Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ Λαμπρινή Βέτσιου

Λαμπρινή Βέτσιου

794

«Γιά νά κοινωνήσουμε πρέπει νά προετοιμαστοῦμε καμιά βδομάδα ἀπό νηστεία καί ἀπό ἄλλα πράγματα».

Ἡ γιαγιά Λαμπρινή εἶχε παρρησία στήν προσευχή της. Οἱ ἄνθρωποι στίς δυσκολίες τους, τῆς ζητοῦσαν νά προσεύχεται καί μετά ἔβλεπαν τά ἀποτελέσματα.

Κάποιος ἐξάδελφός της ἦταν ἑτοιμοθάνατος καί δέν παράδινε τό πνεῦμα του (πέθαινε). Βασανιζόταν γιατί ἐνῶ φαινόταν ὅτι πέθαινε, μετά πάλι ἐπανερχόταν. Πῆγε ἡ γυναίκα του καί παρεκάλεσε τήν γιαγιά νά πάει στόν ἀσθενῆ νά κάνη προσευχή. Δίσταζε γιατί θεωροῦσε ὅτι θά τόν πεθάνει αὐτή. Πῆγε τελικά, συζήτησε μαζί του, ἦταν καλός ἀλλά ἔπινε. Τοῦ εἶπε νάἐξομολογηθεῖ καί μετά ἐνῶ προσευχόταν ἡ γιαγιά, παρέδωσε τήν ψυχή του ἥσυχα.

Τό ἐγγονάκι της, πέντε χρόνων, ἦταν ἄρρωστο. Δύο φορές τό εἶχαν πάει στήν Ρωσσία καί ἑτοιμάζονταν νά πᾶνε καί τρίτη φορά νά τό ξαναχειρουργήσουν. Ἡ γιαγιά Λαμπρινή δένἤθελε νά πᾶνε γιατί ἤξερε ὅτι καί νά ζήσει, δέν θά γινόταν καλά. Τό τελευταῖο βράδυ πῆγε στό κελλί της καί ξέσπασε σέ προσευχή μέ δάκρυα παρακαλώντας τόν Θεό: «Νά τό πάρεις στόν θρόνο Σου στούς Οὐρανούς ἀντί γιά τήν Ρωσσία. Αὐτό εἶναι ἄγγελος. Καί ἐκεῖ νά μέ ἀξιώσεις καί μένα, Θεέ μου, νά σηκωθεῖ τό ἐγγονάκι μου ἀπό τόν θρόνο νά μέ πάρει καί μένα».

Ἄκουσε τό «ναί» στήν προσευχή της καί μετά εὐχαριστοῦσε τόν Χριστό. Μέχρι τίς τρεῖς μετά τά μεσάνυχτα τελείωσε τό παιδί. Ἔκλαιγε ἀπό χαρά καί πῆρε τό ἀλεύρι νά ζυμώσει πρόσφορο.

Ἡ γιαγιά Λαμπρινή κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς της δέν ξέχασε τόν μοναχικό της πόθο. Ἔτσι μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της παίρνει τήν ἀπόφαση νά πραγματοποιήσει τό ὄνειρό της. Σέ ἡλικία 70 ἐτῶν περίπου πηγαίνει σέ μοναστήρι τῆς περιοχῆς, ὅπου σύμφωνα μέ τόν κανόνα πού τῆς ἔβαλε ὁ γέροντας, θά ἔμενε 50 μέρες γιά τό Πάσχα, 40 γιά τά Χριστούγεννα καί 15 γιά τόν Δεκαπενταύγουστο. Ἡ ἴδια μετά ζήτησε νά μείνει μόνιμα στό μοναστήρι, ἀλλά ἐν τῷ μεταξύ ὁ γέροντας κοιμήθηκε καί οἱ μοναχές ἐξέφρασαν ἀντίρρηση γιά τήν παραμονή της. Πάλι ἡ γιαγιά Λαμπρινή μέ ὑπακοή – ὑπομονή δέχθηκε αὐτή τους τήν ἀπόφαση καί εἰρηνικά ἐπέστρεψε στό σπίτι της, ὅπου συνέχισε τούς ἀγῶνες της καί προετοιμαζόταν πλέον γιά τήν κοίμησή της.

Μαρτυρίες γιά τήν Λαμπρινή

Ὁ κ. Ἀνδρέας Νικολάου ἀπό τά Καλομόδια Ἄρτας σημειώνει: «Οἱ γονεῖς μου καί κυρίως ἡ γιαγιά μου ἀπό πολύ μικρό μοῦ μιλοῦσαν γιά τήν γιαγιά Λαμπρινή καί τά χαρίσματά της. Εἰδικά ἡ γιαγιά μου τήν ἀκολουθοῦσε παντοῦ σέ ὅποιες Ἐκκλησίες πήγαινε καί περπατοῦσαν ὧρες μέχρι νά φθάσουν. Δέν ἔδινα καί μεγάλη σημασία σ’ αὐτά πού ἄκουγα, γιά τίςἀτέλειωτες ὧρες προσευχῆς, γιά τίς ἐλάχιστες ὧρες ὕπνου (δύο ὧρες τό εἰκοσιτετράωρο), γιά τά χαρίσματά της. Τήν σεβόμουνα σάν γριούλα ποὺ ἦταν, ἀλλά ὅσο μεγάλωνα διαπίστωναὅτι ὑποβάλλεται μέ χαρά σέ μεγάλες καί σκληρές δοκιμασίες (νηστεῖες καί ἀγρυπνίες). Παρατηροῦσα κάθε φορὰ πού μεταλάμβανε στήν Ἐκκλησία τό πρόσωπό της νά λάμπει. Ὅταν μέ συναντοῦσε μετά τήν θεία Λειτουργία, μέ χαΐδευε στοργικά στό κεφάλι καί ἔνιωθα τότε νά μήν πατάω στήν γῆ. Αὐτό μέ ἔκανε νά ἐπιζητῶ πιό συχνά νά εἶμαι μαζί της.

«Κάποιο καλοκαίρι ποὺ εἶχα τελειώσει τήν πρώτη τάξη δημοτικοῦ, ἡ γιαγιά Λαμπρινή μέ ἄλλες γυναῖκες πῆγαν καὶ ἄνοιξαν τήν Ἐκκλησία τῶν Ταξιαρχῶν στό χωριό ΛουτροτόποςἌρτης. Μαζί τους πῆγα καί ἐγώ μέ τήν μητέρα μου καί κοιμηθήκαμε τό βράδυ μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἦταν νύχτα καί ἡ γιαγιά κάτι ἔψελνε ἀπό ἕνα βιβλίο. Ἐγώ σηκώθηκα καί γύριζα μέσα στήν Ἐκκλησία πού φωτιζόταν ἀπό λίγα κεράκια ἀναμμένα. Ὕστερα ἄνοιξα τήν πόρτα τοῦ Ἱεροῦ, μπῆκα μέσα, προχώρησα δύο – τρία βήματα πρός τήν Ἁγία Τράπεζα καί ἀμέσως σταμάτησα. Ἄκουσα βήματα ἀνθρώπου νά μέ πλησιάζουν. Παρατήρησα δύο – τρεῖς σκιές γύρω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα νά ἔρχονται πρός τό μέρος μου καί νά μέ περικυκλώνουν.Φοβήθηκα καί ἀμέσως βγῆκα ἔξω ἀπό τό Ἱερό. Βλέποντάς με ἡ μητέρα μου, ποὺ μέ ἔψαχνε, με μάλωσε. Τότε τῆς λέγει ἡ γιαγιά Λαμπρινή: «Μή μαλώνεις τό παιδί. Αὐτό εἶναι παιδί μικρό καί ἀναμάρτητο. Νά ἤξερες τί ἀγγελικές δυνάμεις τό ἔχουν περικυκλώσει»! Κατάλαβα τότε ὅτι καί ἡ γιαγιά Λαμπρινή εἶδε τά ἴδια μέ μένα καί ἄς ἦταν ἐκτός του Ἱεροῦ. Διαπίστωσαἔκτοτε ὅτι ἡ γιαγιά Λαμπρινή δέν εἶναι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ὅταν ἀργότερα ἐνηλικιώθηκα καί ἡ γιαγιά εἶχε περάσει τά ὀγδόντα της χρόνια, κάποια φορὰ τήν βρῆκα στήν βρύση τῆς αὐλῆς καί πρίν τήν χαιρετήσω παρατήρησα ὅτι, ὅπως ἦταν σκυμμένη, ἡ καμπούρα της εἶχε μεγαλώσει. Δέν πρόλαβα νά κάνω ἕνα βῆμα καί τότε ἡ γιαγιά λές καί διάβασε τήν σκέψη μου, σηκώνει τό κεφάλι της καί μοῦ εἶπε: «Εἶδες, παιδάκι μου, πῶς ἔγινα ἀπό τό πολύ διάβασμα, ὅλη τήν ἡμέρα σκυμμένη πάνω στά βιβλία μέ πολλή προσευχή καί μετάνοια στόν Κύριο, μήπως μπορέσω καί πάρω μία μικρή θέση στόν οἶκο τοῦΚυρίου».

Τήν διέκρινε μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Ἔλεγε: «Ἐγώ δέν εἶμαι τίποτε. Μία φτωχή καί ἀγράμματη ἀγρότισσα». Καί ἐνῶ ἦταν ὀλιγογράμματη, συζητοῦσε μέ πολλή ἄνεση μέ μορφωμένουςἀνθρώπους. Μιλοῦσε γιά δέκα λεπτά καί ἔλεγε πράγματα ποὺ ἄλλοι δέν μποροῦσαν νά τά ποῦν σέ ὧρες… Ὅ καθηγητής μας ὁ θεολόγος γιά μιςὴ ὥρα προσπαθοῦσε νά μᾶς ἐξηγήσει τί εἶναι θαῦμα καί στό τέλος δέν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Ἡ γιαγιά ὅταν τήν ρώτησα ἀπάντησε: Εἶναι πολύ ἁπλό. «Ὅ,τι εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι δυνατό γιά τόν Θεό».

Κάποτε ἡ τηλεόραση ἔδειχνε τίς Ἐκκλησίες στήν κατεχόμενη Κύπρο, ποὺ οἱ Τοῦρκοι τίς ἔχουν μετατρέψει σέ στάβλους καί ἀποθῆκες. Ρώτησα τήν γιαγιά τί λέει ὁ Κύριος γι’ αὐτό. Ἔδειξε νά στενοχωρήθηκε καί ἀπάντησε: «Ἀπό τότε πού οἱ Τοῦρκοι μετέτρεψαν τήν Ἁγιά Σοφιά σέ τζαμί, ἡ Παναγία ἔφυγε ἀπό μέσα καί στέκεται ἔξω δίπλα στήν πόρτα καί κλαίει. Κλαίει συνέχεια γιατί τῆς πῆραν τό σπίτι. Ἄν μποροῦσες νά δεῖς τήν Παναγία πῶς κλαίει, θά ἔκανες πολλές μέρες νά κοιμηθεῖς». Ἀφοῦ συλλογίστηκε γιά λίγο μοῦ εἶπε, «νά δεῖς σέ λίγο καιρό τί θά πάθει ἡ Τουρκία». Πράγματι σέ λίγους μῆνες ἔγιναν οἱ γνωστοί σεισμοί.

Τήν ρώτησα ἄν ὑπάρχουν καί ἄλλοι ἄνθρωποι στήν Ἑλλάδα μέ τό ἴδιο χάρισμα. Ἀφοῦ κοίταξε λίγο στόν οὐρανό μοῦ ἀπάντησε: «Ναί, ὑπάρχουν, γιατί ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή.Ὑπάρχει κάποιος ἀπ’ ὅλους μας πού ὁ Κύριος τόν ἔχει πολύ ψηλά. Κάθεται κοντά στά σύνορα μέ τήν Ἀλβανία. Ἔχω πάει πέντε – ἕξι φορές καί τήν προηγούμενη ἑβδομάδα ἐκεῖ ἤμουνα». Καί ἐνῶ ἔλεγε αὐτά ἔλαμπε ὁλόκληρη ἀπό χαρά.

Μιλοῦσε γιά πράγματα ποὺ θά γίνουν στό μέλλον. Εἶπε: «Θά δεῖς πράγματα ποὺ δέν μπορεῖς νά φανταστῆς. Θά δεῖς μεγάλα κύματα ἴσα μέ ἕνα διώροφο σπίτι νά καταστρέφουν πόλεις καί χωριά, καί λίγοι θά σωθοῦν». Πράγματι δύο μῆνες μετά τόν θάνατό της εἴχαμε τό γνωστό τσουνάμι μέ χιλιάδες νεκρούς (στήν Ἀσία). «Θά δεῖς παιδιά νά πηγαίνουν ἐκδρομή μέ τό σχολεῖο καί νά βγαίνει ὁ σατανᾶς μέ τό δρεπάνι καί νά τούς παίρνει τά κεφάλια». Πράγματι συνέβη τό γνωστό ἀτύχημα μέ τά παιδιά ἀπό τήν Μακεδονία μέ τόσα θύματα. Μοῦ ἔλεγε: «Δέν κάνει νά σοῦ ἀποκαλύψω περισσότερα γιατί ἁμαρτάνω. Γιά ὅ,τι σοῦ λέω μοῦ δίνει ἄδεια ὁ Κύριος».

«Στίς 7 Σεπτεμβρίου 2002 τήν ἐπισκέφτηκα καί ἔδειξε νά μέ περιμένει. Μοῦ εἶπε: «Σέ λίγες μέρες ἐγώ θά φύγω ἀπό τήν ζωή. Δέν ξέρεις μέ πόση χαρά περιμένω αὐτήν τήν στιγμή». Μοῦἔδωσε κάποιες συμβουλές, ὅπως νά νηστεύω Τετάρτη καί Παρασκευή, νά μήν δουλεύω στίς ἀργίες, νά πηγαίνω ὅσο μπορῶ σέ ἀγρυπνίες καί ἀλλά πολλά. Ὕστερα μοῦ εἶπε: Ὅταν μέ χρειάζεσαι νά ἔρχεσαι στόν τάφο μου. Ἐκεῖ θά εἶναι πλέον τό σπίτι μου. Θά ζητᾶς τήν βοήθειά μου γιά νά μεσιτεύω στόν Κύριο. Ἀρκεῖ αὐτά πού θά μοῦ ζητᾶς νά εἶναι σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου».

Ἡ κυρία Βασιλική Τζουρμανᾶ ἀπό τό Κομμένο Ἄρτας μαρτυρεῖ: «Ἄκουσα σέ μία Ἐκκλησία τῆς Ἄρτας γιά πρώτη φορά νά συζητοῦν γιά τήν Λαμπρινή καί τά πνευματικά της χαρίσματα καί ἔνιωσα μεγάλη ἐπιθυμία νά τήν γνωρίσω. Μέ μία συγγένισσά μου πού τήν ἤξερε πήγαμε στό φτωχικό σπιτάκι της. Ἀπό τότε γιά σαράντα περίπου χρόνια μέχρι ποὺ ἔφυγε ἀπό τήν ζωή τήν ἀκολουθοῦσα σχεδόν πάντοτε σέ προσκυνήματα, σέ ἀγρυπνίες, σέ λειτουργίες πού ἔκανε σέ Ἐκκλησίες καί κοιμόμασταν μέσα σ’ αὐτές τίς νύχτες.

Ἡ θεία Λαμπρινή προσευχόταν καί διάβαζε πολλές ὧρες καί κοιμόταν ἐλάχιστα. Κάποτε ζήτησα τήν βοήθειά της. Ὁ ἄνδρας μου χαρτόπαιζε καί παραμελοῦσε τό σπίτι. Εἴχαμε φθάσει σέ ἀδιέξοδο. «Μή φοβᾶσαι», μοῦ εἶπε, «ὅλα θά τά τακτοποιήσει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀρκεῖ νά δείξεις πίστη στόν Κύριο». Μοῦ ζήτησε γιά σαράντα μέρες νά ξυπνῶ στίς 3 μετά τά μεσάνυχτα καί νά προσεύχομαι κάνοντας καί 40 μετάνοιες. Μοῦ εἶχε δώσει νά διαβάζω κάποιες προσευχές καί μοῦ εἶπε ὅτι καί αὐτή θά προσεύχεται γιά νά μᾶς βοηθήσει ὁ Κύριος.

Πράγματι ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπε ἡ θεία Λαμπρινή κρυφά ἀπό τόν ἄνδρα μου καί μετά τίς σαράντα μέρες ξαφνικά ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ ἄνδρας μου δέν ξανάπαιξε χαρτιά, ἀσχολοῦνταν μέ τά κτήματα καί τήν οἰκογένεια καί τά οἰκονομικά μας βελτιώθηκαν.

Κάποτε μέ τή θεία Λαμπρινή καί ἄλλες γυναῖκες κοιμηθήκαμε σέ μία Ἐκκλησία. Ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές της ξάπλωσε νά κοιμηθεῖ. Ἐμένα δέν μέ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος. Ἀκούω τήν θεία Λαμπρινή ἐνῶ κοιμόταν ἔβγαζε κάτι ἀναστεναγμούς, σάν νά δούλευε καί ἦταν πολύ κουρασμένη. Αὐτό κράτησε γιά λίγο. Σηκώθηκα καί ἔπιασα τά χέρια της καί τά πόδια της. Ἦταν σάν νά ἐπίανα ἕναν πεθαμένο. Κατάλαβα ὅτι πάλι ἡ θεία Λαμπρινή ἔφυγε πνευματικά ἀπό τό σῶμα της. Τίς πρωινές ὧρες τήν ἄκουσα πάλι σάν νά ἀγκομαχοῦσε. «Τώρα θά ἐπέστρεψε», σκέφθηκα. Μόλις ξύπνησε τήν ρωτάω: «Τό βράδυ ἔφυγες; Ποῦ πῆγες»; Μοῦ ἔδωσε τήν ἐξῆς ἀπάντηση: «Πῆρα τήν τάδε, (μία γυναίκα ποὺ ἦταν στήν παρέα μας) καί τήν παρουσίασα στόν Κύριο».

Κάποια φορὰ ἀντιμετώπισα ἕνα μεγάλο πρόβλημα. Ἔμεινα γιά ἕξι μῆνες στό κρεββάτι μέ δυνατούς πόνους στήν μέση μου. Δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ καί πήγαινα ἀπό γιατρό σέ γιατρό,ἀλλά ἡ κατάστασή μου χειροτέρευε. Μία μέρα ἡ θεία Λαμπρινή μέ ἐπισκέφθηκε στό σπίτι μου. «Μήν ἀνησυχεῖς», μοῦ εἶπε, «σέ λίγο καιρό θά εἶσαι τελείως καλά». Τήν ἴδια μέρα μέ πληροφόρησε κάποια γνωστή μου ὅτι ἡ θεία Λαμπρινή πρίν ἔρθει στό σπίτι μου πῆγε στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου, καί γονατιστή γιά πολλή ὥρα προσευχόταν μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Ἐκκλησία. Σέ λίγες μέρες μέ τήν βοήθεια κάποιου γιατροῦ περπατοῦσα κανονικά. Ἀπό τότε μέχρι σήμερα γιά 18 χρόνια δέν εἶχα τήν παραμικρή ἐνόχληση.

Καί μετά τήν κοίμησή της σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μου τήν ἐπικαλοῦμαι καί πάντα μέ βοηθάει. Εἶχα ἕνα καλοκαίρι πονοκεφάλους καί ζαλάδες πού ἴσως ὀφείλονταν στούς καύσωνες. Ξάπλωσα νά κοιμηθῶ, ἀφοῦ πρῶτα ζήτησα τήν βοήθειά της. Ἦρθε στόν ὕπνο μου, στάθηκε ἀπό πάνω μου καί μέ σκέπασε μ’ ἕνα σεντόνι. Τό πρωί ποὺ σηκώθηκα ἤμουνὑγιέστατη».

Ἡ κυρία Μαρία Δραγατάκη ἀπό τήν Ἄρτα ἀναφέρει: «Ἔμαθα πολλά κοντά στή γιαγιά Λαμπρινή πηγαίνοντας μαζί της στίς ἀμέτρητες ὁλονυχτίες καί στά προσκυνήματα ποὺ ὀργάνωνεἡ ἴδια. Μέ ἀποκαλοῦσε «παιδί μου» καί ἡ λέξη αὐτή ἄγγιζε πραγματικά τήν ψυχή μου. Εἶχε ὑπομονή καί ἄκουγε τά προβλήματά μου καί πάντα εὕρισκε λύσεις. Ἡ ζωή της ἦταν ἁγία καίἦταν πολύ ταπεινή. Τί νά πρωτοθυμηθῶ; Τήν βοήθειά της πρός τήν μητέρα μου; Τίς προβλέψεις καί τήν προσευχή ποὺ ἔκανε γιά τά παιδιά μου; Ἤ τό μεγάλο καλό ποὺ ἔκανε σέ μένα;Ὅταν μετά ἀπό ἕνα βαρύ χειρουργεῖο ἔχασα τόν ὕπνο μου, νιώθοντας ἀπελπισμένη καί χαμένη, πῆγα μεσάνυχτα στό σπίτι της, ζητώντας βοήθεια καί τήν βρῆκα στά γόνατα νά προσεύχεται λουσμένη στόν ἱδρώτα καί γύρω της ἀναμμένα καντήλια καί κεριά. Μοῦ εἶπε: «Παιδί μου, Τί ἔπαθες ἀπόψε»; Σταυρώνοντάς με ἀπό τότε ἠρέμησα. Νά εἶναι καλά ἐκεῖ ποὺβρίσκεται ἡ γιαγιά Λαμπρινή καί νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας».

Ὁ Α. Γ. ἀναφέρει: «Γνώριζα τήν γιαγιά Λαμπρινή ἀπό μικρός, γιατί ἐρχόταν στό σπίτι μας καί ἔβλεπε τήν κατάκοιτη γιαγιά μου, ἀλλά τήν θεωροῦσα μία ἀγράμματη γιαγιά. Ἄκουσαἄλλους νά μιλοῦν μέ εὐλάβεια γι’ αὐτήν καί ὅταν γύρισα ἀπό τό πρῶτο προσκύνημά μου στό Ἅγιον Ὅρος τό 2002, πῆγα νά τήν δῶ καί νά τῆς δώσω μία εὐλογία. Μπαίνοντας στό κελλάκι της ἔνιωσα σάν νά βρίσκομαι μπροστά σ’ ἕνα γίγαντα. Συνειδητοποίησα τότε, χωρίς νά ξέρω πῶς, ὅτι αὐτή ἡ γυναίκα ἦταν πολύ ψηλά πνευματικά, τόσο ποὺ δέν μποροῦσα νά τήν ἀτενίσω, ἄν καί σωματικά ἦταν μικροκαμωμένη.

Ἡ συζήτηση μαζί της ἦταν μία πνευματική πανδαισία. Τότε κυριαρχοῦσε τό θέμα τῶν ταυτοτήτων πού μέ ἀπασχολοῦσε ἔντονα. Ἡ πρώτη κουβέντα πού μοῦ εἶπε, χωρίς νά ἀναφέρω κάτι σχετικό, ἦταν: «Δέν πρέπει νά πάρουμε τίς ταυτότητες μέ τό χάραγμα». Στίς ἑπόμενες ἐπισκέψεις μου μέχρι τήν κοίμησή της διαπίστωσα ὅτι εἶχε τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα. Μοῦ ἀνέφερε γεγονότα ἄγνωστα σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, ἄλλοτε γεγονότα πού ἀφοροῦσαν τό μέλλον μου καί ἔγιναν, καί ἄλλα γιά γενικότερα θέματα.Ὁρισμένες δέ φορές ἐνῶ εἶχα στό νοῦ μου νά θέσω μία ἐρώτηση ἤ μοῦ γεννιόταν μία ἀπορία σέ συζήτηση παρουσίᾳ καί ἄλλων ἀνθρώπων, αὐτή σταματοῦσε τήν συζήτηση, ἀπαντοῦσε στήν ἐρώτηση πού σκεφτόμουν καί συνέχιζε τήν συζήτηση.

Τόν Μάϊο τοῦ 2002 ποὺ τήν εἶδα μοῦ εἶπε ὅτι σέ λίγους μῆνες θά φύγει. Ἀλλά ὅταν μέ εἶδε πώς στενοχωρήθηκα πολύ, εἶπε: «Ἐ, ἔτσι τό λέω, μῆνες – χρόνια». Ἀλλά κοιμήθηκε πράγματι σέ λίγους μῆνες, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2002 καί πορεύθηκε ἡ ψυχή της στόν Κύριο πού τόσο πόθησε ἀπό μικρή».

Τήν τελευταία Κυριακή πού πῆγε στήν Ἐκκλησία κοινώνησε καί διάβασε τήν Εὐχαριστία στό σπίτι της. Τήν Δευτέρα ἅπλωσε ὅλα τά βιβλία στό κρεββάτι της, διάβαζε ἀπό τό καθένα λίγο, τό σταύρωνε, τό ἀσπαζόταν καί τό ἄφηνε στήν ἄκρη. Τρόπον τινά τά ἀποχαιρετοῦσε, γιατί τόσα χρόνια αὐτά ἦταν ἡ καλύτερη συντροφιά της. Τήν Τρίτη τό ἀπόγευμα κάλεσε τήν κόρη της νά κάνουν Παράκληση. Τελειώνοντας εἶπε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγία μου, ποὺ μοῦ ἔδωσες νά κάνω κι αὐτή τήν Παράκληση. Γιατί μέχρι τήν Πέμπτη ἔχω πολλές προσευχές νά κάνω ἀκόμη». Στήν ἐρώτηση τῆς κόρης της τί θά κάνει τήν Πέμπτη, ἀπάντησε: «Θά πάω γιά ἐκεῖ ποὺ ἐργάστηκα, ἄν ἐργάστηκα καλά». Τήν Τετάρτη τό πρωί ζήτησε νά δῆ τά ἐγγόνια της. «Αὔριο θά φύγω», εἶπε. Τό βράδυ εἶπε σέ μία ἀνιψιά της: «Τώρα ἐγώ θά φύγω. Νά πᾶς νά τό πεῖς ἐσύ στήν Σταθούλα, νά μήν τῆς κακοφανεῖ. Παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μέ ἀφήσει νά ζήσω, μέχρι νά ὡριμάσει ἡ Σταθούλα καί νά καταλάβει τί εἶναι ἡ ἄλλη ζωή».

Κάποια στιγμή ἀνασηκώθηκε στό κρεββάτι, ἄνοιξε τά χέρια της καί εἶπε στους παρευρισκομένους: «Ἐλάτε τώρα, ὅλοι μαζί, νά πᾶμε στά Ἱεροσόλυμα». Τούς ἀγκαλίασε ὅλους, μετά σταύρωσε τό στῆθος της, τό προσκέφαλο καί ξάπλωσε.

Τότε ἡ Σταθούλα ἔβγαλε τούς ἄλλους ἔξω καί μαζί μέ τόν σύζυγό της ἄναψαν κεράκι καί διάβασαν τίς προσευχές, ὅπως ἀκριβῶς τῆς εἶχε ἀφήσει ἐντολή νά κάνει ἡ μητέρα της Λαμπρινή. Ὅταν τελείωσαν τίς προσευχές ἄκουσαν ἕνα ἐλαφρύ σσσς καί ἡ Λαμπρινή Βέτσιου ξεψύχησε σάν πουλάκι, στίς 17 Ὀκτωβρίου 2002, ἡμέρα Πέμπτη.

Στόν τάφο της περνοῦν καί προσκυνοῦν πολλοί ἄνθρωποι. Προσεύχονται καί ἀντλοῦν δύναμη. Κάποια πού ὅσο ζοῦσε ἡ Λαμπρινή τήν συμβουλευόταν, ἦταν πολύ στενοχωρημένη, γιατίὁ σύζυγός της θά ἔκανε σοβαρή ἐγχείρηση καρδιᾶς. Ἀφοῦ προσκύνησαν τόν τάφο της καί προσευχήθηκαν, εἶδε στόν ὕπνο της τήν γιαγιά Λαμπρινή πού τῆς εἶπε:  «Μήν στενοχωριέσαι. Ὁ ἄνδρας σου θά γίνει καλά. Μόνο πρίν πᾶς στό νοσοκομεῖο, θά φτιάξεις πρόσφορο καί θά τό πᾶς στήν Ἐκκλησία. Πράγματι ἔκανε τό πρόσφορο καί ὅλα πῆγαν καλά.

Αὐτή ἦταν ἡ Λαμπρινή Βέτσιου. Ἀσκήτρια μέ μεγάλες νηστεῖες, μέ καθημερινές ἀγρυπνίες, μέ συνεχῆ μελέτη καί προσευχή. Ἀγαποῦσε τόν Χριστό, μιλοῦσε συνέχεια γι’ Αὐτόν καί ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της ἀνέδιναν Χριστό. Βοηθοῦσε τούς ἀνθρώπους μέ τήν χάρη που εἶχε. Εἶδε ἀπ’ αὐτή τήν ζωή τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Ἐνῶ προσευχόταν ἐρχόταν ἐνίοτε ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καί ἄλλοι Ἅγιοι καί συνομιλοῦσαν. Ἤξερε τά μελλούμενα καί ἔλεγε ὅτι μᾶς περιμένουν πολύ δύσκολα χρόνια. Λυπόταν τά μικρά παιδιά καί ἔλεγε: «Ἄν ἤξεραν τί θά περάσουν»!. Ἀλλά ἀμέσως συμπλήρωνε: «Ἔχει ὁ Θεός. Θά οἰκονομήσει γιά τούς Χριστιανούς». Περισσότερα, ἔλεγε, δέν τήν ἄφηνε νά πη ὁ Χριστός.

Αἰωνία της ἡ μνήμη. Αμήν.

«Ασκητές μέσα στον κόσμο – A΄», Άγιον Όρος, 2008