Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Λαμπρινή Βέτσιου

Λαμπρινή Βέτσιου

795

Ἄλλη φορά, ὅπως διηγήθηκε, ἡ Παναγία τῆς ἔδειξε τήν κόλαση καί τόν παράδεισο:

«Τό 1982 ἤμουν στήν σπηλιά τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στοῦ Χανόπουλου. Προσευχόμουν μέσα στήν σπηλιά μέ ἄλλες γυναῖκες καί σκέφτηκα: «Ἄχ, σπηλιά, ποῦ νά σ’ εὕρισκα, νά ‘ναι δική μου αὐτή ἡ σπηλιά».

– Ὄχι, ὄχι, μοῦ εἶπε μία φωνή. Ἡ σπηλιά ἡ δική σου εἶναι τῆς Παρθένου (τῆς Παναγίας δηλαδή).

-Ποῦ εἶναι αὐτή ἡ σπηλιά;

-Θά σοῦ τήν βρῶ ἐγώ, ἀλλά μετά ἀπό καιρό.

Πέρασαν πέντε χρόνια γιά νάρθει ὁ καιρός. Ἐγώ στό διάστημα αὐτό ἔψαχνα. Ἄκουγα γιά σπηλιά καί ἔπαιρνα καμμιά γυναίκα γιά παρέα καί πήγαινα. Τό βράδυ ποὺ γύριζα στό σπίτι καί ἔκανα προσευχή ἄκουγα φωνή: «Ὄχι αὐτοῦ, παιδί μου. Ἄδικα κουράστηκες».

Μία μέρα μέ κάλεσε ἡ ξαδέλφη μου στήν Ἄρτα γιά δουλειά. Ἐκεῖ μίλησε γιά μία σπηλιά πού θά πήγαινε τήν ἄλλη μέρα μέ ἄλλες γυναῖκες. Ἀποφάσισα νά πάω. Ξεκινήσαμε τό πρωί στίς πέντε μέ τά πόδια.

Μόλις φθάσαμε ἡ σπηλιά δέν φαινόταν ἐξωτερικά παρά μόνο δύο τρύπες ποὺ χωροῦσες σφηνωτά. Κοντά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς εἶχε καί ἐκκλησάκι. Εἶχα πάρει μαζί μου λαμπάδες καί κεριά. Ἀναρωτήθηκα: «Εἶναι ἄραγε αὐτή ἡ σπηλιά»; Καί ἄκουσα φωνή: «Ἐδῶ μέσα εἶμαι. Κράτησε μία λαμπάδα γιά νά μπεῖς στήν σπηλιά».

Γιά νά ξεφύγω τίς γυναῖκες εἶπα ὅτι εἶμαι κουρασμένη καί θά καθίσω λίγο νά ξεκουραστῶ. Μόλις αὐτές μπῆκαν στό Ἐκκλησάκι, ἄναψα τήν λαμπάδα καί μπῆκα μέσα στήν σπηλιά.Ἦταν μεγάλη ἡ σπηλιά. Μέσα εἶδα τήν Παναγία καθαρά, ἔσκυψα καί τήν προσκύνησα. Τότε ξέχασα τά πάντα, ἤθελα νά μείνω γιά πάντα ἐκεῖ σ’ ὅλη μου τήν ζωή. Προσκυνοῦσα συνέχεια τήν Παναγία καί μοῦ εἶπε:

– Φθάνει. Θά δεῖς πολλά ἐδῶ μέσα, θά δεῖς τόν ἄλλο κόσμο. Αὐτά πού θά δεῖς ἐσύ, νά τά ὁμολογήσεις σέ πρόσωπα πού τά ἀγαπᾶνε αὐτά. Ἅμα βλέπεις ἀδιαφορία, δέν θά λές τίποτε. Καί στίς γυναῖκες ἔξω ἀδιαφορία θά δείξεις ἅμα βγεῖς. Ἄν σέ ρωτήσουν θά πεῖς πῆγα νά προσευχηθῶ μέσα στήν σπηλιά. Τώρα ὅμως βγές ἔξω ἀμέσως διότι σέ ζητᾶνε. Μετά ἀπόφευγέ τις μέ τρόπο καί ξαναμπές νά συνεχίσουμε. Θά τίς ἑτοιμάσω καί ἐγώ ἐσωτερικά νά δεχθοῦν ὅ,τι τούς πεῖς.

Βγῆκα ἔξω καί τίς καθησύχασα διότι μέ ψάχνανε καί φωνάζανε. Εἶχε ἀλλοιωθεῖ τό πρόσωπό μου ἀπό τήν συνάντηση μέ τήν Παναγία, τό κατάλαβαν καί μοῦ ἔλεγαν: «Γιατί εἶσαι ἔτσι; Τί ἔπαθες»; Ἐγώ δικαιολογήθηκα ὅτι φοβήθηκα λίγο στό σκοτάδι τῆς σπηλιᾶς καί χλώμιασα. Τούς εἶπα ὅτι θά ξαναμπῶ στήν σπηλιά νά προσευχηθῶ καί αὐτές τό δέχθηκαν. Ἄναψα τήν λαμπάδα καί ξαναμπῆκα. Ἡ Παναγία μέ περίμενε καί μοῦ εἶπε: «Μή φοβᾶσαι τώρα. Οἱ γυναῖκες θά σέ περιμένουν, καί μόλις σέ δοῦν θά ποῦν: Δόξα σοι ὁ Θεός». Μέ πῆρε ὕστερα ἡ Παναγία σ’ ἕναν κάμπο μεγάλο ὅσο εἶναι ἡ Ἄρτα. Ἔφθασα σέ δύο δρόμους, καί ρώτησα ποιόν νά διαλέξω. «Ὅποιον θέλεις ἐσύ», εἶπε ἡ Παναγία. Ἐγώ πῆρα τόν ἕνα δρόμο.

Καθώς προχωροῦσα ἔβλεπα γλέντια, γάμους, ἀνδρόγυνα ἀγαπημένα, παιδιά, καί ἔλεγα «τί ὡραῖος κόσμος εἶναι ἐδῶ»! «Ἄχ», ἔκανε ἡ Παναγία. Ἔτσι γελιέται ὁ λαός στόν κάτω κόσμο, τόν πονηρό. Ἅμα ἄκουσα αὐτό δέν ἤθελα νά προχωρήσω ἀλλά ἡ Παναγία εἶπε: «Θά προχωρήσουμε καί μή φοβᾶσαι». Ἔτσι πῆρα θάρρος καί προχώρησα.

Συναντήσαμε ἕνα ποτάμι πύρινο ποὺ τά κύματά του ἔπεφταν σέ τρεῖς ἀνθρώπους δικούς μου καί φώναζαν. Ἡ Παναγία μου εἶπε: «Μήν στενοχωριέσαι. Αὐτά ἐργάσθηκαν στήν γῆ, αὐτάἀπολαμβάνουν. Σέ ἄκουγαν ὅταν τούς ἔλεγες κάτι ἐσύ; Ἐγώ τούς κάνω τό καλό κάθε χρόνο καί τούς βγάζω ἀπό κεῖ ἀπό τήν Ἀνάσταση μέχρι τήν Πεντηκοστή».

Πιό πέρα εἶδα ἕνα ποτάμι μέ πίσσα ποὺ κόχλαζε. Κι ἐκεῖ ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν κεκοιμημένοι… Ὅμως τά ροῦχα τους ἦταν καθαρά, δέν λερώνονταν, παρ’ ὅτι κυλιόνταν μέσα στίς πίσσες. Ἀλλά τί τό θές; Καίγονται μέσα στήν πίσσα. Δέν ἀντέχουν τό κάψιμο.

Ἔπειτα βρέθηκα σ’ ἕνα μεγάλο βαρέλι καί μέ φώναξε μέ τ’ ὄνομά μου μία ψυχή ἀπό μέσα πού βασανιζόταν. Προσπαθοῦσε νά βγεῖ καί μέ παρακάλεσε νά βρέξω τό δαχτυλάκι μου νά δροσιστεῖ λίγο τό στόμα του. Τόν γνώρισα ἀπό τήν φωνή καί τοῦ εἶπα:

– Αὐτοῦ μέσα εἶσαι, ὠρέ; Αὐτά ἐργάστηκες στήν ζωή; Δέν θυμᾶσαι ἐκεῖ ἔξω ἀπό τήν Παρηγορήτρια στήν Ἄρτα, ἐσύ γύριζες ἀπό τήν λαϊκή καί ἐγώ ἀπό τήν Ἐκκλησία μου καί μέ κοροΐδευες γιατί πιστεύω σ’ αὐτά, στήν κόλαση καί στόν παράδεισο, καί ἔλεγες ὅτι ἅμα πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, πάει ὅπως τό πρόβατο, χάνεται; Καί ἀλλά πολλά σοῦ ἔλεγα γιά τήν κόλαση καί τόν παράδεισο, δέν τά θυμᾶσαι;

– Τά θυμᾶμαι ἀλλά τώρα εἶναι ἀργά. Φώναξε ὅσο μπορεῖς, ὅσο ζεῖς, νά ἔρθει κανείς κοντά σου, νά ἀποφύγει αὐτήν ἐδῶ τήν κόλαση.

– Τί νά κάνει κοντά μου ἀφοῦ καί ‘γώ δέν ξέρω. Ἐσύ πόσες φορές μέ κόλαζες ὅταν σέ συναντοῦσα;

– Ὄχι, ἐσύ δέν ἔφαγες, δέν ἄλλαξες, δέν ντύθηκες, δέν γλέντησες, ἀγωνίστηκες καί ξέρεις.

Εγώ μετά ἀπ’ αὐτά, τόν πόνεσε ἡ ψυχή μου. Ἤμουν εὐαίσθητη στόν πόνο τῶν ἄλλων καί, ἄν ἄκουγα ὅτι κάποιος πεινάει, δέν ἔτρωγα καί ἐγώ καί ἄν μποροῦσα τοῦ πήγαινα φαγητό. Τώρα ὅμως σκεφτόμουν νά τοῦ δώσω λίγο νερό μέ τό δάχτυλό μου ἤ ὄχι; Ἡ Παναγία μου εἶπε ὅτι, ἄν δώσω, θά μέ κάψει τήν μισή πλευρά τοῦ χεριοῦ μέχρι πάνω στόν ὦμο. Μόλις τ’ἄκουσα αὐτό κοντοστάθηκα, ὅμως τόν λυπόμουν τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ μέσα. Παρακάλεσα τότε τήν Παναγία νά τό βρέξω καί νά τό δώσω λίγο. Τί νά σοῦ πῶ; Θά καεῖ τό χέρι σου. Ἀφοῦ τό θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, ὅμως καί ἐγώ θά’ μαι στό πλευρό σου». «Ναί τό θέλω, ψυχή εἶναι κι αὐτή. Μπορεῖ καί ἐγώ νά πάθω τά ἴδια». «Μή γένοιτο», μοῦ εἶπε.

Τό ‘βαλα τότε καί κάηκε τό χέρι μου. Μέ πονοῦσε, τό φυσοῦσα, ἀλλά τίποτε. Ἀπό τότε τό δάχτυλο δέν τό δουλεύω εἶναι σκληρό. Καί νά τό κόψεις δέν τό νιώθω.

«Αὐτά ποὺ εἶδες ἐδῶ δέν πρέπει νά σέ ἀναλώσουν σέ στενοχώρια ἀλλά νά βάλεις ὅλη τήν δύναμή σου νά τά πεῖς σέ ἄλλους ζῶντες καί νά βοηθήσεις ψυχές ποὺ ποθοῦν τόν Οὐρανό».

Φεύγοντας εἶπε ἡ Παναγία: «Εὐλογημένοι νά εἶστε μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία πού θάρθει ὁ Υἱός μου», καί φύγαμε.

Μετά πήγαμε στόν καλό τόν κόσμο. Ἐκεῖ χαιρόσουν νά βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς ἀπ’ αὐτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια ποὺ ἔζησαν ἀγαπημένα. Ἤθελε νά μοῦ δείξει καί ἄλλους,ἀλλά τῆς εἶπα «ὄχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι νά πεθαίνουν νέοι». Ἡ Παναγία μοῦ εἶπε «ὄχι νέους, ἀλλά γέρους, διότι οἱ καλοί ἄνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τούς ἄλλους τούς παίρνουμε νέους γιά νά γλυτώσουν ἀπό τίς ἁμαρτίες ποὺ θά πέσουν».

Συναντήσαμε ἕνα ζευγάρι ἡλικιωμένων. Μοῦ εἶπε ἡ Παναγία: «Τώρα ἔρχεται καί ὁ γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις εἶχε πεθάνει καί ἀνέβαινε ἡ ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ὁ γέρος καί προσευχήθηκε στόν Ἐσταυρωμένο ποὺ δέσποζε πιό πέρα καί εἶπε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού πῆρες τόν γιό μου σέ ὥριμη ἡλικία καί τόν φέρνεις ἐδῶ». Τόν εὐχαρίστησε καί ἡ γριά. «Ἀμήν», ἀκούστηκε ἀπό τόν Σταυρό.

Ὁ γέρος καί ἡ γριά ξανακάθισαν στίς πολυθρόνες τους ποὺ ἦταν χρυσαφένιες, ὅλες ἦταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ἕνα τραπεζάκι εἶχε ὁ καθένας τους μία πιατέλα πού ἔτρωγαν.Ἐγώ σκέφτηκα «τί τρῶνε;» Καί μοῦ ἀπήντησαν: «Ἐκεῖνο πού μᾶς φέρνετε ἐσεῖς στήν προσκομιδή τρῶμε». Ἡ τροφή τους ἦταν ἕνα σάν τό ἀντίδωρο καί κρασί. Τά κρεβάτια τους ἦτανὁλόχρυσα, ὡραιότατα.

Γιά τίς παρθένες ὑπῆρχε ἄλλος ξεχωριστός τόπος, τό παρθενικό σπίτι. Ἐκεῖ εἶδα καί γνωστές μου, ἀλλά δέν μοῦ μίλησαν.

Ὕστερα ἡ Παναγία μοῦ εἶπε: «Θά φύγουμε τώρα καί θά περάσουμε νά δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦρθε ἐδῶ μετά ἀπό πολυχρόνιο ἀσθένεια. Αὐτός ἦταν πολύ ἁμαρτωλός, ἀλλά ξεπλύθηκε ἀπό τήν ἀσθένειά του. Ὑπέμεινε ἀγόγγυστα τήν ἀρρώστια του. Τό κρεββάτι του βέβαια δέν ἦταν ὅμοιο μέ τῶν ἄλλων, ἀλλά κοπιασμένο ἀπό τούς κόπους πού ὑπέμεινε.Μοῦ εἶπε τότε αὐτός: «Ναί, ἔτσι εἶναι ὅπως τά λέει ἡ μάννα μας (Παναγία). Ἔλυωσα στό κρεββάτι μου, ἔχυσα ὅλο τό αἷμα μου σ’ αὐτό τό κρεββάτι. Αὐτά πού πέρασα μόνο τό κρεββάτι αὐτό τά γνωρίζει καί ἡ μητέρα μου πού μέ φύλαγε καί στεκόταν στό προσκέφαλό μου.

Ὕστερα ἡ Παναγία συνέχισε: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ναρθοῦν ἐδῶ. Ἄς πονέσουν λίγο στήν γῆ. Στή γῆ ὑπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο τήν ψυχή σας νά φυλάξετε ἀπό ἁμαρτίες. Ὅποιος θυσιαστεῖ γιά τόν Υἱό μου θά ἀπολαύσει ὅλα αὐτά τά ἀγαθά. Ὅσοι θά ἐργασθοῦν γιά μένα κάτω στήν γῆ θαρθοῦν στόν Παράδεισο. Αὐτά τά ἀγαθά, χαρά σ’ ὅποιον τ’ ἀπολαύσει.Ὅμως τώρα λίγοι ἔρχονται. Χάλασε ὁ κόσμος».

Ἡ Λαμπρινή ἄλλη φορὰ προεῖδε τόν θάνατο τῆς ἀνεψιᾶς της: «Εἶχα πάρει προειδοποίηση (πληροφορία) ὅτι τήν Τετάρτη θά κοιμηθεῖ ἡ ἀνεψιά μου Κασσιανή. Αὐτή μέ ἐπισκέφθηκε τό προηγούμενο Σάββατο τό ἀπόγευμα καί μοῦ εἶπε ὅτι συμφώνησε μέ τόν παππᾶ νά κάνουμε Λειτουργία τήν ἐρχόμενη Τετάρτη, μέ κάλεσε καί μένα νά βοηθήσω. Εἶχα εὐλογία ἀπό τόν Δεσπότη νά ψέλνω στό ἀναλόγιο ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη. Τῆς λέω: «Ὄχι τήν Τετάρτη ἀλλά τή Δευτέρα». Αὐτή ἐπέμενε τήν Τετάρτη, διότι δεσμεύτηκε στόν παππᾶ καί δέν μποροῦσε νά τόἀλλάξει. Γιά νά τήν διευκολύνω πῆγα τότε ἐγώ καί τό ἄλλαξα. Ἔγινε ἡ Λειτουργία, εἴχαμε προετοιμαστεῖ καί κοινωνήσαμε. Ἡ Κασσιανή ἔδειχνε ὑγιέστατη. Μέ εὐχαρίστησε ποὺβοήθησα καί ἐγώ στήν θεία Λειτουργία καί ἀποχαιρετιστήκαμε.

Τήν Τετάρτη τά χαράματα τήν Κασσιανή τήν πῆρε τηλέφωνο ὁ ἀδελφός της Νίκος νά πάει στήν κλινική, διότι θά γεννοῦσε ἡ γυναίκα του Ὄλγα καί ἤθελε νά ἔχει κάποιον δίπλα του. Πῆγε ἡ Κασσιανή, ἀλλά ἀμέσως μετά τήν γέννα ἡ Κασσιανή ἔπαθε πνευμονικό οἴδημα καί ἐκοιμήθηκε ὕστερα ἀπό λίγο. Γι’ αὐτό σᾶς λέω, δέν ξέρουμε πότε θά πεθάνουμε».

Κάποτε συνέβη τό ἑξῆς, ὅπως τό διηγήθηκε: «Ἦταν ἡ 30κοστή μέρα ἀπό τήν κοίμηση ἑνός γνωστοῦ μου 7χρονου κοριτσιοῦ. Τό βραδάκι, ὡς συνήθως, πῆρα νά διαβάσω ἕνα πνευματικό βιβλίο καί καθόμουν στό κρεββάτι, ἐνῶ δίπλα μου ὁ ἄνδρας μου εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ. Τότε ἀπ’ τό παράθυρο μπῆκε ἕνας Ἄγγελος καί ἔφερε τό γνωστό μου κοριτσάκι νυμφοστολισμένο. Τό ρώτησα τί ἤθελε ξανά στόν ἁμαρτωλό αὐτόν κόσμο καί μοῦ ἀπάντησε: «Ἦρθα γιά σένα. Δέν μπόρεσα νά βρῶ ἄνθρωπο νά πῶ τό παράπονό μου. Οἱ γονεῖς μου μέ ζόριζαν νά τρώω γιά νά γίνω καλά, ἐνῶ δέν μοῦ ἔλειπε τό φαγητό. Ὁ Θεός ἤθελε νά μέ πάρει. Τώρα ὅμως ποὺ πέθανα ἔπρεπε νά πάω στόν παράδεισο, ἀλλά ἔχω ἐμπόδια. Ἕνα ὀφείλεται στούς γονεῖς μου, καί ἕνα σέ μένα. Τώρα ποὺ πέθανα, ἀκόμη δέν σαράντισα καί ἡ μητέρα μου ἔμεινε ἔγκυος. Αὐτό δέν ἔπρεπε νά γίνει. Ἀκόμη στόν δρόμο εἶναι ἡ ψυχή μου, δέν πέρασα ὅλα τά τελώνια. Ξέρω ὅτι μέ ἔκλαψαν πολύ, ἀλλά δέν ἔπρεπε νά γίνει. Νομίζουν ὅτι τρόπον τινα θά μέ ἀναστήσουν, ἀλλά πές τους ὅτι ἀγοράκι θά κάνουν, ὄχι κορίτσι, ὅπως νομίζουν. Αὐτή τους ἡπράξη δυσκολεύει τήν ψυχή μου. Ὅσο γιά μένα, τήν τελευταία φορά πού πῆγα στό σχολεῖο πρίν πεθάνω, δέν εἶχα μολύβι καί πλάκα γιά νά γράψω. Μία συμμαθήτριά μου ὅμως μοῦἔδωσε καινούργια πλάκα καί μολύβι, τά ὁποῖα δέν ἐπέστρεψα. Πές στήν μάννα μου νά ἀγοράσει καινούργια καί νά τά ἐπιστρέψει. Γιά τό μεγάλο καλό ποὺ θά κάνεις στήν ψυχή μου θά σέ πάρω τώρα μαζί μου νά δεῖς τόν θάλαμο πού ἔχει ἕτοιμο ὁ Κύριος γιά μᾶς τίς παρθένες. Ἐμεῖς νυμφευθήκαμε τόν Χριστό».

Βγήκαμε ἀπό τό παράθυρο καί ἀνεβαίναμε. Μᾶς συνόδευε καί ὁ Ἄγγελος κρατώντας ἀπό τό χέρι τήν κόρη. Φθάσαμε στόν Παράδεισο καί τόν βλέπαμε. Ἦταν σπίτια πολλά ἀλλά πολύὡραῖα. Φθάσαμε στό παρθενικό σπίτι, ἀλλά δέν μ’ ἄφησε νά μπῶ μέσα. Αὐτή μπῆκε καί μοῦ εἶπε: «Ἐσύ εἶσαι ἀκόμα στήν γῆ δέν μπορεῖς νά μπεῖς ἐδῶ». Εἶδα ὅμως ἀπό τό παράθυρο τίς παρθένες, ἄλλες μικρές στήν ἡλικία καί ἄλλες μεγάλες. Φοροῦσαν ροῦχα ποὺ ἔλαμπαν. Μοῦ εἶπαν: «Ἐμεῖς ἐδῶ δέν ἔχομε ποτέ χειμώνα, ποτέ νύχτα, ποτέ βροχή. Εἴμαστε πάντα στόἄνθος». Μετά σήμανε ἕνα σήμαντρο καί ἦταν ἡ ὥρα γιά προσευχή καί ἔπρεπε νά φύγουμε. Ἤθελα νά μείνω καί ἐγώ νά μάθω πῶς προσεύχονται, καί μοῦ εἶπε: «Ἐσεῖς ἔχετε τούς παπάδες, τούς πνευματικούς καί σᾶς τά λένε ὅλα».

Ὁ Ἄγγελος μέ γύρισε πίσω χωρίς νά μοῦ μιλήσει. Ἔβλεπα τό σῶμα μου νά βρίσκεται στό κρεβάτι δίπλα στόν ἄνδρα μου, ἀνέπνεε λίγο, ἴσα – ἴσα πού ζοῦσε. Μπῆκα ξανά στό σῶμα μου,ἄφησα τό βιβλίο στό τραπέζι καί κοιμήθηκα. Τό πρωί θά πηγαίναμε στό χωράφι γιά νά δουλέψω στό βαμπάκι ἀλλά δέν μπόρεσα νά πάω. Γιά τρεῖς μέρες αἰσθανόμουν πολύ κουρασμένη καί ἤμουν χλωμή.

Ὅταν εἶχα ρωτήσει τό κοριτσάκι: «Καλά, γιά μία πλάκα καί ἕνα μολύβι ἔχεις τόσες δυσκολίες; Μέ μᾶς ποὺ ἔχουμε κάνει τόσα, τί θά γίνει»; Μοῦ ἀπάντησε: «Αὐτή ἡ πλάκα καί τό μολύβι εἶναι σάν βάρος ἑκατό κιλῶν καθώς μέ δυσκολεύει καί ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων μου».

Γι’ αὐτό δέν πρέπει τίποτα νά χρωστᾶμε δανεικό σέ τούτη τήν ζωή, ἄν θέλουμε νά ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου».

Στήν θεία Λειτουργία καί ὅταν κοινωνοῦσε εἶχε ἐμπειρίες καί κάποιες ἀπό αὐτές τίς ἐκμυστηρεύτηκε ὡς ἑξῆς:

«Ὅλα αὐτά πού προσφέρουμε στήν Προσκομιδή, κρασιά, κεριά καί τά ὀνόματα, τά παίρνουν Ἄγγελοι καί τά πηγαίνουν ἀπάνω.

Μία φορά εἶχα πάει στήν ἁγία Αἰκατερίνη. Εἶχαν μνήμη (ἑορτή ἁγίου) ἐκεῖ καί ἔδωκα τό χαρτάκι μου μέ τά ὀνόματα. Τό πρωΐ ὑστέρα ποὺ εἶχε τελειώσει ἡ Λειτουργία, εἶδα κατά γῆς τό χαρτάκι στό Ἱερό μπροστά. Στενοχωρήθηκα καί εἶπα: «Ἄχ, Θεέ μου, ἁγία Αἰκατερίνη, ἦρθα ἐδῶ καί δέν διαβάστηκαν τά ὀνόματά μου».

Τή νύχτα στόν ὕπνο μου ἦρθε μία νέα ὡραία (ἁγία Αἰκατερίνη) καί μοῦ εἶπε: «Φοβήθηκες, παιδί μου, μήπως δέν διαβάστηκαν τά ὀνόματα; Τά διάβασα ἐγώ, ἄς μήν τά διάβασε ὁ παππᾶς».

Στά χέρια της κρατοῦσε ἕνα χαρτί. Μοῦ τό ἔδειξε. Εἶδα ὅτι ἦταν τό χαρτί ποὺ εἶχα γράψει τά ὀνόματα καί τό εἶχα δώσει στόν παππᾶ γιά νά τά μνημονεύσει στήν Προσκομιδή.

«Ὅταν ξεκινᾶ τό πρωί ἡ Λειτουργία μας, ἐκεῖ ὅλα εἶναι πολύ ὡραία. Ὅταν ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς μεταδόσεως τότε εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία γεμάτη ἀπό τά ἀγγελικά πνεύματα. Τώρα τά βλέπω ἔτσι σάν ἀστραπή. Περνᾶνε Ἄγγελοι μέ τά φτερά τους, ὄμορφα τά πρόσωπά τους, ὅπως εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι. Αὐτοί εἶναι ψηλά, καί μεῖς χαμηλά. Φωνάζει ὁ παππᾶς ἀπό δῶ, ὁψάλτης ἀπό κεῖ, βγαίνουν ὅλοι ἐκεῖ καί κουλουριάζουν (κυκλώνουν) τόν παππᾶ γύρω-γύρω.

Μετά βγαίνει ἡ μετάδοση, βλέπεις στήν Ὡραία Πύλη ἀκέραιος ὁ Χριστός, βλέπεις πού λέει ὁ παππᾶς «Μετά φόβου…». Αὐτός λέει: «Ἐδῶ ἐγώ εἶμαι» καί δείχνει τό Ἅγιο Ποτήριο, ὅτι δηλαδή εἶναι μέσα.

Παίρνομε τότε πραγματικά κρέας ἀπό τό Σῶμα τοῦ Κυρίου. Μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο εἶναι ἀλήθεια Αὐτός. Γίνεται ὅλος τόσο δά παιδάκι μικρό – μικρό μέ κεφαλάκι, χεράκια, ποδαράκια,ἀκέραιος Χριστός, ἄνθρωπος δηλαδή, καί τό δίνει σ’ ἐμένα, τό δίνει σ’ ἐσένα καί στόν ἄλλον, μέ τό κουταλάκι (Ἁγία λαβίδα). Τό κουταλάκι μέσα ἔχει ἕνα ἀνθρωπάκι».

Πῶς νά τό πάρεις αὐτό τό πράγμα; Καί τό παίρναμε κάτι ἁμαρτωλοί, κακομαγαρισμένοι, καταπονηρεμένοι, κακός κόσμος, φονιάδες, σκοτώνουν τόν ἄλλον καί τόν θάβουν.

Ὅταν πηγαίνεις νά μεταλάβεις, θά πηγαίνεις μέ τό κεφάλι σκυφτό καί θά σκέφτεσαι Ποιόν θά βρεῖς μπροστά σου. Ποιόν θά ἰδεῖς τώρα ἐσύ. Μήν κοιτᾶς τόν ἕναν καί τόν ἄλλον καί τί κάνει αὐτός καί ἐκεῖνος.

Θά κοιτάζεις μόνο τό Ἅγιο Ποτήριο. Ποιός εἶναι στό Ἅγιο Ποτήριο. Ἐκεῖ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού στό δείχνει, αὐτοῦ δέν εἶναι ὁ παππᾶς, αὐτό τό τόσο δά πραγματάκι τό δίνει ὁ Χριστός.Αὐτός παρατηράει ποιός εἶναι ἱκανός νά τό πάρει. Ὅποιος δέν εἶναι ἄξιος σ’ αὐτόν δέν τό δίνει. Νομίζεις πὼς παίρνουν ὅλοι μετάδοση ἐκείνη τήν ὥρα; Δέν παίρνουν. Παίρνει ἐκεῖνος ποὺεἶναι ἑτοιμασμένος. Καί κείνη τήν ὥρα πού πᾶς νά μεταλάβεις πρέπει νά δεῖς τόν Χριστό. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά τόν δεῖς πραγματικά, ἀλλά βάλτον μέ τόν νοῦ σου. Μετά ἔρχεται τό «Δι’ εὐχῶν» καί βλέπεις φεύγουν ὅλοι πρίν τό «Δι’ εὐχῶν» ἀπό τήν Ἐκκλησία. Κάτσε λίγο νά πάρεις τήν εὐχή. Μετά δέν κάνει νά γυρίσεις (ἐπισκεφτεῖς) σπίτι ξένο, γιατί θά χάσεις τήν εὐχή. Δέν εἶναι καλά νά βγεῖς ἔξω, νά πᾶς, ξέρω ‘γώ, στήν ἀγορά. Καί ἄν εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πές σέ κάποιον ποὺ πάει στήν ἀγορά νά σοῦ ψωνίσει. Καί ἄν βγεῖς, σκύψε τό κεφαλάκι σου, κᾶνε τήν δουλειά σου καί γύρισε στό σπίτι.

συνέχεια…