέν φοβόταν τόν θάνατο, ἀντίθετα θεωροῦσε πὼς θά τήν ἔφερνε πιό κοντά στόν Θεό.

Κάποτε πῆγε νά προσκυνήσει τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα στήν Κέρκυρα μέ ἕνα παιδάκι πού τό εἶχε βαφτίσει, χωρίς νά ἔχει μαζί της χρήματα. Ὅμως μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πῆγαν καί γύρισαν, χωρίς νά τούς ζητήσουν χρήματα οὔτε στό λεωφορεῖο οὔτε στό καράβι.

Ἡ γιαγιά Λαμπρινή ἀγαποῦσε τόν Χριστό, ἀγωνιζόταν περισσότερο ἀπό μοναχή, προσευχόταν συνέχεια καί μετέδιδε τήν θεία Χάρη. Πολλοί πήγαιναν νά τήν δοῦν, νά τήν συμβουλευθοῦν καί νά ζητήσουν τήν προσευχή της. Ὁλόκληρα λεωφορεῖα σταματοῦσαν στό φτωχικό της. Δεχόταν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς οὔτε μία διακοπή στήν διάρκεια τῆς ἡμέρας.

Οἱ ἐπισκέψεις στό σπίτι τῆς ἦταν καθημερινές. Δέν ὑπῆρχε ὡράριο. Ὁ καθένας ἐρχόταν ὅποτε ἤθελε καί ἔφευγε ὅταν ἤθελε. Δεχόταν τούς πάντες ἀγόγγυστα. Ὅταν ἦταν μόνη της διάβαζε ἤ προσευχόταν. Γιά νά ξεμουδιάσει ἔβγαινε καί ἔκανε περίπατο, ὄχι στό χωριό, ἀλλά στόν κῆπο μέ τίς πορτοκαλιές καί ἔλεγε τήν εὐχή.

Ὁ λόγος της ἦταν πάντα γιά τήν ὑπομονή. Ἔλεγε: «Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί θά περάσουμε ἐδῶ μεγάλες δοκιμασίες, ἀκόμα καί μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένειά μας. Θά πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή, ἀγάπη, καί νά κάνουμε ἐλεημοσύνες». Σέ ὅσους εἶχαν οἰκογενειακά προβλήματα τούς παρακαλοῦσε νά μή διαλύσουν τήν οἰκογένειά τους. «Ὁ πειρασμός σᾶς βάζει», ἔλεγε.

Σέ νέους ποὺ τήν ἐπισκέπτονταν συμβούλευε: «Ἀποφάσισες νά παντρευτεῖς; Θά κάνεις ὑπομονή καί ὄχι μία, ἀλλά πολλές. Νά ἐκκλησιάζεστε τακτικά, νά ἐξομολογεῖστε, νά κοινωνᾶτε καί νά προσεύχεσθε. Ὅταν κάνετε αὐτά, θά πᾶτε κοντά στόν Χριστό νά χαίρεστε γιά πάντα».

Ἄν καί δέν εἶχε σπουδάσει, ὅμως διάβαζε πολλά πνευματικά βιβλία, τά κατανοοῦσε καί τά ἐξηγοῦσε. Ἄνθρωποι ἐγγράμματοι – ἀκόμη καί καθηγητές Πανεπιστημίου – πήγαιναν νάἀκούσουν τήν γιαγιά Λαμπρινή. Τήν εἶχαν σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια γιατί ἡ ζωή της ἦταν τελείως δοσμένη στόν Χριστό, ἀλλά καί γιατί ἔβλεπαν νά ἐνεργεῖ ἡ θεία Χάρη μέσω αὐτῆς θαυμαστά ἔργα. Ἁρπαζόταν πολλές φορές ὁ νοῦς της καί ἔβλεπε τά ἀθέατα μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ προσευχή της εἰσακούετο, γνώριζε τά κρύφια τῶν ἀνθρώπων, καί προέβλεπε γεγονότα τοῦ μέλλοντος.

Διηγήθηκε ἡ γιαγιά Λαμπρινή: «Ἡ κόρη μου Σταθούλα εἶχε περάσει τά δεκαοχτώ της καί ἦταν καιρός γιά παντρειά. Ἄρχισαν τά προξενιά ἀλλά δέν μ’ ἀνέπαυαν οἱ γαμπροί. Ἦταν εὐκατάστατοι, καλοί ἄνθρωποι, ἀλλά μέ σαλεμένη καθαρότητα. Ἐκεῖνα τά χρόνια δέν εἶχε τόσο λόγο ἡ νύφη γιά τήν ἐπιλογή τοῦ γαμπροῦ, καί ἐπειδή εἶχα τήν μέριμνα τοῦ γαμπροῦ, ἤθελα πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά εἶναι καθαρός, ἁγνός. Ἡ Σταθούλα δέν εἶχε κλίση γιά καλογερική, ὅπως ἐγώ, καί ἔπρεπε νά βρεθεῖ γαμπρός».

Μία μέρα τό βράδυ πού πῆγα στό κρεββάτι νά κοιμηθῶ, πῆρα ὡς συνήθως νά διαβάσω ἕνα βιβλίο, καί ἤμουν στενοχωρημένη γιατί δέν βρισκόταν ὁ γαμπρός. Ὁ ἄνδρας μου κοιμόταν χωριστά γιά νά μήν τόν ἐνοχλῶ. Μόλις εἶχε πάρει ὁ ὕπνος τόν ἄνδρα μου, ἄνοιξε τό παράθυρο μόνο του, καί μπῆκε ὁ φύλακας Ἄγγελός μου. Πῆρε τό πνεῦμα μου. Στό κρεββάτι μου ἔμεινε τό σῶμα μου μισοπεθαμένο. Βαδίζαμε – βαδίζαμε χωρίς νά ξέρω πού πᾶμε. Φθάσαμε στήν Πρέβεζα. Μοῦ λέει: «Μήν σταματᾶς καθόλου. Θέλουμε νά πᾶμε στήν Λευκάδα». Ἐγώ δέν ἤξερα πού εἶναι ἡ Λευκάδα.

Φθάσαμε στό νησί, πήγαμε σ’ ἕνα σπίτι στήν ἐξώπορτα. Μοῦ λέγει ὁ Ἄγγελος: “Κάθησε ἐδῶ καί ἐγώ θ’ ἀνοίξω τήν πόρτα. Νά κοιτᾶς μέσα”. Ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καί εἶδα ἕνα νέο ὄρθιο, μέ κουστούμι, μέ τήν πλάτη γυρισμένη. Γύρισε τότε νά κλείσει τήν πόρτα, γιατί τοῦ φάνηκε ὅτι ἄνοιξε μόνη της, καί τόν εἶδα καί ἀπό μπροστά. Ὁ Ἄγγελος ἦταν πνεῦμα, και ἐγώ στήν αὐλή καί δέν μᾶς ἔβλεπε.

– Σοῦ ἀρέσει γιά γαμπρός στήν κόρη σου;
– Καλός εἶναι ἀλλά εἴμαστε μακρυά.

– Ἄγγελος εἶναι καί αὐτός, ὅπως καί ἐγώ.
– Ἄγγελο θά πάρει ἡ κόρη μου; Ἄνθρωπος εἶναι, πῶς θά πάρει Ἄγγελο; (αὐτός ὅμως ἐννοοῦσε τήν καθαρότητά του).

– Ἀπό τώρα δέν θά κάνεις ἄλλο συνοικέσιο γιά τήν κόρη σου ὅ,τι καί νά σοῦ λένε οἱ ἄλλοι, θά περιμένεις λίγα χρόνια, λόγω κάποιων δυσκολιῶν, ἀλλά θά σοῦ τόν φέρω τόν γαμπρό μόνο του καί θά βρεῖ τήν κόρη σου.

Ξεκινήσαμε τήν ἐπιστροφή μέ τόν ἴδιο τρόπο. Πέρασαν τρία χρόνια καί πῆγε ἡ κόρη μου μέ τόν γιό μου σ’ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο. Ἐκεῖ ἦταν ὁ γαμπρός. Μόλις τήν εἶδε ἦρθε καί τήν ζήτησε σέ γάμο. Κατάλαβα ὅτι ἦταν αὐτός πού ἤθελε ὁ Θεός. Τόν δεχτήκαμε καί δόξασα τόν Θεό γιά τήν μεγαλοσύνη Του».

συνέχεια…